Η Τασούλα κάνει μασάζ στη κυρία Φανή και προσπαθεί να συγκεντρωθεί αλλά η ματιά της έχει δικό της δρόμο. Είναι αυτός ο γέρος με το βαμμένο μαλλί στο χρώμα του κεχριμπαριού ,που είναι στο κρεβάτι δίπλα στη πόρτα, που έλκει τη προσοχή της. Ο κύριος Αριστείδης .Αναρωτιέται και η ίδια τι είναι αυτό που τη τραβάει τόσο έντονα σε αυτόν τον άνθρωπο . «Λες να είναι το κεχριμπάρι»; Κάτι είχε ακούσει γι’ αυτό .
Η Τασούλα είναι νοσηλεύτρια στο γηροκομείο ¨Τα χρυσά Πεύκα¨. Της αρέσει πολύ η δουλειά της ,ειδικά από τότε που η κόρη της παντρεύτηκε και έφυγε από το σπίτι .Χήρα από τα πενήντα της ,εδώ και επτά χρόνια. Έβλεπε τους ηλικιωμένους με πολύ τρυφερότητα σα να ήτανε καράβια που από τα πολλά ταξίδια , η θάλασσα τους έφαγε το σκαρί και έπρεπε να πιάσουνε λιμάνι .
Τούτος εδώ όμως ο κύριος Αριστείδης ήταν κάτι άλλο . Το αυτί της είχε πάρει κάτι κουβέντες ,κυρίως από τη κυρία Φανή που ήταν μεγάλη γλωσσού, ότι ήτανε λέει πολύ περίεργος .Ότι δεν μίλαγε σε κανέναν και το μόνο που έκανε όλη μέρα ήτανε να διαβάζει βιβλία. Η Τασούλα αναρωτιότανε πως αντέχει να μη μιλάει σε άνθρωπο. Η ίδια είχε μεγάλη ανάγκη την ανθρώπινη επαφή και πολλές φορές την τρόμαζε η σιωπή που απλωνόταν τα απογεύματα στο σπίτι της. Όταν ένιωθε έτσι έπαιρνε την κόρη της τηλέφωνο αλλά το αισθανότανε ότι εκείνη έψαχνε αφορμή να της το κλείσει και πληγωνότανε. Ευτυχώς για κείνη οι ηλικιωμένοι του γηροκομείου της άνοιγαν εύκολα τη καρδιά τους και έτσι έπαιρνε και η δικιά της αυτό που διψούσε. Δενότανε πολύ με αυτούς και εδώ και τόσα χρόνια το πρώτο πράγμα που έκανε όταν πάταγε το πόδι της στη δουλειά ήτανε να σκανάρει το χώρο με τα μάτια της προσευχόμενη να μη δει κανένα κρεβάτι χωρίς καθόλου σεντόνια . Αφού πρώτα ησύχαζε ότι όλοι ήταν καλά δινόταν με πάθος στην αποστολή της.
Με το κύριο Αριστείδη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήξερε ότι αυτό το κάστρο δύσκολα θα έπεφτε. Έπρεπε να είναι πολύ προσεχτική και έτσι αποφάσισε να κάνει την έρευνά της πριν δράσει. Βρήκε το φάκελο του στο γραφείο και τον διάβασε .Αριστείδης Σπύρου. Ετών 78 .Επάγγελμα συγγραφέας. Άγαμος. Χρόνιες παθήσεις καμία. Δυστυχώς βρήκε λίγα πράγματα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας πήρε τη κόρη της τηλέφωνο και την ρώτησε αν έχει ακούσει για κάποιον συγγραφέα με αυτό το όνομα. Εκείνη της είπε ότι δεν έχει ακούσει κάτι αλλά ότι θα ρώταγε κάποιον κύριο Γκούγκλη που τα ήξερε όλα. Αλλά ούτε και εκείνου τελικά του θύμιζε κάτι το όνομα αυτό οπότε η Τασούλα αποφάσισε να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο και ότι γίνει.
Είχε κάποτε διαβάσει ένα γνωμικό και από τότε το είχε σαν πυξίδα στο λειτούργημά της : «Ένας γέρος είναι ένα παιδί με παρελθόν» . Αποφάσισε λοιπόν ότι θα επιστράτευε το μεγάλο της όπλο που μέχρι σήμερα κανείς δεν είχε αντισταθεί. Την ¨κρέμα της Τασούλας¨ .Αυτή η θεσπέσια κρέμα είχε δοξαστεί από πολλούς και όλοι είχανε να λένε για την ονειρεμένη της γεύση. Έλπιζε ότι το παιδί που έκρυβε μέσα του ο κύριος Αριστείδης θα τσίμπαγε.
Η Τασούλα κρατώντας ένα μπολάκι κρέμα πλησιάζει τον κύριο Αριστείδη ενώ φαντάζεται με ηδονή τη στιγμή που εκείνος ,στη πρώτη κιόλας κουταλιά, θα κλείσει απολαυστικά τα μάτια .«Κύριε Αριστείδη σας έφτιαξα λίγη από τη σπεσιαλιτέ μου ,λίγη κρέμα» ,του λέει.
