«Τα τριαντάφυλλα που προορίζονται για την αγορά κομμένων λουλουδιών σπάνια έχουν μυρωδιά» αναφέρει στο περιοδικό New Scientist η Σιλβί Μποντινό, επικεφαλής της μελέτης στο Πανεπιστήμιο της Λυόν στο Σεντ Ετιέν. «Ελπίζουμε να βοηθήσουμε τους καλλιεργητές να επαναφέρουν περισσότερα αρώματα» λέει.
Η μελέτη της ομάδας της δημοσιεύεται στο κορυφαίο περιοδικό Science και παρουσιάζεται μάλιστα στο εξώφυλλο (ένθετη αριστερά)
Η Μποντινό και οι συνεργάτες της αρχικά συνέκριναν τα γονιδιώματα δύο διαφορετικών ρόδων, την αρωματική ποικιλία Papa Meilland και τη συγγενική αλλά μη αρωματική ποικιλία Rouge Meilland. H πρώτη ποικιλία παράγει στα πέταλά της υψηλά επίπεδα αιθέριων ελαίων που ονομάζονται μονοτερπένια, και αντιστοιχούν έως και στο 70% του αρώματος του τριαντάφυλλου.
Η σύγκριση αποκάλυψε ένα γονίδιο, με την ονομασία RhNUDX1, το οποίο εκφράζεται (λειτουργεί) πιο έντονα στα πέταλα της μυρωδάτης ποικιλίας. Το γονίδιο κωδικοποιεί τη σύνθεση ενός ενζύμου που υπάρχει και σε άλλους οργανισμούς και προστατεύει τα κύτταρα από το θερμικό στρες. Στην περίπτωση του τριαντάφυλλου, όμως, σχετίζεται με την παραγωγή μονοτερπενίων.
Προκειμένου να επιβεβαιώσουν την ανακάλυψη, οι ερευνητές εξάλειψαν το γονίδιο από το DNA αρωματικών ρόδων, οπότε τα άνθη τους έπαψαν να εκπέμπουν τα αιθέρια έλαια. Σε ένα δεύτερο πείραμα, διασταύρωσαν την αρωματική ποικιλία Old Bush με τη λιγότερο ευωδιαστή Rosa wichurana. Οι απόγονοι που κληρονόμησαν την αρωματική βερσιόν του γονιδίου RhNUDX1 είχαν πλούσιο άρωμα, ενώ οι υπόλοιποι όχι.
Η ανακάλυψη ανοίγει τώρα το δρόμο για επιλεκτικές διασταυρώσεις που θα επαναφέρουν τη λειτουργία του γονιδίου στα άοσμα ρόδα. «Το RhNUDX1 μπορεί να φέρει πίσω όσα χάσαμε» σχολιάζει ο αρωματοποιός Μαρτίν Γκρας.
Τα ευρήματα, όμως, θα μπορούσαν να έχουν κι άλλες εφαρμογές, καθώς τα τερπενοειδή δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούνται από τα τριαντάφυλλα και άλλα φυτά ως χημικά μηνύματα. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν σε βιολογικά φυτοφάρμακα ή σε γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες.