Μια νέα εξέταση αίματος μπορεί να συμβάλλει στον έγκαιρο εντοπισμό των εγκύων που τελικά δεν θα εκδηλώσουν προεκλαμψία, παρά την ύπαρξη υπόπτων συμπτωμάτων.
Η προεκλαμψία, που εκδηλώνεται συνήθως μετά την 20η εβδομάδα κυοφορίας, χαρακτηρίζεται από υπέρταση και δυσλειτουργίες σε όργανα, όπως οι νεφροί και το ήπαρ. Επίσης μπορεί να ανιχνεύεται πρωτεΐνη στα ούρα, η γυναίκα να έχει σοβαρούς πονοκεφάλους και προβλήματα όρασης.
Η προεκλαμψία μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρο τοκετό και χαμηλό σωματικό βάρος γέννησης. Επίσης, αυξάνει ο κίνδυνος κρίσεων και κώματος για τη γυναίκα, καθώς και ρήξης του πλακούντα με κίνδυνο ακατάσχετης αιμορραγίας.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι είναι δύσκολο να προβλέψουν οι γιατροί ποια γυναίκα θα εκδηλώσει προεκλαμψία. Για παράδειγμα, οι γυναίκες που έχουν αυξημένη αρτηριακή πίεσης στα τελευταία στάδια της κύησης μπορεί να έχουν πρώιμες ενδείξεις προεκλαμψίας ή να έχουν μόνο υπέρταση κύησης.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του επιστημονικού εντύπου New England Journal of Medicine, ερευνητές του Ιατρικού Πανεπιστημίου «Charite» του Βερολίνου, με επικεφαλής τον Δρ Στεφαν Βερλοχρεν, μελέτησαν κατά πόσο ένατεστ αίματος μπορεί να προβλέψει αν μια γυναίκα με υποψία προεκλαμψίας θα διαγνωστεί τελικά με την διαταραχή αυτή σε ορίζοντα επτά ημερών.
Η εξέταση υπολογίζει την αναλογία δύο πρωτεϊνών στο αίμα, της sFlt-1, που αναστέλλει τον σχηματισμό νέων αιμοφόρων αγγείων, και της PlGF, που ενθαρρύνει τον σχηματισμό νέων αγγείων. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με προεκλαμψία τείνουν να έχουν υψηλότερα επίπεδα sFlt-1 και σχετικά χαμηλά επίπεδα PlGF, ένδειξη περιορισμένης ροής αίματος προς τον πλακούντα.
Ο Δρ Βερλοχρεν πήρε δείγματα αίματος από 1.000 γυναίκες, που διένυαν από την 24η έως την 37η εβδομάδα κυοφορίας, και όλες είχαν υποψίες προεκλαμψίας. Δηλαδή, κάθε γυναίκα είχε τουλάχιστον ένα σημάδι ή σύμπτωμα, αλλά δεν πληρούσε τα διαγνωστικά κριτήρια.
Στην πρώτη ομάδα των 500 γυναικών, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι το αριθμητικό αποτέλεσμα 38, ήταν ο αριθμός «κλειδί». Το επαλήθευσαν στην ομάδα των υπολοίπων 500 εγκύων.
Τελικά, οι γυναίκες με αποτέλεσμα 38 ή χαμηλότερο παρέμειναν ελεύθερες προεκλαμψίας την επόμενη εβδομάδα στο 99% του χρόνου. Ωστόσο, μόνο το 37% των γυναικών με αποτέλεσμα υψηλότερο του 38 εκδήλωσαν τελικά προεκλαμψία τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες.
Οι γερμανοί ερευνητές ήδη διενεργούν νέες κλινικές μελέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο για να ξεκαθαρίσουν αν το τεστ μπορεί να μειώσει τις μη αναγκαίες νοσηλείες για την παρακολούθηση των γυναικών με υποψία προεκλαμψίας.