Δύο ξεχωριστές έρευνες ασχολήθηκαν πρόσφατα με το πώς συμβάλλει η μείωση πρόσληψης…
αλατιού στην υγεία του οργανισμού μας.
Οι έρευνες έγιναν σε 3.126 άτομα με προ-υπέρταση, δηλαδή η πίεση τους βρισκόταν στα άνω όρια αυτού που θεωρείται κανονικό, και οι οποίοι συμμετείχαν σε θεραπευτικές δοκιμές με μείωση του αλατιού της διατροφής.
Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες μείωναν κατά 25% έως 35% το αλάτι της διατροφής τους καθημερινά, δηλαδή από 10γρ. κατανάλωναν μόνο 7γρ.
Παράλληλα, μια άλλη ομάδα ατόμων με τα ίδια χαρακτηριστικά δεν μείωνε την πρόσληψη αλατιού από τη διατροφή.
Οι δύο μελέτες τελείωσαν η μια το 1990 και η άλλη το 1995. Για τα χρόνια που ακολούθησαν, οι ερευνητές παρακολούθησαν την εξέλιξη όλων των συμμετεχόντων και διαπίστωσαν ότι αυτοί που μείωναν το αλάτι διατροφής κατά τη διάρκεια των ερευνών, συνέχισαν και μετά να μειώνουν το αλάτι που έτρωγαν.
Στα 10 έως 15 χρόνια που πέρασαν μετά το τέλος των δύο ερευνών, οι γιατροί επεσήμαναν ότι οι ασθενείς που είχαν προ-υπέρταση και συνέχισαν να μειώνουν το αλάτι της διατροφής τους, είχαν 25% λιγότερες πιθανότητες να προσβληθούν από καρδιαγγειακή νόσο και 20% λιγότερες πιθανότητες θανάτου από τις αυτές τις παθήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ημερήσια πρόσληψη αλατιού ξεπερνιέται κατά πολύ. Σύμφωνα με τους ειδικούς η ημερήσια πρόσληψη δεν πρέπει να είναι πάνω από 5γρ.-6γρ. ημερησίως δηλαδή 1 κουταλάκι του γλυκού. Ωστόσο, οι περισσότεροι άνθρωποι καταναλώνουν πολύ περισσότερο αλάτι απ’ ό,τι ο οργανισμός τους φτάνοντας τα 9γρ. -10γρ. κάθε μέρα.
Ξεχνούν δε ότι τα έτοιμα φαγητά είναι ιδιαίτερα πλούσια σε αλάτι. Υπολογίζεται ότι το 75% του αλατιού που τρώμε προέρχεται από τρόφιμα ή έτοιμα φαγητά που αγοράζουμε.