Τα περιστατικά καταγράφηκαν στο καταυλισμό των Ρομά στην περιοχή του Ρηγανόκαμπου.
Να σημειωθεί πως η λεϊσμανίαση μεταδίδεται στον άνθρωπο μέσω παρένθετου φορέα όπως από τσίμπημα σκνίπας.
Στο ίδιο έγγραφο της Διεύθυνσης Υγείας το οποίο κρατήθηκε μυστικό από τις αρχές επισημαίνεται η αναγκαιότητα λήψης μέτρων προκειμένου η συγκεκριμένη περιοχή να πάψει ν’ αποτελεί απειλεί για τη δημόσια υγεία καθώς διαπιστώθηκα πως αποτελεί ποικιλόμορφη εστία μόλυνσης.
Τι είναι το Καλαζάρ
Το καλαζάρ (kalazar) είναι μια θανατηφόρα ασθένεια που προσβάλλει κυρίως τα σκυλιά αλλά και τα άγρια τρωκτικά, τα άγρια και οικόσιτα σαρκοφάγα ζώα, τον άνθρωπο και τα ιπποειδή. To όνομα της ασθένειας προέρχεται από το kala azar που σημαίνει μαύρος πυρετός. Η ασθένεια λέγεται επίσης και λεϊσμανίαση ή λεϊσμάνια από το όνομα του παράσιτου που προκαλεί τη μόλυνση.
Η ασθένεια έχει παγκόσμια εξάπλωση και συναντάται κατά μεγάλο ποσοστό στην Μεσόγειο. Μεταδίδεται από το τσίμπημα σκνίπας που ευδοκιμεί στη Μεσόγειο (ιδιαίτερη επικίνδυνη περίοδος είναι από τον Μάρτιο μέχρι το Νοέμβριο). Πρόκειται για μια ειδική σκνίπα, ο λεγόμενος φλεβοτόμος (phlebotomus), ο οποίος είναι τόσο πολύ μικρός σχεδόν αόρατος που δεν είναι εύκολο να τον διακρίνουμε. Η σκνίπα αυτή πηγαίνει στα άτριχα σημεία όπως στο επιρρύνιο του σκύλου ή στη κοιλιά του και τις πατούσες που δεν υπάρχουν τρίχες, και τον τσιμπάει.
Βέβαια, για να νοσήσει ο σκύλος ή ο άνθρωπος θα πρέπει η σκνίπα να είναι μολυσμένη. Τη μόλυνση προκαλεί το πρωτόζωο του γένους Leishmania (το παράσιτο έχει λάβει το όνομα του από τον Σκωτσέζο παθολόγο William Boog Leishman). Το γένος Leishmania περιλαμβάνει περισσότερα από 30 είδη, τα περισσότερα από τα οποία μπορούν να μολύνουν τα σκυλιά. Στην Ελλάδα, το είδος που μας αφορά είναι η Leishmania donovani.
Το παράσιτο προσβάλλει τα εσωτερικά όργανα όπως το συκώτι και ο σπλήνας. Τα συχνότερα συμπτώματα είναι απώλεια βάρους -παρόλο που ο σκύλος διατηρεί την όρεξή του- δερματικά προβλήματα όπως πιτυρίαση, αιμορραγία από τη μύτη και προβλήματα στις αρθρώσεις. Τα σκυλιά που κινδυνεύουν περισσότερο είναι αυτά που ζουν σε κήπους και γενικά κοντά σε βλάστηση, όπου συχνάζουν οι σκνίπες φλεβοτόμοι που μεταδίδουν το πρωτόζωο. Πιο ευάλωτοι οι κοντότριχοι σκύλοι. Χωρίς θεραπεία, η ασθένεια οδηγεί σχεδόν πάντα στο θάνατο.
Να σημειωθεί ότι το καλαζάρ δεν μεταδίδεται απευθείας από τον σκύλο στον άνθρωπο. Η σκνίπα του σκύλου ή ζωόφιλος σκνίπα είναι διαφορετική από τη σκνίπα του ανθρώπου. Για να μεταδοθεί η νόσος από τον σκύλο στον άνθρωπο πρέπει κάποια ζωόφιλη σκνίπα να κάνει λάθος και να τσιμπήσει άνθρωπο.
