Μία νέα μελέτη καταδεικνύει ότι οι μισοί ασθενείς που εκδηλώνουν συμπτώματα ύποπτα για καρκίνο, τα αγνοούν, αποφεύγοντας να πάνε στο γιατρό, προκειμένου να εξεταστούν.
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι επιστήμονες του οργανισμού Cancer Research UK εξέτασαν στοιχεία από περισσότερους από 1.700 μεσήλικες και ηλικιωμένους εθελοντές, ηλικίας 50 ετών και άνω.Όλοι τους ρωτήθηκαν αν παρατήρησαν στο σώμα τους κάποια ύποπτη αλλαγή, από μία λίστα με 17 παραμέτρους που τους έδωσαν.
Μερικά από τα συμπτώματα αυτά αφορούσαν σε καρκίνο και περιλάμβαναν:
– Ανεξήγητη απώλεια βάρους
– Δυσκολία στην κατάποση
– Πληγή που δεν έκλεινε
– Επίμονος βήχας
– Βραχνάδα στη φωνή
– Ανεξήγητο οζίδιο κάπου στο σώμα
– Μακροχρόνια αλλαγή στις συνήθειες κένωσης του εντέρου ή της ουροδόχου κύστεως
– Αίμα στα ούρα ή στα κόπρανα
– Αλλαγή σε μία ελιά του δέρματος
Σύμφωνα με τις απαντήσεις των εθελοντών, περισσότεροι από 900 είχαν παρουσιάσει κάποιο από αυτά τα συμπτώματα, κατά το τελευταίο τρίμηνο.
Όταν, όμως, οι επιστήμονες ρώτησαν αναλυτικά τους 50 από αυτούς, με μεγάλη τους έκπληξη διαπίστωσαν ότι το 45% δεν είχαν απευθυνθεί ακόμα σε έναν γιατρό.Μάλιστα, όπως δημοσιεύεται στη «Βρετανική Επιθεώρηση Γενικής Ιατρικής» (BJGP), οι δικαιολογίες που προφασίστηκαν ήταν πολλές.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι ασθενείς ήλπιζαν ότι τα συμπτώματα θα περάσουν από μόνα τους ή πως οφείλονται στην ηλικία τους, δεν ήθελαν να σπαταλήσουν αδίκως τον χρόνο των γιατρών, ήταν στωικοί άνθρωποι που αντέχουν τις κακουχίες ή δεν εμπιστεύονταν το σύστημα Υγείας.
Φυσικά, υπήρξαν και οι πιο ειλικρινείς, οι οποίοι παραδέχτηκαν πως φοβούνταν ότι θα ακούσουν πως έχουν καρκίνο.
«Η συμβουλή που δίνουμε στον κόσμο είναι απλή: αν επιμένει, ελέγξτε το», δήλωσε ο δρ Ρίτσαρντ Ρουπ, επικεφαλής της Έρευνας για τον Καρκίνο στον Cancer Research UK και το Βασιλικό Κολέγιο Γενικών Ιατρών (RCGP) της Βρετανίας.
Για ακόμη μία φορά με αφορμή την έρευνα, οι ειδικοί τονίζουν ότι η έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου μπορεί να κάνει τη διαφορά στην επιβίωση και επομένως κάθε επίμονο σύμπτωμα για πάνω από δύο έως τέσσερις εβδομάδες πρέπει οπωσδήποτε να ελέγχεται από έναν γιατρό.