Γιαγιά, ποιο είναι αυτό το μικρό κοριτσάκι που προχωρεί με απλωμένα τα χεράκια του ; ρώτησε η μικρή Δέσποινα κοιτάζοντας την εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου που είχε μόλις τοποθετήσει η γιαγιά στο εικονοστάσι του σπιτιού. Σήμερα είναι η γιορτή των , το ξέρει αυτό η Δέσποινα γιατί είναι και η μέρα που γιορτάζει η ίδια! Και την περιμένει με τόση χαρά και ανυπομονησία αυτή την γιορτή!

Όμως δεν ξέρει και πολλά για το γεγονός αυτό… ευκαιρία τώρα, που βρίσκεται η γιαγιά στο σπίτι, να λύσει τις απορίες της. Γιατί η γιαγιά διαβάζει πολύ και σίγουρα θα ξέρει και για την γιορτή αυτή…

– Η μικρή Παναγία είναι, κοριτσάκι μου, απάντησε η γιαγιά. Η μικρή Μαριάμ που την προσέφεραν ως δώρο οι γονείς της στο Ναό και την αφιέρωσαν στην υπηρεσία του. Ήταν μόλις τριών χρονών, λίγο μικρότερη από εσένα, Δεσποινούλα μου.

–Και γιατί , γιαγιά, ένα τόσο μικρό κοριτσάκι , το αφιέρωσαν οι γονείς του στον Θεό;… δεν θα τους έλειπε;… εκείνο δεν θα στεναχωρούνταν μακριά από την μανούλα του και τον μπαμπά του;… και ποιος θα το πρόσεχε εκεί στον Ναό;

-Θέλεις να καθήσουμε εδώ, δίπλα στο τζάκι, και σου διηγηθώ όλη την ιστορία; Πες και στα αδελφάκια σου να έρθουν, σίγουρα θα τους αρέσει και θα την βρουν ενδιαφέρουσα…. γιατί πολλά απ΄ αυτά που θα σας διηγηθώ δεν τα γράφουν τα βιβλία και πολλοί λίγοι τα γνωρίζουν. Τα διάβασα σε ένα πολύ όμορφο βιβλίο που περιγράφει με λεπτομέρειες όλη την ζωή την Παναγίας μας.

Με πολλή προθυμία μαζεύτηκαν τα αδελφάκια γύρω από την γιαγιά, μπροστά στο αναμμένο τζάκι, και κάθησαν στο χαλί περιμένοντας με πολύ ενδιαφέρον την διήγηση της γιαγιάς. Πάντα τους αρέσουν οι ιστορίες που τους διηγείται, κρέμονται από τα χείλη της όλα τα παιδιά, από το μεγαλύτερο μέχρι το μικρότερο.

-Θυμάστε, παιδιά, που στις αρχές του Σεπτεμβρίου γιορτάσαμε την Γέννηση, το Γενέθλιο της Θεοτόκου; Τότε είχαμε πει ότι η μικρή Μαριάμ γεννήθηκε από τους ηλικιωμένους γονείς της μετά από σαράντα χρόνια ατεκνίας!

Τόσα χρόνια κι όμως περίμεναν… η ελπίδα τους στο Θεό ήταν πολύ δυνατή και η προσευχή τους έφερε τον γλυκύτερο καρπό: την Γέννηση της μικρής Μαριάμ, της χαριτωμένης παιδούλας που έμελλε να γίνει μητέρα του Θεού!…

Οι γονείς της Μαριάμ, λοιπόν, οι ενάρετοι και ευλαβείς Ιωακείμ και Άννα , είχαν δώσει υπόσχεση στον Θεό: αν τους χαρίσει παιδάκι, εκείνοι να το αφιερώσουν στην υπηρεσία Του, στον Ναό του Σολόμωντος. Ο ναός αυτός βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα και εκεί συγκεντρώνονταν οι Ισραηλίτες για να λατρεύσουν τον Θεό.

Το τάμα του έπρεπε να εκπληρωθεί… Η αγάπη τους για τον Θεό στάθηκε πιο δυνατή από την λαχτάρα για τον κοριτσάκι τους και σκέπασε την λύπη του αποχωρισμού… το δώρο που ο Θεός τους χάρισε, σε Εκείνον ανήκε…

Όταν η μικρή Μαριάμ έφτασε στην ηλικία των τριών ετών, έκριναν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να την αφιερώσουν στον Ναό του Θεού.

Την ημέρα που κίνησαν για τον Ναό, μπροστά του προπορεύονταν κοπέλες που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες και έψελναν ύμνους. Με τέτοια συνοδεία θα πρόσφεραν την μικρή κόρη στον Θεό… μέχρι την στιγμή αυτή είχε μεγαλώσει μέσα σε αγιασμένο περιβάλλον, με πολλή φροντίδα και επιμέλεια για την ψυχούλα της… και τώρα, ως δώρο καθαρό και αμόλυντο, θα την απέδιδαν στο Θεό, εκπληρώνοντας το τάξιμό τους.

Στην είσοδο του Ναού την περίμεναν με δώρα οι ιερείς και ο Αρχιερεύς Ζαχαρίας. Δεκαπέντα σκαλοπάτια τους χώριζαν από την μικρή Μαριάμ. Σε κάθε σκαλοπάτι που θα ανέβαινε, θα έψαλλαν και ένα ψαλμό.

Όμως η μικρή τους χάλασε τα σχέδια! Μόλις πάτησε το πρώτο σκαλοπάτι, ανέβηκε μόνη της, χοροπηδώντας τα υπόλοιπα και βρέθηκε στην κορφή!