Αυτό δεν συμβαίνει συχνά αλλά δεν είναι εντελώς απίθανο. Έτσι κάθε χρόνο υπάρχουν στην Ελλάδα περίπου 70 περιστατικά καλαζάρ (λεϊσμανίασης) σε ανθρώπους. Δηλαδή, ο άνθρωπος μολύνεται από τις σκνίπες που πήραν το παράσιτο και όχι από μολυσμένο σκύλο. Στους σκύλους παρατηρούνταν περισσότερα από 100.000 κρούσματα καλαζάρ πριν έρθει στην Ελλάδα το εμβόλιο (το εμβόλιο υπάρχει στην Ελλάδα από τις αρχές του 2012).
Τα συμπτώματα
Δεν θα εμφανίσουν συμπτώματα όλα τα ζώα που θα μολυνθούν από το πρωτόζωο Leishmania. Ένα σημαντικό ποσοστό των ζώων θα αναπτύξει ισχυρή ανοσία και θα εξουδετερώσει το πρωτόζωο ή θα παραμείνει ασυμπτωματικός φορέας (συνηθέστερα) για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένα επίσης σημαντικό ποσοστό των μολυσμένων σκυλιών θα αναπτύξει αντισώματα και θα εμφανίσει συμπτώματα.
Στους ασυμπτωματικούς χρόνιους φορείς, μια σοβαρή ασθένεια ή άλλα στρεσογόνα αίτια μπορεί να μειώσουν την άμυνα και να διαταράξουν την ισορροπία του οργανισμού με αποτέλεσμα την εκδήλωση της ασθένειας.
Με βάση τα έως τώρα στοιχεία, το καλαζάρ εμφανίζεται συχνότερα σε σκυλιά μικρότερα των 3 ετών και μεγαλύτερα των 8 ετών. Επίσης, ορισμένες φυλές παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία (όπως πχ. τα Cocker spaniel, Boxer, Rottweiler, German shepherd) ενώ άλλες σημαντική ανθεκτικότητα (Ibizian hound). Τέλος, παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τα συμπτωματα και την εξέλιξη του καλαζάρ στους σκύλους είναι η οδός της μόλυνσης, το πρωτοζωικό φορτίο, η γενική φυσική κατάσταση του ζώου και άλλα.
Το σκυλί μπορεί να εμφανίσει συμπτώματα απο 7 με 10 μέρες μετά την μόλυνση μέχρι και μήνες. Ο χρόνος επώασης δεν είναι συγκεκριμένος στο καλαζάρ. Συνήθως τα περισσότερα περιστατικά παρουσιάζονται γύρω στα Χριστούγεννα και αργότερα. Αυτό συμβαίνει διότι η δραστηριότητα της σκνίπας στη χώρα μας αρχίζει από τον Απρίλιο και διαρκεί τουλάχιστον μέχρι τον Οκτώβριο (στην πραγματικότητα όσο επικρατεί ζέστη).
Θα πρέπει να τονιστεί, ότι το καλαζαρ εμφανίζει χρόνια και προοδευτική εξέλιξη και δεν παρατηρείται οξύ στάδιο της ασθένειας όταν μολύνεται ένα ζώο για πρώτη φορά. Τα κλινικά συμπτώματα, που εμφανίζονται μετά από μακρά περίοδο επώασης της νόσου, τις περισσότερες φορές είναι μη ειδικά και ο ιδιοκτήτης συνήθως παραπονιέται ότι το ζώο του «δεν είναι καλά». Συχνότερα παρατηρούνται:
– Προοδευτική απώλεια βάρους
– Μειωμένη όρεξη ή ανορεξία
– Μειωμένη αντοχή στην άσκηση
– Δερματικά συμπτώματα
– Διογκωμένοι περιφερικοί λεμφαδένες
Τα δερματικά συμπτώματα είναι πολύ σημαντικά καθώς αποτελούν την πιο κοινή εκδήλωση της νόσου, εύκολα μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τον ιδιοκτήτη. Αυτά ποικίλουν, με πιο συχνή την αποφολιδωτική δερματίτιδα (μοιάζει με πιτυρίδα) με ή χωρίς αλωπεκία (αραίωση ή απώλεια τριχώματος), ειδικότερα στο πρόσωπο του σκύλου, γύρω από τα μάτια και τα πτερύγια των αυτιών. Μπορεί επίσης να παρατηρηθούν έλκη («πληγές») συνήθως στις προεξοχές οστών του σκύλου, ένα ή πολλαπλά δερματικά οζίδια, υπερκεράτωση (σκλήρυνση, πάχυνση και διάβρωση) των πελμάτων, μεγάλα και κυρτά νύχια κτλ.
