Ανατριχίλα: «Ακόμη και σήμερα εάν με φώναζε η πατρίδα, θα πήγαινα»…
Πειθαρχία και μεγάλη θέληση….Αυτά ήταν χαρακτηριστικά του Ελλήνων στρατιωτών που πολέμησαν το 1940 στο Ελληνοαλβανικό Μέτωπο.
Οι περιγραφές που κάνουν ο Αριστείδης Κασάρας και ο Αριστοτέλης Παπαντώτης δύο λεβέντες 103 ετών και 92 ετών που έζησαν τα γεγονότα με το όπλο στο χέρι προκαλούν τεράστια συγκίνηση. Θυμούνται την ιταλική επίθεση που εκδηλώθηκε στις 05:00 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και διηγούνται στον τηλεοπτικό σταθμό «Αχελώος TV», με κάθε λεπτομέρεια την πορεία προς το μέτωπο και τις μάχες που πήραν μέρος στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου και των μακεδονικών βουνών.
Ήταν στρατιώτες στο Ελληνοαλβανικό Μέτωπο, έχοντας γράψει ηρωικές στιγμές αυτοθυσίας αποκλειστικά για ιδανικά. Τα χρόνια κατέβαλαν το κορμί του 103 χρόνου Αριστείδη Κασάρα, αλλά όχι το πνεύμα του μαχητή. Το αγέρωχο βλέμμα του θυμίζει ακόμη εκείνο το παλικάρι, με την ατσάλινη θέληση, που πολέμησε απέναντι στα βαριά ιταλικά οπλικά συστήματα του μηχανοκίνητου πεζικού, μέσα σε υγρά χαρακώματα.
«Όταν κηρύχθηκε ο Πόλεμος του 1940 υπηρετούσα τη θητεία μου στο Μεσολόγγι, στο 39ο Σύνταγμα Ευζώνων.Το 39ο Σύνταγμα , πήρε εντολή να κινηθεί αμέσως προς το Μέτωπο. Ξεκινήσαμε με το τρένο από το Μεσολόγγι για να φθάσουμε Αγρίνιο όπου και κάναμε παρέλαση μέσα στην πόλη. Δεν ξέραμε ότι πάμε στο μέτωπο για να πολεμήσουμε, στο κέντρο είχαν πει ότι μας πάνε στην Άρτα για να μας εκπαιδεύσουν στα νέα όπλα , από τις φωνές του κόσμου μάθαμε ότι κηρύχθηκε πόλεμος.-Ζήτω η Ελλάς – Ζήτω ο πόλεμος-.
Στην συνέχεια με μουλάρια και άλογα, με άθλιες καιρικές συνθήκες, βαρύ χειμώνα, πλημμύρες, χιόνια και φθάσαμε στα Γιάννενα. Ήμουν φορτωμένος είκοσι οκάδες στην πλάτη, οπλισμό και εφόδια. Προχωρούσαμε τις νύχτες και τις μέρες κρυβόμασταν. Στις 8 Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Αργυρόκαστρο. Πήραμε εντολή να κατευθυνθούμε προς τα εκεί. Ξεκινήσαμε μεσάνυχτα και προχωρούσαμε με μεγάλες δυσκολίες. Χιόνιζε ασταμάτητα. Δώσαμε την πρώτη μας μάχη στο χωριό Βασιλικό, βρήκαμε τους Ιταλούς γερά οπλισμένους, με πολεμικό υλικό και υπεράριθμους σε σχέση με εμάς, και όμως ριχτήκαμε επάνω τους με μοναδική δύναμη τις ξιφολόγχες και τους πήραμε στο ποδάρι, τους κυρίευσε ο φόβος, τους πήραμε κυνηγώντας.
