Το ερώτημα «πόσο ψηλό θα γίνει το παιδί μας» απευθύνεται πολύ συχνά στον παιδίατρο…
Δημήτρης Δελής, παιδίατρος στο Νοσοκομείο Παίδων «Παναγή και Αγλαϊας Κυριακού» μας εξηγεί σε ποιες περιπτώσεις το ύψος των παιδιών αποτελεί πραγματικά θέμα και για τον γιατρό.
Το ανθρώπινο ανάστημα καταλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα μεγεθών. Η σαφής απόκλιση από το μέσο ανάστημα, δημιουργεί πολλές φορές ένα ιδιόμορφο κοινωνικό στίγμα. Τα ιδιαίτερα κοντά άτομα αντιμετωπίζουν συχνά δυσκολίες στη κοινωνική προσαρμογή. Το ψηλό ανάστημα θεωρείται από την κοινωνία μας στοιχείο υπεροχής και εφόδιο γιά επιτυχημένη κοινωνική ζωή. Η κοινωνική προκατάληψη φαίνεται και στις περιπτώσεις που σχολιάζεται με θαυμασμό η κοινωνική ή επαγγελματική επιτυχία των βραχύσωμων ατόμων.
Με τα δεδομένα αυτά δεν είναι περίεργο που οι γονείς δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιά το ανάστημα των παιδιών τους. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, λόγω της κυκλοφορίας της βιοσυνθετικής αυξητικής ορμόνης, πολλοί γονείς αναζητούν τρόπους βελτίωσης του τελικού αναστήματος. Είναι αυτονόητο όμως ότι στον παιδικό πληθυσμό υπάρχουν παιδιά με ψηλό, μέτριο ή χαμηλό ανάστημα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πότε το χαμηλό ανάστημα ενός παιδιού οφείλεται σε κάποιο παθολογικό αίτιο.
Παράγοντες που επηρεάζουν το ανάστημα
Η αύξηση είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της παιδικής ηλικίας και οφείλεται στη βαθμιαία επιμήκυνση των μακρών οστών του σκελετού. Το τελικό ύψος επιτυγχάνεται με την ολοκλήρωση της εφηβείας και επηρεάζεται από γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οι γενετικοί παράγοντες περιέχονται σε διάφορα γονίδια και καθορίζουν το ενδογενές δυναμικό αύξησης που έχει κάθε άτομο. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορεί να τροποποιήσουν την επίδραση των γενετικών παραγόντων και να μεταβάλλουν τις γενετικές καταβολές. Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες ανήκουν οι πάσης φύσεως διαταραχές της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού.
Εκτίμηση του αναστήματος
Η μέτρηση του αναστήματος είναι μία συνήθης πρακτική της παιδιατρικής πράξης. Η αξιολόγηση του αναστήματος ενός παιδιού γίνεται με τη χρησιμοποίηση των ειδικών διαγραμμάτων αύξησης, των γνωστών πινάκων εκατοστιαίων θέσεων.
Οι πίνακες αυτοί έχουν κατασκευασθεί με τη μέτρηση του ύψους στατιστικά αξιόπιστου αριθμού παιδιών και απεικονίζουν τα όρια του αναστήματος ανά ηλικία και φύλο. Η εκατοστιαία θέση ενός συγκεκριμένου αναστήματος καθορίζει το ποσοστό των παιδιών ίδιας ηλικίας και φύλου που είναι πιό ψηλά ή πιό κοντά. Γιά παράδειγμα, όταν το ύψος αντιστοιχεί στην 25η εκατοστιαία θέση σημαίνει ότι το 25% των παιδιών ίδιας ηλικίας και φύλου είναι πιό κοντά ενώ το 75% είναι ψηλότερα. Η 50ή εκατοστιαία θέση αντιστοιχεί στο μέσο ύψος και η 3η εκατοστιαία θέση στο κατώτερο φυσιολογικό ύψος. Το ανάστημα το οποίο ευρίσκεται κάτω από την 3η εκατοστιαία θέση είναι πολύ πιθανό να οφείλεται σε κάποιο παθολογικό αίτιο.
Η εκατοστιαία θέση του αναστήματος δείχνει τη συνολική αύξηση του παιδιού μέχρι τη στιγμή της μέτρησης, αλλά δεν δίνει πληροφορίες γιά την πρόσφατη αύξηση. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε την πορεία της καμπύλης του ύψους στη διάρκεια του χρόνου. Η πτώση της καμπύλης του ύψους σε κατώτερη εκατοστιαία θέση σημαίνει πρόσφατη καθυστέρηση της αύξησης και χρειάζεται διερεύνηση.