Σε πιο προχωρημένα περιστατικά μπορεί να παρατηρηθούν συμπτώματα που σχετίζονται με παθολογία άλλων οργάνων και συστημάτων, όπως π.χ. πολυουρία, πολυδιψία και ασκίτης (βλάβη νεφρών), επίσταξη (αιμορραγία από τα ρουθούνια λόγω αγγειίτιδας, συνδρόμου υψηλού ιξώδους του αίματος κτλ.), χωλότητα (πολυαρθρίτιδα), βλεφαρίτιδα, κερατοεπιπεφυκίτιδα, ύφαιμα (αιμορραγία στον πρόσθιο θάλαμο του ματιού λόγω υπέρτασης), εμετοί και διάρροιες (ηπατοπάθεια, παθολογία γαστρεντερικού συστήματος), ατροφία μυών κυρίως των κροτάφων (μυοσίτιδα).
Γενικά, το καλαζάρ είναι μία πολυσυστηματική νόσος. Μπορεί να προκαλέσει τα πάντα. Αν δεν υπάρξει θεραπεία, στα τελικά στάδια ο οργανισμός εξασθενεί, τα ζώα εμφανίζουν καχεξία και απίσχναση και ο θάνατος επέρχεται συνήθως από νεφρική ανεπάρκεια ή άλλες επιπλοκές.
Ιδιαίτερα σημαντική σε περίπτωση της μόλυνσης του ζώου είναι η έγκαιρη διάγνωση καθώς η νόσος μπορεί να επιφέρει ανεπανόρθωτες βλάβες στον οργανισμό και να μειώσει το προσδόκιμο και την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Σε περίπτωση εμφάνισης ύποπτων κλινικών συμπτωμάτων στο ζώο μας, θα πρέπει να αναζητήσουμε αμέσως τη συμβουλή του κτηνιάτρου για περαιτέρω διερεύνηση. Οι κτηνίατροι στην χώρα μας είναι πολύ εξοικειωμένοι με τη νόσο και εύκολα μπορούν να αντιληφθούν ύποπτα συμπτώματα από το ιστορικό και την κλινική εξέταση.
Η σκνίπα τσιμπά απ’ το σούρουπο μέχρι το ξημέρωμα και ζει όπου υπάρχει πράσινο και υγρασία. Τα πρώτα έντομα ξεκινούν απ’ τις αρχές της άνοιξης και σταματούν με τα πρώτα κρύα (συνήθως στα μέσα του φθινοπώρου). Oταν μια σκνίπα τσιμπήσει έναν φορέα μολύνεται με λεϊσμανιές. Αυτές στο έντερό της μετατρέπονται σε λεπτομονάδες και απ’ την 5η μέρα της μόλυνσης όταν τσιμπηθεί άλλο ζώο μολύνεται. (Δηλαδή η μολύνουσα μορφή είναι η λεπτομονάδα, η οποία βρίσκεται στην σκνίπα). Oταν λοιπόν ο σκύλος ή ο άνθρωπος μολυνθεί με την λεπτομονάδα, αυτή θα μετατραπεί σε λεϊσμάνια στο δέρμα και θα προσληφθεί απ’ τα μακροφάγα (κύτταρα άμυνας). Ακολούθως τα μακροφάγα μεταφέρονται στα διάφορα όργανα (ιδίως σπλήνα, συκώτι, λεμφαδένες, μυελό οστών).
Η πρόληψη
Όπως σε όλα τα νοσήματα, η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την προστασία του σκύλου μας. Η περίοδος της δραστηριότητας στου φλεβοτόμου στην Ελλάδα αρχίζει όταν έρθει η ζέστη, δηλαδή πριν αρχίσει η άνοιξη, και διαρκεί μέχρι και τον Οκτώβριο. Επίσης είναι γνωστό ότι τα έντομα τρέφονται κυρίως τις βραδινές ώρες, από το σούρουπο ως την αυγή.Ένα μέσο προφύλαξης που προτείνεται είναι να μην βγάζουμε βόλτα τον σκύλο μας το βράδυ κατά τους επικίνδυνους μήνες.