Ο κύριος Αριστείδης που εκείνη την ώρα ,τι άλλο , διαβάζει ένα βιβλίο σηκώνει τα βλέφαρα και με ύφος υπεροπτικό απαντάει: «Ευχαριστώ αλλά δεν τρώω κρέμες».
«Μήπως θέλετε κάτι άλλο τότε;» ρωτάει η Τασούλα
Ο κύριος Αριστείδης μένει για λίγο με το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της και απαντάει: «για να σου πω την αλήθεια ,υπάρχει κάτι που θα μπορούσες να κάνεις για μένα». Τελικά ,σκέπτεται η Τασούλα, δεν είναι και τόσο δύσκολος όσο φαίνεται. «Βεβαίως ότι θέλετε, πείτε μου» . Ο κύριος Αριστείδης λέει : « θα σου ήμουνα ιδιαίτερα υποχρεωμένος αν μου έβρισκες μια λευκή κιμωλία».«Μόνο αυτό ,χαράς το πράγμα ,μήπως θέλετε και κάτι άλλο , να σας φτιάξω κάτι να φάτε που το έχετε πιθυμήσει τόσο καιρό εδώ μέσα ;» ρώτησε η Τασούλα έχοντας πάρει φόρα που ανακόπηκε από το ξερό ¨όχι¨ του κυρίου Αριστείδη.
Την αμέσως επόμενη μέρα η Τασούλα περιχαρής ανακοινώνει με περηφάνια στο κύριο Αριστείδη ότι η αποστολή εξετελέσθη και του προσφέρει τη κιμωλία. Αυτός της λέει : « Κάνε μου όμως μια τελευταία χάρη. Θέλω να ζωγραφίσεις στο πάτωμα και με κέντρο το κρεβάτι μου ένα κύκλο με ακτίνα περίπου τρία μέτρα» .Η Τασούλα , προσπαθώντας να καταλάβει που το πάει ,σκύβει στο πάτωμα και εκτελεί πρόθυμα την επιθυμία του. Ο κύριος Αριστείδης αφού ρίχνει μια ματιά στο κύκλο λέει με πολύ σοβαρό ύφος αυτή τη φορά : «Λοιπόν άκου καλά τι θα σου πω. Αυτός ο κύκλος είναι τα όρια μου ,ο τοίχος μου, και σε προειδοποιώ ότι αν τα παραβιάσεις χωρίς τη θέλησή μου θα κάνω μεγάλη φασαρία στη Διεύθυνση». Η Τασούλα αποχωρεί προσπαθώντας να κρύψει τα νεύρα της. «Τον παλιόγερο», σκέφτεται.
Την άλλη μέρα το πρωί , ξαφνικά ,όλος ο όροφος τραντάζεται από τη φωνή του κυρίου Αριστείδη «Νοσοκόμα Τασούλα ελάτε αμέσως τώρα εδώ». Η Τασούλα πλησιάζει και στέκεται στη περιφέρεια του κύκλου.«Ποιος έχει ζωγραφίσει αυτό το πράμα πάνω στον κύκλο μου;» τη ρωτάει.« Εγώ έφτιαξα ένα ανοικτό μικρό παράθυρο για να μπορούμε να μιλάμε» του απαντάει έντρομη.
Ο κύριος Αριστείδης έχει κοκκινίσει ολόκληρος και ενώ αναμένεται η έκρηξη η Τασούλα διακρίνει μια περίεργη λάμψη στα μάτια του. «Ωραία λοιπόν βάλε τη καρέκλα σου έξω από το παράθυρο που μου σχεδίασες και λέγε». Η Τασούλα έχει μείνει άφωνη και εκτελεί μηχανικά τις εντολές. «Θα κάνουμε όμως μια συμφωνία. Δεν θα μιλάμε καθόλου για μένα. Δεν θα με ρωτήσεις τίποτα για τη ζωή μου» λέει ο Αριστείδης. Το παιδί που έκρυβε μέσα του δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην αθωότητα και στις αγνές προθέσεις της Τασούλας. Σαν ένα παιδί που ζήλεψε τα παιχνίδια ενός άλλου και να του ζήτησε να παίζουνε μαζί.
Έτσι κύλησε όλο το καλοκαίρι με τη Τασούλα να μιλάει ,κυρίως για τη δική της ζωή, και τον κύριο Αριστείδη να ακούει .
Ένα πρωινό του Σεπτέμβρη η Τασούλα ,που μόλις έχει καταφθάσει στο γηροκομείο , βλέπει έντρομη το κρεβάτι του κυρίου Αριστείδη άδειο και χωρίς σεντόνια .Τρέχει κοντά και βλέπει ότι πάνω στον κύκλο υπάρχει ζωγραφισμένη μια πόρτα ανοιχτή. Κατάλαβε ,χαμογέλασε και μετά έκλαψε.
‘Ένα μήνα μετά το θάνατο του κυρίου Αριστείδη ,η Τασούλα λαμβάνει ένα συστημένο δέμα .Μέσα έχει ένα βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Άρη Νικολάου. Τίτλος το βιβλίου είναι ¨Τασούλα¨. Στην αφιέρωση γράφει : «Για την παιδική μου φίλη , Τασούλα ».Δημήτρης Τσιριγώτης. Φυσικός