Του Νίκου Τσούλια
Αγαπούσε το ποδόσφαιρο. Αν γινόταν, θα πήγαινε κάθε Κυριακή στο γήπεδο. Ήταν μια ιεροτελεστία. Πάντρευε το διάβασμα με το ποδόσφαιρο. Ξεκινούσε τουλάχιστον δύο ώρες πριν τον αγώνα.
Έπαιρνε μαζί του σάντουιτς, μουστοκούλουρο, νερό, καφέ. Και πάντα ένα βιβλίο και μια εφημερίδα – με εκείνα τα τμήματά της που είχαν στοχαστικά, πνευματικά κείμενα. Έπαιρνε τους κυκλικούς δρόμους γύρω από το γήπεδο και πάρκαρε το αυτοκίνητο πάνω στη μεγάλη γέφυρα να κοιτάζει προς την παραλιακή, για να παίρνει το δρόμο της επιστροφής προς τη λεωφόρο Συγγρού σε λίγα λεπτά, να μην μπλοκάρει στην κίνηση.
Έπαιρνε λοιπόν τα εφόδιά του και πήγαινε στο πίσω μέρος του γηπέδου, στη γειτονιά με τα χαμηλόσπιτα που δεν τα είχε βρει ακόμα η ανάπτυξη. Ήταν εκεί αγαπημένες του γωνιές – τέτοιες ήθελαν και οι δικές του στιγμές της ανάγνωσης κάθε φορά. Και σαν ήταν εποχή ανθοφορίας ευωδίαζαν οι ανθοί των εσπεριδοειδών και οι τόποι των αναγνωσμάτων του γίνονταν ακόμα πιο μαγευτικοί. Διάβαζε μόνο δοκίμια και με το μολυβάκι του σημείωνε διακριτικά κουκκιδίτσες δίπλα στις αξιοσημείωτες προτάσεις για να τις καταγράφει στο δεύτερο πέρασμα του βιβλίου με τις αποδελτιώσεις και με την αποθησαύριση των πιο καλών στιγμών του συγγραφέα.
Διάβαζε με περισσή όρεξη, με διαολεμένο κέφι. Σκεπτόταν και την όμορφη εικόνα του γηπέδου που θα ακολουθούσε: τις φωνές, τα συνθήματα (σπάνια, πολύ σπάνια άκουγε το τι λεγόταν…), τα βεγγαλικά, την ατμόσφαιρα. Θα έκανε και τις κοινωνιολογικές παρατηρήσεις του παρακολουθώντας τα τόσα και τόσα διαφορετικά πρόσωπα με τις αντιδράσεις τους, τα κάθε λογής συμβάντα. Στοχαζόταν ότι ίσως ο πιο ετερόκλητος κόσμος να μαζεύεται στα γήπεδα – και αυτό από μόνο του ήταν γεγονός σημαντικό, που πάντα θέλει ερμηνείες…
“Ένα βιβλίο ανθρώπων είναι και το γήπεδο – έχει τις αράδες του και τα γράμματά του”, σκεφτόταν και του άρεσε να καταγράφει τις σκέψεις του και να γίνεται στη συνέχεια αφορμή και υλικό για ιδιόμορφο γράψιμο. Είχε και μια άποψη, μια φιλοσοφία για κάθε στιγμή, που ξεπηδούσε από την αφάνεια και γινόταν αντιληπτή από κάποια συνείδηση. “Κάθε κίνηση της ζωής έχει την αξία της και ζητάει το φανέρωμά της και είτε με την αφήγηση είτε με το γράψιμο έβγαινε στην επιφάνεια των πραγμάτων, στο φως του ήλιου και διεκδικούσε στοχασμούς επί στοχασμών από το πνεύμα του ανθρώπου και αποτύπωμα στον υλικό κόσμο”.
Σαν ο χρόνος έφτανε μισή ώρα πριν το “εναρκτήριο λάκτισμα” έτρωγε το κολατσιό του, πήγαινε στο αυτοκίνητο άφηνε το βιβλίο, έπαιρνε την εφημερίδα και πήγαινε στη θέση του. Τώρα γευόταν την προθέρμανση των ποδοσφαιριστών και την κινητικότητα στην κερκίδα. Στο ημίχρονο διάβαζε πάντα επιλεγμένα άρθρα της εφημερίδας και σημείωνε στο περιθώριό τους κάθε σκέψη που θα ήταν τροφή για το γράψιμό του.
Και ήταν ο αγώνας που ακολουθούσε εκδήλωση που άγγιζε πάντα με μοναδικό τρόπο τα παιδικά του όνειρα (εκείνα τα όνειρα που …αρέσκονται να μένουν πάντα όνειρα ακόμα και όταν βρίσκουν το δρόμο της υλοποίησης), ότι σαν θα πήγαινε στην Αθήνα θα μπορούσε να δει τους αγαπημένους του παίκτες και να μην τους έχει μόνο σε φωτογραφίες από χαρτάκια μπισκότων. Ήταν συμπλήρωμα χαράς του διαβάσματός του.
Βίωνε κατάσταση πνευματικής ευφορίας – μείγμα αλλοτινών ανεξίτηλων καιρών και τωρινών βιωμένων όμορφων στιγμών. Όνειρα και πραγματικότητα αγκαλιά σαν να ‘ναι ταίρι ταιριαστό…