Κύρια εκδήλωση της στεφανιαίας νόσου αποτελεί η στηθάγχη, ο πόνος δηλαδή που εμφανίζεται στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα κατά την προσπάθεια και υποχωρεί με την ανάπαυση του ασθενούς. Τα συμπτώματα, όμως, συχνά είναι άτυπα και δεν γίνονται επαρκώς αντιληπτά από τους ασθενείς και τους θεράποντες ιατρούς.
Το ηλεκτροκαρδιογράφημα προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να διευκρινίσει αν ο ασθενής πάσχει ή όχι. Συχνά, όμως, είναι φυσιολογικό όταν γίνεται σε στιγμές ηρεμίας που ο ασθενής δεν παρουσιάζει συμπτώματα. Η δοκιμασία κόπωσης σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες.
Η δοκιμασία κόπωσης είναι μία διαγνωστική εξέταση που προσπαθεί να επιτύχει συνθήκες κόπωσης της καρδιάς παρόμοιες με αυτές που εμφανίζονται τα συμπτώματα των πασχόντων.
Για να επιτευχθεί αυτό, ο ασθενής ασκείται σε έναν κυλιόμενο τάπητα (ή σε ένα ειδικό ποδήλατο) έτσι ώστε να αυξάνεται σταδιακά η προσπάθεια που απαιτείται από τον ασθενή σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο πρωτόκολλο κατά τη διάρκεια του οποίου μεταβάλλεται-αυτόματα – μέσω προεπιλεγμένουλογισμικού – η κλίση και η ταχύτητα του τάπητα κάθε 3 λεπτά.
Ταυτόχρονα ο ασθενής παρακολουθείται ηλεκτροκαρδιογραφικά και με μέτρηση της αρτηριακής πίεσης ώστε να είναι ασφαλής αλλά και για να διαγνωστούν παθολογικές αλλαγές που μπορούν να μας βοηθήσουν να διαπιστώσουμε την ύπαρξη στεφανιαίας νόσου πριν την εκδήλωση των συμπτωμάτων.
Οι ασθενείς λοιπόν που μπορούν να υποβληθούν σε δοκιμασία κόπωσης και να ωφεληθούν από αυτήν είναι αυτοί που παρουσιάζουν
Συμπτώματα ύποπτα στεφανιαίας νόσου χωρίς όμως αυτή να μπορεί να τεκμηριωθεί από τον υπόλοιπο κλινικό έλεγχο,
ασθενείς με γνωστή στεφανιαία νόσο υπό φαρμακευτική αγωγή ώστε να διαπιστώσουμε την επάρκεια της αγωγής και την αντοχή τους στην άσκηση,
ασθενείς με συγκοπτικά επεισόδια ή επεισόδια απώλειας συνείδησης που είναι πιθανό να οφείλονται σε διαταραχές του ρυθμού που προκαλούνται κατά την κόπωση
ασθενείς με συμπτώματα κόπωσης και σχετικά χαμηλή καρδιακή συχνότητα και
ασθενείς με βαλβιδοπάθειες και μυοκαρδιοπάθειες για να αποσαφηνιστεί η ανταπόκρισή τους στην άσκηση
Οι ασθενείς για να υποβληθούν σε δοκιμασία κόπωσης
δεν πρέπει να παρουσιάζουν ιδιαίτερες ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλοιώσεις κατά την ηρεμία
δεν πρέπει να παρουσιάζουν συμπτώματα πριν την έναρξη της δοκιμασίας,
πρέπει επίσης να είναι σε θέση να ασκηθούν ώστε να μπορέσουν να «τρέξουν» στον κυλιόμενο τάπητα ή να κάνουν ποδήλατο.
Σε ασθενείς που δεν μπορούν να ασκηθούν, έχουν αναπτυχθεί, τα τελευταία χρόνια, ειδικές φαρμακολογικές δοκιμασίες φόρτισης. Σε αυτές τις περιπτώσεις το έργο της καρδιάς αυξάνεται φαρμακολογικά και η διάγνωση της ισχαιμίας γίνεται είτε υπερηχογραφικά είτε με τη διενέργεια σπινθηρογραφήματος μετά από χορήγηση ραδιοϊσοτόπων.
Ευρήματα που μπορούν να μας βοηθήσουν να διαγνώσουμε καρδιολογική παθολογία κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας κόπωσης είναι η εμφάνιση
συμπτωμάτων-στηθάγχης,
ηλεκτροκαρδιογραφικων διαταραχών,
επικίνδυνων αρρυθμιών ή διαταραχών του καρδιακού ρυθμού,
η υπερβολική αύξηση της αρτηριακής πίεσης ή η παράδοξη πτώση αυτής,
ακόμα με τη δοκιμασία κόπωσης εκτιμάμε γενικότερα την ανοχή των ασθενών στην άσκηση, ένα ιδιαίτερα χρήσιμο δείκτη τις γενικότερης κατάστασης των ασθενών.
Η διάρκεια της δοκιμασίας εξαρτάται τόσο από την ηλικία του ασθενούς όσο και από την αντοχή του στην άσκηση. Έτσι, για παράδειγμα, ένα άτομο ηλικίας 40 ετών αν δεν παρουσιάσει κάποιο από τα προηγούμενα ευρήματα συνήθως χρειάζεται να ασκηθεί περίπου 10-12 λεπτά για να επιτευχθεί ικανοποιητική κόπωση.
Συμπερασματικά, η δοκιμασία κόπωσης αποτελεί μια απλή, αναίμακτη, ασφαλή και χρήσιμη διαγνωστική εξέταση που μπορεί να δώσει πολύτιμες πληροφορίες και να μας βοηθήσει στην ασφαλή διάγνωση ή τον αποκλεισμό της στεφανιαίας νόσου όταν γίνεται σε κατάλληλες ομάδες ασθενών.