-Πω, πω! Θαυμαστό σημείο! Ένα μικρό κοριτσάκι να φεύγει από τους γονείς του και να τρέχει προς αγνώστους με χαρά! παρατήρησε η Μαρία.

-Ναι, Μαρία μου, συμφώνησε η γιαγιά. Είναι να θαυμάζει κανείς… Ακούστε και την θαυμαστή συνέχεια:

Ο Αρχιερέας την αγκάλισε με πολλή χαρά και απευθύνθηκε στους γονείς της με αυτά τα λόγια:

«Ω πρόξενοι της σωτηρίας μου! Πώς να σας καλωσορίσω; Τι να πρωτοπώ για εσάς; Είστε μακάριοι που γίνατε γονείς μια τέτοιας κόρης! Είστε ευλογημένοι που προσφέρατε ένα τέτοιο δώρο στον Κύριο!

Έλα και εσύ, παιδί μου, που θα γίνεις «Υψηλοτέρα των Ουρανών. Έλα εντός του Ναού!»

Και ο Αρχιερεύς οδήγησε την Μαριάμ στον ιερότερο χώρο του Ναού, στα Άγια των Αγίων! Εκεί που έμπαινε μόνο ο Αρχιερεύς… την οδήγησε εκεί μέσα, γιατί είχε τον φωτισμό από τον Θεό και κατάλαβε ότι η μικρή αυτή κόρη θα γινόταν η Μητέρα του Θεού !

Απορεί κανείς πώς ένα τόσο μικρό κοριτσάκι, μόλις τριών χρονών, έφυγε από μόνο του από την αγκαλιά των γονιών του και βρέθηκε με χαρά σε έναν άγνωστο γι αυτό χώρο. …Αυτό το μεγαλείο οφειλόταν στους γονείς της. Εκείνοι πάντα της έλεγαν: «Πρώτα ο Θεός, μετά εμείς. Πρώτα ο Ναός, μετά το σπίτι σου». Και έτσι συνέβη αυτό το θαυμαστό γεγονός των Εισοδίων της Θεοτόκου.

Επέστρεψαν, λοιπόν, οι γονείς στο σπίτι τους …είχαν πόνο στην καρδιά τους για τον αποχωρισμό από την κορούλα τους… όμως η αγάπη τους για τον Θεό και η χαρά της αφιερώσεως του παιδιού τους σε Εκείνον, ήταν πιο μεγάλες από την λύπη …και η καρδιά τους σκιρτούσε από μια παράξενη χαρά, λες και ένιωθαν από τώρα ότι θα γινόταν παππούδες στου Χριστού μας, του Σωτήρα του κόσμου!

-Και πού έμεινε η μικρή Μαριάμ τόσα χρόνια, γιαγιά; ρώτησε με απορία η Δέσποινα.

-Γύρω από το Ναό υπήρχαν ξενώνες όπου φιλοξενούνταν οι προσκυνητές, οι ιερείς, οι αφιερωμένες χήρες που υπηρετούσαν στο Ναό και άλλοι. Εκεί έμεναν και οι κοπέλες που για ορισμένο χρονικό διάστημα αφιερώνονταν στην υπηρεσία του Ναού. Μαζί με εκείνες έμεινε και η τρίχρονη Μαριάμ.

Έμεινε στο Ναό από τριών έως δεκαπέντε χρονών! Όλη την παιδική της ηλικία!

Οι κοπέλες αυτές που έμενα στο Ναό ήταν σαν μια αδελφότητα, σαν ένα γυναικείο μοναστήρι. Καταγινόνταν στην προσευχή, στην μελέτη, και είχαν κοινή τράπεζα και διακονήματα (δηλ. εργασίες).

Παρόλο που η Μαριάμ ήταν η πιο μικρή στην ηλικία, ζούσε την πιο αυστηρή και πειθαρχημένη ζωή.

Ξυπνούσε κατά τις έξι το πρωί. Και το πρώτο που έκανε , ήταν προσευχή. Προσευχόταν ένα τρίωρο στα άγια των Αγίων. Κατόπιν (9 π.μ.-3 μ.μ.) ασχολείτο με το εργόχειρο. Οι μεγαλύτερες την μάθαιναν να ράβει, να κεντά και να υφαίνει. Έμαθε τόσο γρήγορα την τέχνη, ώστε όλα την εθαύμαζαν.

Οι ιερείς, από σεβασμό στο πρόσωπό της , της ανέθεταν να φτιάχνει ό,τι χρειαζόταν ο ναός (καλύμματα, άμφια κ.α.).

Παράλληλα ασχολείτο και με την εκμάθηση της εβραϊκής γλώσσης. Οι μεγαλύτερες την μάθαιναν να γράφει και να διαβάζει. Και εδώ η Μαρία ήταν ταχύτατη στην μάθηση.

Και πάλι, οι μεγαλύτερες της έλεγαν διηγήσεις από την Παλαιά Διαθήκη και άλλες αγιογραφικές διδασκαλίες. Όταν κάποια ημέρα άκουσε, πως θα γεννηθεί ο Χριστός εκ Παρθένου παρακάλεσε τον Θεό: «Θεέ μου! Αξίωσέ με να Τον υπηρετήσω!»

Κατά την ενάτη ώρα (3 μ,μ,) ακολουθούσε η κοινή τράπεζα. Όλες οι παρθένες ( και η Μαριάμ) συνέτρωγαν. Κατόπιν πήγαιναν στα κελλιά τους για ανάπαυση, γράφουν τα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025