Βρετανο-κινεζική επιστημονική έρευνα προειδοποιεί και καταγγέλλει ότι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα στην πλειονότητά τους είναι αναποτελεσματικά γαι παιδιά κι εφήβους. Επιπλέον αποδεικνύονται επιβλαβή για την υγεία τους.
Μάλιστα η μελέτη, η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα, προειδοποιεί ότι η έλλειψη διαθέσιμων ολοκληρωμένων στοιχείων για τις δημοσιευμένες και μη σχετικές κλινικές μελέτες δημιουργεί μεγάλη αβεβαιότητα για την πραγματική επίδραση των αντικαταθλιπτικών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Αντρέα Κιπριάνι του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet», αξιολόγησαν (μετα-ανάλυση) στοιχεία από 34 κλινικές δοκιμές, οι οποίες αφορούσαν συνολικά 5.260 παιδιά και νέους ηλικίας εννέα έως 18 ετών.
Η βασική διαπίστωση είναι ότι, από τα 14 ευρέως χρησιμοποιούμενα αντικαταθλιπτικά, μόνο η φλουοξετίνη (εμπορικές ονομασίες Prozac, Ladose κ.α.) αποδείχθηκε πραγματικά πιο αποτελεσματική σε σχέση με το εικονικό φάρμακο (πλασίμπο), στην ανακούφιση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης. Από την άλλη, ένα άλλο αντικαταθλιπτικό, η βενλαφαξίνη, συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονικών σκέψεων σε σχέση με το πλασίμπο.
«Το ισοζύγιο κινδύνων και ωφελειών των αντικαταθλιπτικών για τη θεραπεία της μείζονος κατάθλιψης δεν φαίνεται να προσφέρει κάποιο ξεκάθαρο πλεονέκτημα για τα παιδιά και τους εφήβους, με την πιθανή εξαίρεση μόνο της φλουοξετίνης. Συστήνουμε να υπάρχει στενή επιτήρηση των παιδιών και εφήβων που παίρνουν αντικαταθλιπτικά, άσχετα με το φάρμακο που έχει επιλεγεί, ιδίως στην αρχή της θεραπείας» δήλωσε ο καθηγητής Πενγκ Σίε του κινεζικού Ιατρικού Πανεπιστημίου της Τσονγκίνγκ.
Επικριτικός εμφανίσθηκε ο δρ Κιπριάνι για τη σχετική αδιαφάνεια των κλινικών μελετών που αφορούν τα αντικαταθλιπτικά (τα δύο τρίτα των μελετών αυτών έχουν χρηματοδοτηθεί από φαρμακευτικές εταιρείες). Όπως είπε, «δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη εμπιστοσύνη στην ακρίβεια των δημοσιευμένων και μη δημοσιευμένων μελετών».
Η μείζων κατάθλιψη είναι συχνή σε παιδιά έξι έως 12 ετών και εφήβους 13 έως 18 ετών, σε ποσοστά που εκτιμώνται σε 3% και 6% αντίστοιχα. Παρά τους ενδοιασμούς των αρμόδιων Αρχών για τους πιθανούς κινδύνους των αντικαταθλιπτικών,ιδίως σε σχέση με την τάση αυτοκτονίας, κατά την τελευταία δεκαετία η χρήση τους έχει σταδιακά αυξηθεί στις νεότερες ηλικίες. Στις ΗΠΑ αντικαταθλιπτικά παίρνουν το 1,6% των ατόμων ενός έως 19 ετών, ενώ στη Βρετανία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 1,1%.