Κατευθυνθήκαμε προς το Ύψωμα Παπακώστα από όπου είχαν οπισθοχωρήσει οι Ιταλοί… Προχωρούσαμε και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Ξεπερνούσε τους 80 πόντους. Οι σφαίρες σφυρίζανε δίπλα μας. Το κρύο ήταν τσουχτερό, το χιόνι δυνάμωνε, τα πόδια μας σιγά – σιγά άρχισαν να μην μας κρατούν, από το κρύο δεν τα ορίζαμε. Γίνεται η επίθεση, καταλαμβάνουμε το φυλάκιο των Ιταλών. Δεν είχαμε αρκετά πολεμοφόδια και οι Ιταλοί υπερτερούσαν. Eίχαν πολυβόλα, πολεμοφόδια και όμως εμείς είχαμε δύναμη και θέληση, δεν αφήναμε σφαίρα να πάει χαμένη, να μην βρεί Ιταλό».
Όπως -συγκλονιστικά- περιγράφει ο ίδιος στέλνοντας πολύ επίκαιρο μήνυμα, ο Έλληνας που μονίμως τρώγεται με τον αδερφό του, είδε τον εχθρό και μόνιασε ξεχνώντας τα πάντα: «Δεν μας χώριζαν διαφορές, δεν μας δηλητηρίαζαν πολιτικά μίση, δεν μας διαιρούσαν τάξεις, ιδέες, φρονήματα. Ήμασταν το Έθνος ενιαίο και αδιαίρετο, που έπρεπε να πολεμήσουμε για την ελευθερία, που μας χάρισαν με αίμα και θυσίες οι πρόγονοι και που εμείς είχαμε απαράβατο χρέος, πάλι με αίμα και θυσίες να την διαφυλάξουμε, για να την κληρονομήσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας. Λέγαμε όταν κινούσαμε για το Μέτωπο: Όλοι μαζί αδέλφια, για την Λευτεριά μας».
Οι δύο ηλικιωμένοι με την καρδιά νεαρού πολεμιστή, αφηγούνται εικόνες «φωτιάς και θανάτου» παντού τριγύρω τους στο μέτωπο και λένε με συγκίνηση πως θα τους συντροφεύουν για πάντα «οι εικόνες από τους νεκρούς συμπολεμιστές». «Έχω κάτσει και μια εβδομάδα νηστικός. Εκεί να πολεμάω χωρίς τροφοδοσία και νερό», θυμάται ο κ. Κασάρας, ο οποίος με ανάστημα γίγαντα δηλώνει: «Στο λόγο μου. ακόμη και σήμερα σε αυτή την ηλικία εάν η πατρίδα μας φώναζε θα πηγαίναμε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πολύτιμο από την πατρίδα και την οικογένεια, το ορκίστηκα στον πατέρα μου».
Σεμνοί, όπως όλοι οι πραγματικοί ήρωες, ήρεμοι και πράοι, χωρίς να κάνoυν χρήση των τίτλων τους, αναφέρονται στους αγώνες, στο μέτωπο κι την αντίσταση που του χάρισαν μετάλλια, τραύματα και τονίζουν: «Πέφταμε, σηκωνόμασταν, ξαναπέφταμε και πάλι σηκωνόμασταν και συνεχίζαμε. Δεν μπορούσαμε να σταθούμε, δεν έπρεπε, ήταν ανάγκη να νικηθεί ο εχθρός, δεν κάναμε τίποτα περισσότερο από το καθήκον, που φλόγιζε τα μεθυσμένα νιάτα μας σαν ξεκινούσαν για το μέτωπο, με το όραμα της νίκης», τονίζει ο κ. Κασάρας. «Δοξάζω το Θεό που έζησα, παρόλο που πέρασα τόσα. Πόλεμος, κακουχίες, πείνα, ψείρες, κρυοπαγήματα, διαμπερές τραύμα. Στην προσπάθειά μου να βγάλω αναπηρική σύνταξη, όταν τελείωσε ο πόλεμος, συνάντησα τις πόρτες της πατρίδας μας κλειστές, πήγαινα σε υπηρεσίες και υπουργεία και δεν έβγαζα άκρη».
Δείτε το βίντεο: