Τα προϊόντα χωρίς γλουτένη κερδίζουν σταθερά έδαφος τα τελευταία χρόνια, καθώς τα προτιμά περίπου το 25% των καταναλωτών.Η γλουτένη δεν πρέπει να καταναλώνεται από τους πάσχοντες από κοιλιοκάκη, μία σπάνια αυτοάνοση πάθηση που πλήττει περίπου το 1% των ενηλίκων.
Οι άνθρωποι που πιστεύουν όμως ότι έχουν ευαισθησία στη γλουτένη είναι πολλοί περισσότεροι, με αποτέλεσμα να καταναλώνουν προϊόντα απαλλαγμένα από τη συγκεκριμένη πρωτεΐνη, χωρίς λόγο.
Πολλοί γονείς δίνουν και στα παιδιά τους προϊόντα χωρίς γλουτένη, αγνοώντας τους κινδύνους που μπορεί να έχει αυτή η συνήθεια.
Όπως προειδοποιούν αμερικανοί επιστήμονες, η διατροφή χωρίς γλουτένη ενδέχεται να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό στα παιδιά τα οποία δεν πάσχουν από δυσανεξία, ευαισθησία ή αλλεργία στο σιτάρι.
Σύμφωνα με την δρα Νορέλ Ρίζτσαλα Ράιλι, παιδογαστρεντερολόγο στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κολούμπια, στη Νέα Υόρκη, «πολλοί γονείς πιστεύουν ότι μία διατροφή χωρίς γλουτένη κάνει καλό στο πεπτικό, προλαμβάνει την κοιλιοκάκη και είναι γενικώς μία υγιεινή διατροφή, και έτσι την εντάσσουν στην καθημερινότητα των παιδιών τους δίχως να έχουν προηγηθεί διαγνωστικές εξετάσεις για κοιλιοκάκη ή να συμβουλευθούν έναν διαιτολόγο».
Ωστόσο, η γλουτένη περιβάλλεται από πολλούς μύθους με πρώτον ότι η διατροφή χωρίς αυτήν είναι εξ ορισμού υγιεινή, συνεχίζει.
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία ότι ωφελεί τα παιδιά ή τους ενήλικες χωρίς κοιλιοκάκη, αλλεργία στο σιτάρι ή μη οφειλόμενη στην κοιλιοκάκη ευαισθησία στη γλουτένη (NCGS) – μία διαταραχή που υπολογίζεται ότι προσβάλλει ποσοστό έως κ 6% του πληθυσμού και προκαλεί γαστρεντερικά συμπτώματα τα οποία οφείλονται στη γλουτένη.
Επιπλέον, η διατροφή χωρίς γλουτένη μπορεί να συνοδεύεται από ορισμένους κινδύνους, ιδίως όταν την ακολουθεί κάποιος δίχως την καθοδήγηση ενός πεπειραμένου γιατρού ή διαιτολόγου, τονίζει η δρ Ράιλι.
Όπως εξηγεί, τα τρόφιμα χωρίς γλουτένη συχνά έχουν αυξημένη περιεκτικότητα σε λιπαρά και ζάχαρη και μελέτες έχουν δείξει πως μια τέτοια διατροφή χωρίς γλουτένη σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας, νεοεμφανιζόμενης αντοχής στην ινσουλίνη και μεταβολικού συνδρόμου.
Ένας άλλος μύθος είναι πως η γλουτένη είναι τοξική. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει επιστημονικά στοιχεία ότι ασκεί τοξική επίδραση σε υγιή και ασυμπτωματικά άτομα, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Επιπλέον, πολλά τρόφιμα χωρίς γλουτένη δεν είναι εμπλουτισμένα με βιταμίνες και ιχνοστοιχεία και έτσι η διατροφή χωρίς γλουτένη μπορεί να οδηγήσει σε ανεπάρκειες θρεπτικών συστατικών, προσθέτει η δρ Ράιλι.
Όσον αφορά την πεποίθηση πως η διατροφή χωρίς γλουτένη μπορεί να δράσει προληπτικά έναντι της ανάπτυξης κοιλιοκάκης, δεν υπάρχουν μελέτες που να υποστηρίζουν ότι η αποφυγή της πρωτεΐνης μπορεί να αποτρέψει ή έστω να καθυστερήσει την εμφάνιση της νόσου.
Αυτό ισχύει ακόμα και για τα παιδιά με οικογενειακό ιστορικό της νόσου που έχουν κληρονομική ευπάθεια για ανάπτυξη κοιλιοκάκης.
Τέλος, τα προϊόντα χωρίς γλουτένη είναι πιο ακριβά από τα συμβατικά, ενώ η αυστηρή ακολούθηση μιας διατροφής χωρίς γλουτένη μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό των κοινωνικών δραστηριοτήτων ή ακόμα και στην κοινωνική απομόνωση, όπως έχουν δείξει μερικές μελέτες.