Η πρόσφατη αύξηση μπορεί να εκτιμηθεί αξιόπιστα με τον υπολογισμό του ρυθμού αύξησης, δηλαδή των εκατοστών του ύψους που κέρδισε το παιδί κατά τον τελευταίο χρόνο. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης αξιολογείται με ειδικούς πίνακες εκατοστιαίων θέσεων, αλλά η διαπίστωση ρυθμού αύξησης μικρότερου των 5 εκατοστών δημιουργεί την ανάγκη προσεκτικής παρακολούθησης.
Παθολογικό και «φυσιολογικό» κοντό ανάστημα
Η διαπίστωση ότι ένα παιδί είναι πιό κοντό από τους συνομηλίκους του δημιουργεί το ερώτημα εάν αυτό οφείλεται σε κάποια παθολογική αιτία. Ο παιδίατρος, ο οποίος παρακολουθεί τη συνολική κατάσταση της υγείας των παιδιών, θα εκτιμήσει εάν υπάρχουν στοιχεία ενδεικτικά παθολογικής αύξησης. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι τα παιδιά τα οποία έχουν ανάστημα μεγαλύτερο από αυτό που αντιστοιχεί στην 3η εκατοστιαία θέση και φυσιολογικό ρυθμό ετήσιας αύξησης ευρίσκονται μέσα στα φυσιολογικά όρια. Αντίθετα, όταν ο ρυθμός ετήσιας αύξησης είναι μικρότερος από 5 εκατοστά ή όταν το ανάστημα είναι κάτω από την τρίτη εκατοστιαία θέση είναι πιθανό να υπάρχει κάποιο παθολογικό αίτιο.
Το παθολογικό κοντό ανάστημα οφείλεται σε πολλά αίτια όπως ενδοκρινοπάθειες, γενετικά νοσήματα, σκελετικές δυσπλασίες και χρόνια νοσήματα. Η αιτιολογία του ασυνήθιστα κοντού αναστήματος προσδιορίζεται συνήθως εύκολα με το ιατρικό ιστορικό του παιδιού, την κλινική εξέταση και τις κατάλληλες εργαστηριακές εξετάσεις. Αντίθετα το οριακά κοντό ανάστημα δημιουργεί συχνά διαγνωστικές δυσκολίες και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ανευρίσκεται κάποια εμφανής παθολογική διαταραχή.
Με τον όρο «φυσιολογικό» κοντό ανάστημα χαρακτηρίζεται το ανάστημα το οποίο ευρίσκεται στα θεωρούμενα κατώτερα φυσιολογικά όρια. Τα φυσιολογικά κοντά παιδιά έχουν ανάστημα μικρότερο από τους περισσότερους συμμαθητές τους αλλά δεν είναι υπερβολικά κοντά. Η εκατοστιαία θέση του ύψους και ο ρυθμός ετήσιας αύξησης βρίσκονται στα κατώτερα όρια. Οι πιό συχνές μορφές «φυσιολογικού» κοντού αναστήματος είναι το οικογενές κοντό ανάστημα και η ιδιοπαθής καθυστέρηση της ανάπτυξης και της εφηβείας.
Το οικογενές κοντό ανάστημα χαρακτηρίζει παιδιά κοντών γονέων και οφείλεται σε κληρονομικά αίτια. Το ανάστημα των παιδιών αυτών είναι στα κατώτερα όρια αλλά είναι συμβατό με τα δεδομένα της οικογένειας. Η ιδιοπαθής καθυστέρηση της ανάπτυξης και της εφηβείας χαρακτηρίζει τα παιδιά που μετά από κάποια χρονική στιγμή παρουσιάζουν επιβράδυνση της αύξησης με αποτέλεσμα το ανάστημα να παρεκκλίνει στα κατώτερα όρια. Στα παιδιά αυτά καθυστερεί η ενήβωση αλλά το τελικό ανάστημα είναι συμβατό με τις γενετικές προδιαγραφές. Οι γονείς των παιδιών αυτών έχουν φυσιολογικό ύψος και είναι πιθανό να έχουν ανάλογο αναπτυξιακό ιστορικό.
Εργαστηριακός έλεγχος κοντού αναστήματος
Το κοντό ανάστημα πρέπει να ερευνάται με εργαστηριακές εξετάσεις μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι παθολογικό. Τα φυσιολόγικά κοντά παιδιά δεν είναι σωστό να επιβαρύνονται ψυχολογικά με άσκοπες εξετάσεις οι οποίες άλλωστε δεν θα τα βοηθήσουν να ψηλώσουν. Ο παιδίατρος είναι σε θέση να προγραμματίσει τον κατάλληλο εργαστηριακό έλεγχο βασιζόμενος στα κλινικά στοιχεία. Τα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά, δηλαδή η εμφάνιση του παιδιού, αρκούν γιά τη διάγνωση μερικών περιπτώσεων βραχυσωμίας, όπως οι σκελετικές δυσπλασίες και ειδικά γενετικά σύνδρομα. Το κοντό ανάστημα στις περιπτώσεις χρονίων νοσημάτων είναι προφανές ότι είναι επακόλουθο της κύριας νόσου ή της χρόνιας λήψης φαρμάκων.