Σημαντικότατο ρόλο στην πρόληψη είναι η τοποθέτηση στο ζώο μας ενός εντομοαπωθητικού κολάρου εμποτισμένου με την ουσία δελταμεθρίνη ή η τοπική ενστάλαξη στο δέρμα του ζώου αμπούλας που περιέχει περμεθρίνη. Οι εντομοκτόνες αυτές ουσίες προσφέρουν σημαντική προστασία αρκεί η εφαρμογή τους να γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Η τοποθέτηση σίτας στα κουφώματα των σπιτιών θα εμποδίσει τις σκνίπες να εισέλθουν στον χώρο που ζει το κατοικίδιο, γενικά όμως τα περισσότερα κρούσματα μολύνσεων λαμβάνουν χώρα στο περιβάλλον γύρω από τον τόπο διαμονής του σκύλου. Για τον λόγο αυτό δεν προτείνεται ως αποτελεσματικός ο ψεκασμός του σπιτιού με εντομοκτόνα φάρμακα.
Επιπλέον κυκλοφορεί πλέον στην Ευρώπη (και εδώ και μερικά χρόνια στην Βόρεια και Νότια Αμερική) και στην Ελλάδα το εμβόλιο κατά του καλαζάρ. Το εμβόλιο CaniLeash περιέχει πρωτεΐνες του παράσιτου για τις οποίες μπορεί να παράγει αντισώματα το ανοσοποιητικό σύστημα. Χορηγείται σε τρεις δόσεις, με μεσοδιαστήματα τριών εβδομάδων. Η ιδανική ηλικία είναι αυτή των 6 μηνών. Κάθε χρόνο απλά ο σκύλος θα πρέπει να κάνει ένα αναμνηστικό εμβόλιο για να διατηρείται ο οργανισμός σε εγρήγορση.
Το εμβόλιο πραγματοποιείται μόνο σε ζώα που δεν έχουν έρθει σε επαφή με το παράσιτο (όχι σε ζώα φορείς ή ασθενείς). Τα αποτελέσματα φαίνεται να είναι ενθαρρυντικά με προστασία περίπου στο 70%. Επειδή όμως η προστασία δεν είναι πλήρης, πρέπει να λαμβάνονται τα μέτρα πρόληψης. Τέλος, δεν έχουν καθοριστεί πλήρως οι πιθανές παρενέργειες από το εμβόλιο. Καλό θα είναι το εμβόλιο του Καλαζάρ να γίνεται με απόσταση τουλάχιστον 15 ημερών από το υπόλοιπο «μπουκέτο» εμβολίων που κάνει ο σκύλος μία φορά τον χρόνο.
Συνοπτικά, για την πρόληψη του καλαζάρ προτείνονται:
α) Καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους πρέπει το ζώο να φοράει περιλαίμιο με απωθητική δράση κατά της σκνίπας. Ιδιαίτερη προσοχή τις χρονικές περιόδους Μάρτιο – Νοεμβρίου.
β) Κάθε μήνα τοποθέτηση αντιπαρασιτικής αμπούλας στον αυχένα του ζώου.
γ) Συχνός ψεκασμός με ειδικό αντιπαρασιτικό σπρέι.
δ) Να προτιμάτε να πλένετε το ζώο σας με σαμπουάν ή σαπούνια που περιέχουν αντιπαρασιτική δράση.
ε) Το ζώο να κοιμάται μέσα στο σπίτι και να αποφεύγετε να εκτίθεται τις βραδινές ώρες, που είναι και οι ώρες της δραστηριότητας της σκνίπας. Εάν ο χώρος διαμονής των ζώων είναι έξωτερικός τότε αυτός θα πρέπει να είναι καθαρός απαλλαγμένος από ακαθαρσίες, σκουπίδια κλπ έτσι ώστε να μην ευνοείται η παρουσία και ο πολλαπλασιασμός των σκνιπών.
Η θεραπεία
Κάθε σκύλος με επιβεβαιωμένη μόλυνση και συμβατή συμπτωματολογία θα πρέπει να υποβάλλεται το ταχύτερο δυνατό σε εξειδικευμένη θεραπεία. Πάντως, το 10-20% από τα μολυσμένα ζώα αυτοϊάται (χωρίς φάρμακα).
Η θεραπεία του σκύλου ο οποίος πάσχει απο καλαζάρ παλαιότερα ήταν ακριβή, τώρα πια δεν είναι έτσι τα πράγματα. Υπάρχουν διάφορα είδη θεραπειών. Υπάρχει η ενέσιμη θεραπεία και υπάρχει και θεραπεία απο το στόμα, είτε με χάπια είτε με σιρόπι. Οπότε η θεραπεία για το καλαζάρ είναι πια σε λογικό κόστος. Πάντως, το σκυλί πρέπει να έχει καλά νεφρά και συκώτι γιατί τα φάρμακα που του δίνονται είναι πολύ δυνατά.
Το πιο δοκιμασμένη και αξιόπιστη θεραπεία περιλαμβάνει συνδυασμό από καθημερινές υποδόριες ενέσεις με το φάρμακο αντιμονιακή μεγλουμίνη (παρεμβαίνει στον μεταβολισμό της γλυκόζης του παρασίτου) σε κύκλους των 4-8 εβδομάδων και καθημερινή επίσης (πρωί-βράδυ) χορήγηση από το στόμα της φαρμακευτικής ουσίας αλλοπουρινόλης για τουλάχιστον 6-12 μήνες.
Τα τελευταία χρόνια οι υποδόριες ενέσεις αντιμονιακής μεγλουμίνης έχουν συχνά αντικατασταθεί για χάριν ευκολίας από την καθημερινή χορήγηση από το στόμα της ουσίας μιλτεφοσίνης, σε κύκλους των 4 εβδομάδων. Τα αποτελέσματα δείχνουν ενθαρρυντικά, αλλά υπάρχει μόνο μια ανεξάρτητη κλινική μελέτη που έχει δημοσιευτεί μέχρι στιγμής για την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου.
Κατά την διάρκεια της θεραπείας και ιδιαίτερα την πρώτη εβδομάδα, συστήνεται ο έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας του ζώου. Μετά το τέλος ενός κύκλου θεραπείας θα πρέπει επίσης να πραγματοποιείται περιοδικός κλινικός και αιματολογικός/βιοχημικός έλεγχος του σκύλου κάθε τρεις μήνες για τον πρώτο χρόνο και κάθε έξι μήνες στη συνέχεια. Σε περιπτώσεις υποτροπών, θα πρέπει ο σκύλος (ή ο άνθρωπος) να υποβληθεί σε νέο κύκλο θεραπείας με το ίδιο ή άλλο φάρμακο.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο στόχος μιας επιτυχημένης θεραπείας δεν είναι η εξάλειψη του παρασίτου από τον οργανισμό, γεγονός που είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθεί, αλλά η σημαντική μείωση του παρασιτικού φορτίου και η εξάλειψη των συμπτωμάτων. Αυτός είναι ο λόγος που ένα ζώο φορέας αλλά χωρίς συμπτώματα δεν προτείνεται να υποβληθεί σε θεραπεία.
Η ανταπόκριση σε αυτά και άλλα θεραπευτικά πρωτόκολλα ποικίλλει από ζώο σε ζώο. Η προσέγγιση στο κάθε περιστατικό χρειάζεται αρκετές φορές να εξατομικευθεί και γενικά θα πρέπει να βρισκόμαστε σε συνεννόηση με τον θεράποντα κτηνίατρο για τυχόν παρεμβάσεις.
Τέλος, οι παρενέργειες από τα χορηγούμενα φάρμακα είναι σχετικά σπάνιες. Συχνότερα αναφέρονται εμετοί, διάρροιες, αντίδραση στα σημεία έγχυσης και η νεφροτοξικότητα. Ασθενείς με προχωρημένη νόσο και ειδικά με χρόνιες νεφρικές αλλοιώσεις δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στην φαρμακευτική αγωγή και σε αυτά τα περιστατικά η πρόγνωση είναι εξαιρετικά επιφυλακτική.