Μια μικρή καθυστέρηση στη λήψη μιας απόφασης μπορεί να κάνει τη διαφορά, ανάμεσα σε ένα τυχαίο αποτέλεσμα και μια τέλεια και απόλυτα ακριβή συνέπεια, γράφει η Alice Park στο Time.
Τις στιγμές που χρειάζεται κανείς να πάρει μια απόφαση μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου –για παράδειγμα αν θα πατήσει γκάζι ή φρένο την ώρα που πλησιάζει σε ένα φανάρι που έχει ανάψει πορτοκαλί, ή αν θα βάλει το χέρι του ανάμεσα στις πόρτες του ασανσέρ που κλείνουν για να το «κρατήσει» για κάποιον- μια ελάχιστη καθυστέρηση στη λήψη της απόφασης αποδεικνύεται πολλές φορές «σωτήρια».
Ερευνητές από τα πανεπιστήμια Columbia και Pittsburgh βρήκαν, ότι όταν κανείς χρειάζεται να πάρει μια απόφαση ανάμεσα σε μια σωστή και μια λάθος απάντηση, η ακρίβεια των ανθρώπων στη λήψη της «σωστής απόφασης» αυξάνεται δραματικά, όταν δίνουν στον εαυτό τους λίγο χρόνο παραπάνω.
Χωρίς το «έξτρα» αυτό χρονικό περιθώριο, οι αποφάσεις τους δεν είναι κάτι ορθότερες από μια απόφαση… στην τύχη.
«Έχει να κάνει με το πόσο χρόνο αφιερώνουμε για να εφιστήσουμε την προσοχή μας και να αξιολογήσουμε τις σημαντικές πληροφορίες, από αυτές που προκαλούν περισπασμό» ανέφερε ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, ο αναπληρωτής καθηγητής νευροεπιστημών στο Ιατρικό Κέντρο του Columbia, Vincent Ferrera.
«Αυτό το ελάχιστο χρονικό διάστημα –διάρκειας μερικών κλασμάτων του δευτερολέπτου- που μας δίνει το χρόνο να απορρίψουμε τις άσχετες πληροφορίες, είναι αυτό που κάνει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων πιο αποτελεσματική» πρόσθεσε ο ίδιος.
Κατά τη διάρκεια ενός πειράματος, οι ερευνητές ζήτησαν από 13 εθελοντές να κοιτάξουν ένα σετ από τελείες που περνούσαν μπροστά από μία οθόνη υπολογιστή.
Τους είπαν ότι αυτός ήταν ο «στόχος» τους και στη συνέχεια τους ζήτησαν να υποδείξουν προς ποια κατεύθυνση κινούνταν οι τελίτσες, ενώ την ίδια στιγμή «εισήγαγαν» κάποιον παράγοντα αντιπερισμασμού (ένα άλλο σετ από τελείες). Οι τελείες-αντιπερισπασμός κινούνταν είτε προς την ίδια κατεύθυνση, ή προς την αντίθετη από τις τελείες-στόχος.
Ο Ferrera και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι όταν οι συμμετέχοντες είχαν λίγο χρόνο παραπάνω στη διάθεσή τους (της τάξεως των 50 milliseconds) για να καταλήξουν σε μια απόφαση, η ακρίβειά τους βελτιωνόταν.
Για ποιο λόγο άραγε συνέβαινε αυτό;
Αυτός ο πολύτιμος έξτρα χρόνος (ακόμη κι αν μοιάζει σχεδόν… ανύπαρκτος) είναι αρκετός για να μας επιτρέψει να εστιάσουμε την προσοχή μας κάπου και να αξιολογήσουμε τις χρήσιμες από τις άχρηστες πληροφορίες, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Βέβαια, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι όταν κανείς έχει πολύ περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του θα πάρει καλύτερες αποφάσεις. Κι αυτό γιατί, όσο περισσότερο χρόνο έχει κανείς μπροστά του, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να διασπαστεί η προσοχή του και να φιλτράρει παραπλανητικές πληροφορίες, οι οποίες θα μπερδέψουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση που έχει να αντιμετωπίσει.
Τα ευρήματα του Ferrera υποδηλώνουν, ότι η συσσώρευση όλο και περισσότερων πληροφοριών δεν είναι πάντα βοηθητική.
«Αυτό που λέμε είναι ότι, προτού ξεκινήσει κανείς να συλλέγει αποδείξεις, ίσως θα ήταν καλύτερο να καθίσει μια στιγμή για να καθορίσει/αποφασίσει αν αυτές οι πληροφορίες είναι όντως σχετικές με την απόφαση που καλείται να πάρει» είπε.
Από μια διαισθητική λογική τα αποτελέσματα της έρευνας μοιάζουν… προφανή, ωστόσο η μελέτη αυτή κατάφερε να ποσοτικοποιήσει τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο διαθέσιμο χρόνο και τη λήψη αποφάσεων, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση σε αυτά που όντως παίζουν ρόλο στη διαδικασία αυτή.
Έχουν γίνει αρκετές έρευνες, οι οποίες εστιάζουν στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλος και πώς καταλήγει στη λήψη αποφάσεων, όμως ελάχιστες έχουν μελετήσει τη σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο, καταλήγει η αρθρογράφος.