Ο σωματότυπος της γυναίκας καθορίζει εν μέρει τις πιθανότητες να εκδηλώσει διαβήτη, σύμφωνα με επιστημονική μελέτη σε πρόσφατο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Ανθρώπινης Γενετικής.
Ερευνητές από τη Μεγάλη Βρετανία, τις ΗΠΑ, την Ισλανδία και την Ελβετία διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος διαβήτη είναι διαφορετικός για τις γυναίκες που συσσωρεύουν περισσότερο λίπος σε διαφορετικά σημεία του σώματός τους.
Ο σωματότυπος της γυναίκας μπορεί να ανήκει στην κατηγορία «μπανάνα» (ομοιόμορφη κατανομή λίπους), «μήλο» (συσσώρευση λίπους στον κορμό), «αχλάδι» (συσσώρευση λίπους στους γοφούς) ή «κλεψύδρα» (πολύ λεπτή μέση και συσσώρευση λίπους στους γοφούς).
Σύμφωνα με τα ευρήματα των ερευνητών, οι γυναίκες που ανήκουν στην κατηγορία «αχλάδι» είναι και αυτές που κινδυνεύουν λιγότερο από διαβήτη τύπου 2.
Παλαιότερες μελέτες είχαν υποδείξει ότι οι γυναίκες με μεγαλύτερους γοφούς έχουν λιγότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν διαβήτη σε σύγκριση με γυναίκες που έχουν μικρότερους γοφούς. Πού οφείλεται όμως αυτή η συσχέτιση;
Μια γενετική παραλλαγή πλησίον του γονιδίου KLF14 ρυθμίζει τα εκατοντάδες γονίδια που ελέγχουν πώς και πού αποθηκεύεται το λίπος στο σώμα. Εάν λοιπόν οι γυναίκες που διαθέτουν την εν λόγω παραλλαγή συσσωρεύουν περισσότερο λίπος στους γοφούς, πιθανότητα έχει προστατευτική δράση ενάντια στο διαβήτη, δηλώνει η επικεφαλής της μελέτης Δρ Kerrin Small από το Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου.
Το γονίδιο KLF14 κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη που ρυθμίζει την έκφραση διαφόρων γονιδίων στο λιπώδη ιστό. Οι γυναίκες πιθανώς κληρονομούν το γονίδιο αυτό από τη μητέρα τους, επομένως η επίδραση στο λιπώδη ιστό καθορίζεται από την παραλλαγή που μεταδίδει η μητέρα στην κόρη της. Η Small και οι συνάδελφοί της κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό μελετώντας τις διάφορες παραλλαγές του γονιδίου ως προς τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 σε μεγάλο δείγμα γυναικών.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι διάφορες παραλλαγές δεν επηρεάζουν γενικώς το σωματικό βάρος ή το Δείκτη Μάζας Σώματος των γυναικών, επηρεάζουν όμως την περίμετρο των γοφών τους.
Η διαπίστωση αυτή μπορεί να βοηθήσει ώστε να υπολογίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια ο κίνδυνος διαβήτη για κάθε γυναίκα ξεχωριστά και κατ’ επέκταση να σχεδιάζεται ένα αποτελεσματικότερο, εξατομικευμένο πλάνο πρόληψης.