Ο έμετος αποτελεί ένα αντανακλαστικό στο οποίο εμπλέκονται πολύπλοκες νευρικές οδοί. Ο σκοπός του εμέτου είναι να απαλλάξει τον οργανισμό από τοξίνες και βλαβερά συστατικά που μπορεί να περιέχονται στο στομάχι. Η ναυτία, το δυσάρεστο αίσθημα ότι πρόκειται να ακολουθήσει έμετος, προηγείται πολλές φορές του εμέτου ή μπορεί και να αποτελεί αυτόνομη οντότητα.
Η υπερεμεσία διακρίνεται σε οξεία, όταν τα συμπτώματα χρονολογούνται από ωρών ή ημερών και χρόνια, όταν αυτό το διάστημα υπερβαίνει τον ένα μήνα. Συνήθως η οξεία κατάσταση αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης στα τμήματα επειγόντων ενώ η χρόνια διερευνάται στα τακτικά ιατρεία.
Σε κάθε περίπτωση ο στόχος της διερεύνησης είναι να εντοπιστεί η αιτία, να διορθωθούν οι συνέπειες (αφυδάτωση,ηλεκτρολυτικές διαταραχές κλπ) και να παρασχεθεί στοχευμένη θεραπεία στην υποκείμενη αιτία όπου αυτό είναι δυνατόν. Ως προς την οξεία υπερεμεσία, είναι σημαντικό να αποκλείονται καταστάσεις επικίνδυνες για τη ζωή όπως η εντερική απόφραξη, η ισχαιμία του εντέρου, η οξεία παγκρεατίτιδα, το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου κ.ά.Το χαρακτηριστικό αυτών των σοβαρών καταστάσεων είναι πως συνυπάρχει σοβαρού βαθμού πόνος.
Αίτια οξείας υπερεμεσίας αποτελούν:
– Οξεία γαστρεντερίτιδα ως αποτέλεσμα λοίμωξης από βακτήρια, παράσιτα ή ιούς. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η συντηρητική αντιμετώπιση είναι αρκετή.
– Μετεγχειρητική ναυτία και έμετοι ως αποτέλεσμα της αναισθησίας αλλά και της χρήσης οπιοειδών για αναλγησία.
– Διαταραχές του λαβυρίνθου οπότε η υπερεμεσία χαρακτηριστικά συνοδεύεται από ίλιγγο.
– Η χημειοθεραπεία για τους καρκινοπαθείς.
– Τα φάρμακα που αποτελούν ένα από τα συχνότερα αίτια και για τα οποία απαιτείται προσεκτική λήψη ιστορικού και
– Η χρήση ναρκωτικών όπως η μαριχουάνα.
Η χρόνια υπερεμεσία μπορεί να οφείλεται σε:
– Εγκυμοσύνη σε ποσοστά που μπορεί να αγγίξουν το 74%. Παράγοντες που προδιαθέτουν είναι το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, η μαύρη φυλή, το θήλυ έμβρυο, η δίδυμη κύηση, χρωμοσωμικές ανωμαλίες του εμβρύου, ημικρανίες και το ιστορικό υπερεμεσίας σε προηγούμενη κύηση. Εμφανίζεται χαρακτηριστικά εντός του πρώτου 3μήνου και κατά συνέπεια η εκδήλωση μετά το πρώτο 3μηνο πρέπει να διερευνάται περαιτέρω.
– Λειτουργικά αίτια, στα πλαίσια λειτουργικών διαταραχών του πεπτικού όπως το σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου, η λειτουργική δυσπεψία κλπ.
– Γαστροπάρεση όπως αυτή μπορεί να προσδιοριστεί μέσω ειδικών τεστ (ηλεκτρογαστρογράφημα). Δυστυχώς ο συσχετισμός μεταξύ αποκατάστασης της γαστρικής κινητικότητας και βελτίωσης των συμπτωμάτων είναι χαμηλός με αποτέλεσμα να υπάρχει περιορισμένη εφαρμογή αυτής της διαδικασίας στη θεραπεία. Μία συνήθης υποκείμενη αιτία είναι ο σακχαρώδης διαβήτης.
– Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως συνυπάρχει οπισθοστερνικός καύσος.
– Σύνδρομο απόφραξης της γαστρικής εξόδου, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων λόγω κακοήθειας ή γαστροδωδεκαδακτυλικού έλκους το οποίο λόγω οιδήματος ή κατά τη διαδικασία επούλωσης προκαλεί παραμορφωτική στένωση του πυλωρικού στομίου. Στις περιπτώσεις όπου ο μηχανισμός της απόφραξης είναι το οίδημα, η θεραπεία καταστολής του οξέος είναι αποτελεσματική. Όταν όμως έχει εγκατασταθεί ίνωση χρειάζεται χειρουργική επέμβαση ή ενδοσκοπική διαστολή.
– Ηωσινοφιλική γαστρεντερίτιδα. Η διάγνωσή της είναι σημαντική αφού η θεραπεία μεκορτιζόνη είναι συνήθως αποτελεσματική.
– Σύνδρομο κυκλικής υπερεμεσίας το οποίο συνίσταται σε επαναλαμβανόμενα επεισόδια εμέτων που διαρκούν από 3 έως 6 ημέρες και εναλάσσονται με περιόδους ηρεμίας και χαρακτηρίζονται από ένα σταθερό και ειδικό για τον κάθε ασθενή μοτίβο.
– Χρόνια ιδιοπαθής εντερική ψευδο-απόφραξη, συνήθως ως αποτέλεσμα υποκείμενης παθολογίας που επηρεάζει την νευρομυική λειτουργία, η οποία εκδηλώνεται ως μηχανική απόφραξη του εντέρου χωρίς όμως να υπάρχει κώλυμα.
Για τη διάγνωση όλων των παραπάνω καταστάσεων η προσεκτική λήψη ιστορικού αρχικά, καθώς και η λεπτομερής αντικειμενική εξέταση είναι αποτελεσματικές σε ένα μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων. Περαιτέρω αιματολογικές και ακτινολογικές εξετάσεις μπορούν να διεξαχθούν όπου αυτό απαιτείται με βάση το ιστορικό και τα συνοδά συμπτώματα. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίδεται σε συμπτώματα όπως πόνος, καύσος, κοιλιακή διάταση, απουσία αερίων ή κοπρανώδες περιεχόμενο στον έμετο, ίλιγγος ή νυσταγμός, ημικρανίες ή χαρακτηριστική κατανομή των εμέτων όπως οι πρωινοί έμετοι της εγκυμοσύνης.
Η πλειοψηφία των ασθενών με επιμένοντες εμέτους πρέπει να υποβάλλονται σε ενδοσκόπηση ανώτερου πεπτικού.
Κάποιες φορές πάντως τόσο ο αρχικός έλεγχος όσο και η ενδοσκόπηση είναι αρνητικά και η διάγνωση στρέφεται στο, αδιευκρίνιστο ακόμη, φάσμα της “ιδιοπαθούς/λειτουργικής” αιτιολογίας ή ακόμα και σε υποκείμενη ψυχιατρική παθολογία.
Επιμέλεια : Μιχαήλ Μαύρος, Γαστρεντερολόγος, Επιστημ. Υπεύθυνος “Πράξις Υγείας” & Εύη Ζαμπέλη, Γαστρεντερολόγος, Νοσ. “Αλεξάνδρα” – από την σελίδα του ΕΛΙΓΑΣΤ