Πιο αναλυτικά, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κιότο στην Ιαπωνία ανέπτυξαν ένα ρομπότ με σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που του προσδίδει αίσθηση χιούμορ και ικανότητα γέλιου ανάλογη με την εκάστοτε περίσταση.
Συγκεκριμένα, το ρομπότ αντιδρά κατάλληλα στο ανθρώπινο γέλιο με το δικό του γέλιο και με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί το αίσθημα ενσυναίσθησης και καλύτερης επικοινωνίας.
Εδώ και χιλιάδες χρόνια, τουλάχιστον από την εποχή του Πλάτωνα και πολύ αργότερα του Φρόιντ, οι φιλόσοφοι, οι ψυχολόγοι και οι επιστήμονες έχουν καταπιαστεί με τα ερωτήματα «τι είναι τόσο αστείο;» και «γιατί γελάμε με τα αστεία;». Ερωτήματα που δύσκολα έχουν μία απάντηση αποδεκτή από όλους.
Οι Ιάπωνες ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Κότζι Ινούε του Τμήματος Επιστήμης και Τεχνολογίας της Νοημοσύνης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Ρομποτικής «Frontiers in Robotics and AI», προίκισαν το ανθρωποειδές ρομπότ «Erica» με ένα «έξυπνο» σύστημα διαδραστικού γέλιου, με στόχο να βελτιώσουν τη φυσικότητα της επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους και τις μηχανές.
Το νέο σύστημα τεχνητής νοημοσύνης διαθέτει τρία υποσυστήματα: Ένα που ανιχνεύει το ανθρώπινο γέλιο, ένα που αποφασίζει εάν θα γελάσει ανταποκρινόμενο σε κάτι αστείο και ένα που επιλέγει τον κατάλληλο για την περίσταση τύπο γέλιου (ευγενικό και διακριτικό, δυνατό και ξεκαρδιστικό κ.λπ.).
Η αίσθηση χιούμορ που απέκτησε η «Erica» χάρη στην ενσωμάτωση του νέου συστήματος δοκιμάστηκε στη συνέχεια σε σύντομους διαλόγους δύο έως τριών λεπτών ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και το ρομπότ, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι το τελευταίο δεν γελάει πάντα ακόμη και όταν δεν χρειάζεται, ότι δεν μένει βουβό όταν πρέπει να γελάσει και ότι γελάει με κατάλληλο τρόπο που μαρτυρά κατανόηση και ενσυναίσθηση. Το νέο σύστημα φάνηκε να τα καταφέρνει καλύτερα του αναμενομένου.
Φυσικά το γέλιο είναι μόνο μία όψη μίας φυσικής συζήτησης ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και μία μηχανή. Όπως είπε ο Ινούε, «τα ρομπότ θα πρέπει να έχουν έναν διακριτό χαρακτήρα και μπορούν αυτό να το δείξουν μέσω των συμπεριφορών τους κατά τον διάλογο, όπως το γέλιο, η ματιά, οι χειρονομίες και το στιλ ομιλίας. Όμως, δεν θεωρούμε ότι πρόκειται για καθόλου εύκολο πρόβλημα και πιθανώς θα χρειαστούν πάνω από 10 έως 20 χρόνια πριν τελικά πετύχουμε μία συζήτηση με ένα ρομπότ όπως θα κάναμε με έναν φίλο».
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/frobt.2022.933261/full