Η διάγνωση του κοντού αναστήματος που οφείλεται σε ενδοκρινοπάθειες, όπως ο υποθυρεοειδισμός και η ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης, γίνεται με ειδικές εγαστηριακές εξετάσεις. Οι εξετάσεις αυτές είναι πολύπλοκες και απαιτούν πολλαπλές αιμοληψίες μετά από χορήγηση ορμονών (δυναμικές δοκιμασίες). Είναι προφανές ότι δεν είναι ηθικό να υποβάλλονται τα παιδιά σε τέτοιο επώδυνο και στρεσογόνο εργαστηριακό έλεγχο εάν δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις.
Ο υπολογισμός της οστικής ηλικίας είναι μία απλή εξέταση που χρησιμοποιείται συχνά γιά τη διάγνωση του κοντού αναστήματος. Η οστική ηλικία προσδιορίζει την ωρίμανση του σκελετού και γίνεται με μία απλή ακτινογραφία του αριστερού χεριού. Η καθυστέρηση της οστικής ηλικίας σε σχέση με την χρονολογική σημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα αύξησης του ύψους εφόσον υπάρχουν οι κατάλληλες αναπτυξιακές προυποθέσεις. Οι ορμονικές ανεπάρκειες γιά παράδειγμα προκαλούν μεγάλη καθυστέρηση της οστικής ηλικίας και η χορήγηση της κατάλληλης θεραπείας θα αυξήσει σημαντικά το ανάστημα. Η ιδιοπαθής καθυστέρηση της ανάπτυξης και της εφηβείας η οποία είναι συχνό αίτιο του φυσιολογικού κοντού αναστήματος συνοδεύεται επίσης με σημαντική καθυστέρηση της οστικής ηλικίας. Αντίθετα τα γενετικά αίτια κοντού αναστήματος και οι σκελετικές δυσπλασίες δεν προκαλούν καθυστέρηση της οστικής ηλικίας.
Αντιμετώπιση κοντού αναστήματος
Τα κοντά παιδιά, συχνά βιώνουν με τραυματικό τρόπο το ανάστημα τους. Πολλές φορές οι γονείς τους και οι συμμαθητές τους τους συμπεριφέρονται ανάλογα με το μέγεθος τους και όχι ανάλογα με την ηλικία τους. Το κοντό ανάστημα, όταν βιώνεται από το παιδί σαν μειονέκτημα οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανωριμότητα, ατολμία, εξάρτηση και πολλές φορές σε σχολική αποτυχία. Η έγκαιρη εκτίμηση της μειωμένης σωματικής αύξησης έχει πολύ μεγάλη σημασία για την πρόληψη των ψυχολογικών επιπτώσεων. Ο παιδίατρος ο οποίος αξιολογεί την αύξηση στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας είναι σε θέση να διακρίνει τα παιδιά που χρειάζονται ειδική αντιμετώπιση.
Η παραγωγή της αυξητικής ορμόνης με την τεχνική του ανασυνδυασμένου DNA και η ευρεία κυκλοφορία της, δημιούργησαν αρχικά πολλές ελπίδες ότι μπορεί να βελτιωθεί το ανάστημα των κοντών παιδιών. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι σύμφωνα με τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα. Απόλυτη ένδειξη θεραπείας με αυξητική ορμόνη έχουν μόνο τα παιδιά με ολική ή μερική ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης. Η έγκαιρη έναρξη θεραπείας θα βελτιώσει το τελικό ανάστημα καί θα αποφευχθούν οι ψυχολογικές συνέπειες. Το κοντό ανάστημα που οφείλεται σε άλλα αίτια δεν φαίνεται να βελτιώνεται με τη χορήγηση αυξητικής ορμόνης.
Η αυξητική ορμόνη δεν βελτιώνει επίσης το τελικό ανάστημα των φυσιολογικών κοντών παιδιών.Είναι σαφές από τις επιστημονικές μελέτες ότι η καθημερινή χορήγηση ενέσεων και η απογοήτευση από το μη επιθυμητό αποτέλεσμα επιδεινώνουν τις ψυχολογικές επιπτώσεις του κοντού αναστήματος. Στις περιπτώσεις αυτές θα αφήσουμε το παιδί στη τύχη του; Ασφαλώς όχι, αφού με την κατάλληλη ψυχολογική υποστήριξη μπορούμε να επιτύχουμε καλύτερη ψυχοκοινωνική προσαρμογή του κοντού παιδιού.