Γράφει ο Μάνος Χωριανόπουλος
Στέκομαι πάντα αμήχανος, μπροστά στο θάνατο ενός νέου παιδιού και ανήμπορος να ζητήσω μέσω… Facebook “κρεμάλα” γι’ αυτούς που ευθύνονται για ό,τι συνέβη ή να δηλώσω φίλος και αδελφός του Βαγγέλη. Άχρηστα και τα δύο.
Το παιδί πέθανε και την ίδια στιγμή, άλλα παιδιά τραβάνε τα ίδια και δεν σώζονται με αναρτήσεις και κάθε είδους ευχές στα Social Media.
O Βαγγέλης, ήταν θύμα bullying ή για να είμαστε ακριβείς θύμα mobbing, εφόσον μια ομάδα συμφοιτητών του, τον είχε στοχοποιήσει και τον τρομοκρατούσε ασκώντας λεκτική και σωματική βία πάνω του.
Είναι καλό να ξέρουμε τι είναι το bullying, γιατί οδηγημένοι στην υπερβολή και για να διώξουμε μακριά τις τύψεις, είμαστε έτοιμοι, αφενός να ονομάσουμε bullying το οτιδήποτε -από ένα κακόγουστο αστείο, μέχρι μια παρατραβηγμένη φάρσα- αφετέρου να προχωρήσουμε σε αβάσιμες γενικεύσεις περί Κρητικών νταήδων.
Όλοι έχουμε γίνει μάρτυρες της άσκησης bullying στη γειτονιά μας, στο σχολείο, στο στρατό έστω και αν όταν το βλέπαμε δεν γνωρίζαμε πώς ακριβώς ονομάζεται και ποιος είναι ο ορισμός του. Και είναι εύκολο να καταλάβεις το αν αυτός που δέχεται την επίθεση, μπορεί να σταθεί στα πόδια του και να απαντήσει ή αν αντίθετα έχει παραδοθεί στην εξουσία του θύτη.
Όταν όμως δεν είσαι το θύμα και δεν είσαι ο θύτης, είσαι επομένως ο παρατηρητής, η ευθύνη βαραίνει πρωτίστως εσένα. Εσύ είσαι ο κρίσιμος παράγοντας, που θα καθορίσει αν από το καθημερινό βασανιστήριο, θα οδηγηθούμε στα χειρότερα ή αν αντίθετα θα σωθεί μια ζωή. Αυτός που ασκεί bullying, καταλαβαίνει μόνο από νόμους και ποινές και αυτός που είναι θύμα είναι συνήθως φοβισμένος και έχει την αίσθηση ότι δεν μπορεί να βοηθηθεί.
Μένει λοιπόν, στον ουδέτερο η ευθύνη, αν όχι να βγει μπροστά και να υπερασπιστεί τον αδύναμο, τουλάχιστον να ειδοποιήσει τους αρμόδιους, να ενοχλήσει ξανά και ξανά, προκειμένου να προστατευθεί το θύμα.
Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα στην Ελλάδα. Η επιλογή συνήθως είναι το “ωχ αδερφέ μου”. Πόσες φορές δεν έχετε ακούσει συνανθρώπους μας να πέφτουν από τα σύννεφα; Στο 99% των περιπτώσεων γνώριζαν και δεν μιλούσαν. Γιατί το να μιλήσεις σημαίνει μπλέξιμο. Το να μιλήσεις μπορεί να σημαίνει ότι θα στοχοποιηθείς και εσύ. Το να μιλήσεις σημαίνει και ότι αναλαμβάνεις την ευθύνη να σταθείς άνθρωπος, δίπλα σε έναν συνάνθρωπό σου, που σε χρειάζεται και να σταθείς απέναντι σε κάθε αγέλη, που τρέφεται και διασκεδάζει από το φόβο του αδύναμου και από την άσκηση εξουσίας πάνω του.
Στην περίπτωση του Βαγγέλη Γιακουμάκη, λειτουργήσαμε κατά τα ειωθότα. Ένας να λειτουργούσε διαφορετικά, ίσως το παιδί να είχε σωθεί.
Αντίθετα, αφέθηκε μόνος, επειδή προφανώς δεν ταίριαζε στα πρότυπα, που είχαν οι συμφοιτητές του (είναι πάντα επικίνδυνο να μην ταιριάζεις με τη σκέψη του ηλίθιου, ειδικά αν έχει και παρέα στη βλακεία και την απανθρωπιά), χλευάστηκε και βασανίστηκε, μέχρι το τέλος.
Δεν σηκώνω το δάχτυλο σε κανέναν, γιατί απ’ ό,τι θυμάμαι δεν έχω υπερασπιστεί κάποιο θύμα bullying και δεν ξέρω καν αν θα έκανα παρέα με τον Βαγγέλη, σε περίπτωση που ήμασταν στην ίδια σχολή, κάτι που φαντάζομαι εννοείται για όσους γράφουν στο Facebook από χθες το πρωί, πόσο τον αγαπούσαν και πόσο τον νιώθουν δικό τους άνθρωπο.
Απλώς διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Και δεν υπάρχει ελπίδα, διότι ο έμφυτος “ωχαδερφισμός” μας, παντρεύεται με την μνήμη χρυσόψαρου, δημιουργώντας έναν καταστροφικό συνδυασμό.
Πόσες φορές έχουμε γράψει για το τι συμβαίνει στους ελληνικούς δρόμους; Για τη νοοτροπία που σκοτώνει; Άλλαξε κάτι; Πόσες φορές έχουμε γράψει για τα ΑμΕα και το πώς τους κάνουμε τη ζωή κόλαση κάθε μέρα; Άλλαξε κάτι; Ακόμα σαν τα γαϊδούρια παρκάρουμε. Τη Μανωλάδα τη θυμάστε,με τους μετανάστες που ζούσαν σαν σκλάβοι και τους πυροβολούσαν. Μόλις πριν λίγες μέρες αποκαλύφθηκε ανάλογο περιστατικό στην Αχαΐα. Και όσο για το bullying; Έχουμε δει εκπομπές, έχουμε δει αφιερώματα, δίκες, εκκλήσεις, έχουμε μετρήσει θύματα και φτάσαμε σήμερα να θρηνούμε ένα ακόμα παιδί.
Ό,τι και αν συμβεί, όσο τραγικό και να είναι, ξεχνιέται σε λίγες μέρες και κάθε φορά δεν μας μένει τίποτα. Αρνούμαστε να διδαχθούμε, αρνούμαστε ν’ αλλάξουμε, αρνούμαστε να βελτιωθούμε.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν ξέρω αν κάποιος μπορεί να βρίσκει ακόμα νόημα στις αναρτήσεις στο Facebook και στις συγκινητικές φανφάρες, ακόμα και αν γράφονται με ειλικρινή διάθεση.
Μακάρι, όταν το θέμα ξεχαστεί μετά από λίγους μήνες και κάποιος από μας συναντήσει έναν άλλο Βαγγέλη να περιτριγυρίζεται από αδηφάγους λύκους να κάνει κάτι παραπάνω από το να γυρίσει την πλάτη και να απομακρυνθεί γρήγορα, προσποιούμενος ότι δεν είδε και δεν άκουσε.