Μεσημέρι Δευτέρας στην εφημερίδα με την ιστορία του άτυχου εντεκάχρονου Μάριου από το Μενίδι, νωπή σε οθόνες και συνειδήσεις. Χτυπά το τηλέφωνο.
Ρομίνα Ξύδα
Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής είναι ένα παιδί. Ένα εντεκάχρονο αγόρι που μιλάει σαν μεγάλος και πονάει σαν άνθρωπος: «Καλημέρα σας. Με λένε Διονύση Κουφόγαζο. Είμαι έντεκα χρονών. Επειδή ξέρω ότι αγαπάτε πολύ τα παιδιά, έτσι μου λέει η μαμά μου, πήρα το θάρρος να σας τηλεφωνήσω. Ξέρετε, έχω γράψει ένα γράμμα για τον Μάριο και θα ήθελα να το διαβάσετε. Είμαι τόσο λυπημένος που θέλω να μοιραστώ τις σκέψεις μου με κάποιον σαν κι εσάς…». Του λέω ότι θα το διαβάσω, του το υπόσχομαι κι ύστερα ζητάω να μου δώσει τη μαμά του.
Η γυναίκα είναι ταραγμένη, όπως κάθε μάνα που φέρνει στο νου της την οικογένεια του αδικοχαμένου παιδιού. Μου λέει ότι ο μικρός ήθελε να διαβάσει αυτό το γράμμα στο σχολείο του, μπροστά σε όλα τα παιδιά, αλλά ο διευθυντής δεν του το επέτρεψε. Της απαντώ ότι η άδεια της αγάπης δεν δίνεται δυστυχώς εύκολα σ’ αυτή τη χώρα… Της ζητάω να μου στείλει το γράμμα και μια φωτογραφία του μικρού. Μου τα στέλνει. Διαβάζω το γράμμα του ξανά και ξανά, σχεδόν το αποστηθίζω, κι ύστερα κρατώ μέσα μου μια φράση που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα ξεχάσω ποτέ: «Ξέρεις κάτι Μάριε; Σου έφερα μπαλόνια φίλε μου. Τα παιδιά δεν πρέπει να στερηθούν τα μπαλόνια επειδή ένας μεγάλος γνωρίζει ότι κάποτε θα σκάσουν…»
Το γράμμα του εντεκάχρονου Διονύση Κουφόγαζου
«Μάριε. Έντεκα χρονών παιδί έφυγες από την ζωή, χωρίς φταίξιμο σε κάτι… Δεν σε γνώρισα ποτέ μου. Ο άδικος χαμός σου με έχει συγκλονίσει όπως όλους μας. Φίλε μου Μάριε , θέλω τόσα πολλά να σου πω. Ξύπνησες χαρούμενος το πρωί εκείνο και ετοιμάστηκες για την σχολική σου γιορτή. Πήγες με τόση χαρά να δώσεις την παράσταση σου. Φίλε μου Μάριε δεν πρόλαβες. Ξαφνικά έπεσες εκεί, μέσα στο προαύλιο του σχολείου σου. Ανάμεσα στους συμμαθητές σου, έτσι απλά έπεσες. Έκλεισες τα μάτια σου και δεν τα ξανάνοιξες. Αυτοί οι κακοί άνθρωποι δεν σου επέτρεψαν να δώσεις την παράσταση σου. Δεν σε άφησαν να χαρείς και να χαμογελάσεις φίλε μου. Επέλεξαν μια άλλη παράσταση για σένα. Γεμάτη πόνο και δάκρυα. Γιατί υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι Μάριε; Γιατί έκαναν τούς γονείς σου να κλαίνε; Γιατί Μάριε σου πήραν την ζωή έτσι απλά; Θέλω να τους δείρω, όμως είμαι και εγώ τόσο μικρός. Μόλις 11 χρονών. Ποιός θα με ακούσει εμένα; Είναι πολύ άδικο φιλαράκο μου όλο αυτό. Ξέρεις κάτι Μάριε; Σου έφερα μπαλόνια φίλε μου. Τα παιδιά δεν πρέπει να στερηθούν τα μπαλόνια επειδή ένας μεγάλος γνωρίζει ότι κάποτε θα σκάσουν. Αυτό μου είχε πει η μαμά μου κάποια στιγμή. Μην σε νοιάζει φίλε μου, εγώ θα σου στείλω πολλά. Και εσύ, μανούλα του Μάριου μην κλαις. Να πηγαίνεις μπαλόνια στο Μάριο μας, όλα τα παιδιά αγαπάμε τα μπαλόνια. Και εσείς μεγάλοι που με ακούτε, πείτε μου ΓΙΑΤΙ; Γιατί αυτό το παιδί δεν πρόλαβε το φετινό καλοκαίρι, ούτε τα επόμενα που θα έρθουν; Γιατί αυτό το παιδί δεν πρόλαβε να ζήσει και να κάνει πράγματα που είχε ονειρευτεί ; ΔΕΝ ΞΕΡΕΤΕ Ε;; Κανείς δεν θα μου απαντήσει! Γιατί κανείς δεν έχει απάντηση. Θέλω να στείλω συλλυπητήρια στην οικογένεια του με όλη μου την καρδιά λέω, ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΜΑΡΙΕ! Έντεκα τα χρόνια σου σε αυτή την γη. Μα η μνήμη σου θα είναι αιώνια. Σε αγάπησα φιλαράκι μου. Να το ξέρεις…»