Η ελεεινή εικόνα της πτέρυγας των “Επειγόντων” στον Ευαγγελισμό κατά τη διάρκεια μιας εφημερίας, η χαοτική κατάσταση, που επικρατεί, πιστοποιεί την πραγματική κατάρρευση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα του 2017.
Τα φορεία ανοίγουν δρόμο ανάμεσα στον συνωστισμό των κάθε είδους πονεμένων και παρκάρουν στους κατάμεστους διαδρόμους αφήνοντας τους κλινήρεις ασθενείς να περιμένουν επ’ αόριστον, η ατελείωτη αναμονή δεκάδων ανθρώπων έξω από τα ιατρεία, οι διαπληκτισμοί όλων με όλους λόγω της αφόρητης έντασης, η ανεπάρκεια χώρων αναμονής, οι διαλυμένες τουαλέτες και οι απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής χαρακτηρίζουν τον “Ευαγγελισμό”.
«Πεθαίνουν οι ασθενείς που θα μπορούσαν να ζουν» κατήγγειλε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ) μόλις πριν από λίγες ημέρες, καταλογίζοντας στην κυβέρνηση βαρύτατη ευθύνη για την τραγική κατάπτωση των υπηρεσιών υγείας επί των ημερών της. Οποιοσδήποτε έχει την ατυχία να γίνει αυτόπτης μάρτυρας όσων συμβαίνουν σε αυτή την απέραντη κολυμβήθρα του Σιλωάμ, δηλαδή στα επείγοντα περιστατικά του Ευαγγελισμού, αντιλαμβάνεται ότι η ΠΟΕΔΗΝ ούτε υπερβάλλει, ούτε κινδυνολογεί.
Στη βάρδια της εφημερίας ενός νοσοκομείου που δέχεται περιστατικά πάσης φύσεως όπως ο Ευαγγελισμός, τις πύλες των Επειγόντων περνούν περίπου 2.000 άτομα. Ο ρυθμός των διακομιδών θυμίζει εμπόλεμη ζώνη και βομβαρδισμό κατοικημένης περιοχής με θύματα αμάχους. Για ένα ελάχιστο ποσοστό εξ αυτών, όχι περισσότερο από το 10% και προφανώς για τα βαρύτερα περιστατικά, οι γιατροί διατάσσουν την εισαγωγή και την περαιτέρω συστηματική νοσηλεία τους σε κάποια από τις κλινικές του Ευαγγελισμού. Από τη στιγμή της πρώτης, πρόχειρης εξέτασής του από τους γιατρούς του τμήματος διαλογής στα Επείγοντα έως την ακριβέστερη γνωμάτευση της πάθησής του από κάποιον ειδικό, ο ασθενής θα χρειαστεί να περιμένει τουλάχιστον τρεις ώρες, κατά προσέγγιση και κατά μέσον όρο -αυτό όμως είναι η ιδανική περίπτωση. Και σε αυτό το διάστημα δεν περιλαμβάνεται η διαδικασία των εξετάσεων: Στο ακτινοδιαγνωστικό του νοσοκομείου ο ασθενής θα αντιμετωπίσει μια άλλη, εξίσου αποκαρδιωτική ουρά.
Τα πράγματα είναι όμως πολύ χειρότερα σε ιατρεία των Επειγόντων όπου εξ ορισμού συναθροίζεται το μεγαλύτερο πλήθος ασθενών, όπως πχ το Παθολογικό και το Καρδιολογικό. Εξω από αυτά, αλλά και στο Ωτορινολαρυγγολογικό, το Ορθοπεδικό, το Ουρολογικό κ.λπ, οι ώρες αναμονής πολλαπλασιάζονται, επώδυνα και βασανιστικά για τους ήδη πονεμένους. Και σαν να μην ήταν αυτό ήδη αρκετά κακό, μαζί με τις ώρες αυξάνονται εκθετικά και οι πιθανότητες περαιτέρω βλάβης της υγείας οποιουδήποτε υποβάλεται στη δοκιμασία της επείγουσας περίθαλψης. Το «μπόνους» των μεταδοτικών νοσημάτων που μπορεί να κολλήσει κανείς ανύποπτος σε έναν χώρο όπως τα Επείγοντα του Ευαγγελισμού οφείλεται στον αναγκαστικό συγχρωτισμό των ασθενών με όλων των ειδών τους πάσχοντες που στοιβάζονται επί ατελείωτες ώρες δίπλα τους. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα εξαιρετικά βεβαρυμένη και προδήλως ανθυγιεινή, δίνεται η ευκαιρία στα μικρόβια να στήσουν το δικό τους ολέθριο πάρτι.
Στην «αυτοψία» που έκανε το Πρώτο ΘΕΜΑ, αργά τη νύχτα σε μια τυχαία βάρδια εφημερίας του Ευαγγελισμού, εντοπίστηκαν ασθενείς που περίμεναν πάνω από πέντε ώρες έως ότου κληθούν από τους νοσηλευτές να περάσουν στο εξεταστήριο. Ισως μάλιστα ορισμένοι από αυτούς να μην ήταν πια σε θέση να ακούσουν οτιδήποτε μέσα στο βαθύ ύπνο, σωριασμένοι σε κάποιο από τα ελάχιστα καθίσματα, εξουθενωμένοι από την πολύωρη ταλαιπωρία.
Πλήθος αλλοδαπών και ρατσισμός
Στο πανδαιμόνιο της εφημερίας, όλοι με κάποιο τρόπο καλούνται να υπερβούν τον εαυτό τους, υπομένοντας τη μοίρα τους, κάτι που είναι κοινό, τόσο για γιατρούς-νοσηλευτές, όσο και για ασθενείς. Παρομοίως, μέσα στον όλο τραγέλαφο και τη διάχυτη σύγχυση, οι «σεκιουριτάδες», πολυπληθείς και άγρυπνοι, δεν είναι επιφορτισμένοι μόνο με την περιφρούρηση της τάξης. Καθώς δεν υπάρχει καμία πρόνοια για καθοδήγηση του κοινού μέσω πινακίδων ή οργανωμένου γραφείου πληροφοριών, βοήθεια στους πελαγωμένους ασθενείς, συνοδούς κ.λπ δίνουν οι υπάλληλοι της ιδιωτικής ασφάλειας του νοσοκομείου, απλώς και μόνο επειδή βρίσκονται εκεί και όχι επειδή αυτό προβλέπεται από τα καθήκοντά τους. Εκτός αυτού, όμως, ενίοτε δίνουν ένα χέρι βοήθειας στους τραυματιοφορείς, τις νοσοκόμες με μεταφορές υλικών, ενώ παρεμβαίνουν για να κατευνάσουν τα πνεύματα ανάμεσα σε ασθενείς που παρεξηγούνται και διαπληκτίζονται, παραφέρονται ή έρχονται σε σύγκρουση με το προσωπικό.
Αντικρύζοντας ένα ανθρώπινο τείχος ασθενών που μοιάζει εντελώς αδιαπέραστο έξω από τα ιατρεία, το προσωπικό του νοσοκομείου αλλόφρον, την απουσία οποιασδήποτε καθοδήγησης ή «υποδοχής», κάποιοι κάνουν μεταβολή και φεύγουν από τον Ευαγγελισμό. Στην πλειονότητά τους είναι όσοι έχουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν περίθαλψη σε κάποιον ιδιωτικό φορέα υγείας και απλώς θέλησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους προσερχόμενοι πρώτα στον Ευαγγελισμό. Κάποιοι άλλοι θα προτιμήσουν να υποφέρουν, παρά να στηθούν στην ουρά για εξέταση, πίσω από τριάντα ή πενήντα ασθενείς που προηγούνται. Ταυτόχρονα, όλοι μαζί είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να παραχωρούν την σειρά τους στα έκτακτα περιστατικά, κάτι που ισχύει κατ’ εξοχήν στο καρδιολογικό, λόγω της κατεπείγουσας φύσης του εμφράγματος: Τα ασθενοφόρα ξεφορτώνουν σωρηδόν φορεία, διακομίζοντας στον Ευαγγελισμό ανθρώπους με καρδιακό επεισόδιο εν εξελίξει. Επιπλέον, λόγω της διαρρύθμισης του χώρου, με το καρδιολογικό και το παθολογικό δίπλα-δίπλα, ένας ανύποπτος ασθενής, κάποιος που αποφάσισε να αποταθεί στο νοσοκομείο λόγω πχ μιας ξαφνικής κρίσης ιλίγγου, υφίσταται το επιπλέον σοκ του να βλέπει σειρά φορείων να περνούν από μπροστά του, μεταφέροντας ακόμη και ετοιμοθάνατους. Η ψυχική καταπόνηση, το στρες και η πολλαπλώς καταθλιπτική εμπειρία της αναμονής στα Επείγοντα, θα έλεγε κανείς πως είναι από μόνη της μια αρρώστια -ή, έστω, ένα από τα χειρότερα κομμάτια του να νοσεί κανείς στην Ελλάδα σήμερα.
Στην κόλαση της εφημερίας, το να αναζητηθούν τα πραγματικά θύματα ή οι αληθινοί ήρωες, συνιστά τόλμημα εξαιρετικά παρακινδυνευμένο. Εξυπακούεται ότι το προσωπικό του Ευαγγελισμού λόγου χάριν (όπως ενδεχομένως και κάθε δημόσιου νοσοκομείου) εργάζεται υπό άθλιες συνθήκες, εντελώς απρόσφορες για παροχή υπηρεσιών υγείας. Η διαχείριση του ανθρώπινου πόνου που ξεχύνεται κατά κύματα και από παντού, αλλά και η αυτονόητη έλλειψη υπομονής, καταπίνει γιατρούς και νοσηλευτές, μεγάλος αριθμός εκ των οποίων είναι ειδικευόμενοι και ως εκ τούτου ελάχιστα πεπειραμένοι. Οι εκρήξεις εκατέρωθεν, τόσο από την πλευρά των ασθενών, όσο και των θεραπόντων, είναι πάμπολλες και εξαιρετικά συχνές. Η αντικειμενική δυσκολία επικοινωνίας με τους αλλοδαπούς φορτίζει ακόμη περισσότερο την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα. Ωστόσο, το να ακούγεται γιατρός της διαλογής ασθενών (δηλαδή αυτός που «υποδέχεται», αξιολογεί και κατευθύνει για περαιτέρω εξέταση κάθε έκτακτο περιστατικό) είναι τουλάχιστον θλιβερό να ουρλιάζει «πήγαινε στη χώρα σου να παραπονιέσαι, εδώ σε πληρώνω εγώ, δεν με πληρώνεις εσύ». Το Πρώτο ΘΕΜΑ υπήρξε αυτήκοος μάρτυρας επεισοδίου ανάμεσα σε έναν ασθενή, πιθανώς ασιατικής καταγωγής και στον γιατρό υπηρεσίας. Υστερα από κάποια διαφωνία, ο γιατρός εξεμάνη και, έξαλλος, απέπεμψε τον άνθρωπο που είχε μπροστά του και όφειλε να φροντίσει με τον πλέον απαξιωτικό τρόπο, κραυγάζοντας «ναι ρε, είμαι ρατσιστής. Εχεις κανένα πρόβλημα; Σήκω φύγε από μπροστά μου τώρα». Η ανάρμοστη, εντελώς απαράδεκτη και κατακριτέα αυτή συμπεριφορά εκ μέρους ενός επιστήμονα, δεν είναι το μόνο στοιχείο που προκαλεί προβληματισμό. Βάσει μιας πρόχειρης εκτίμησης, υπό τις σημερινές συνθήκες ένας αλλοδαπός αναλογεί σε κάθε τρεις ή τέσσερις Ελληνες ασθενείς. Εάν στα ήθη του μεγαλύτερου δημόσιου νοσοκομείου της χώρας χωρούν οι σκαιότατες προσβολές που εκτοξεύει ένας γιατρός εις βάρος ενός ανθρώπου που έτυχε να ζει (και να νοσεί) στην Ελλάδα, τότε τίθεται ένα ευρύτερο και πολύ σοβαρό ζήτημα. Το οποίο, μεταξύ άλλων, ανοίγει ορθάνοιχτα το παράθυρο παρέμβασης στα γνωστά κακοποιά στοιχεία που καραδοκούν να προκαλέσουν ρατσιστικού τύπου προβοκάτσιες. Σε ένα νοσοκομείο που πλήττεται από την κυβερνητική πολιτική των αλόγιστων περικοπών, στους διαδρόμους του οποίου στοιβάζονται όπως-όπως υπεράριθμοι ασθενείς, χωρίς επάρκεια βασικών υλικών, με διασωληνωμένους να περιμένουν έξω από τις εντατικές κ.λπ, δεν είναι μόνο τα νοσήματα που μπορεί να επωάζονται. Δυνητικά και με την προοπτική που δίνει η ανθρωπιστική κρίση στην σημερινή Ελλάδα, στα Επείγοντα δεινοπαθεί όχι μόνο η δημόσια υγεία, αλλά και η, ήδη σοβαρά κλονισμένη, υγεία του δημοσίου.