Του Νίκου Τσούλια
Δεν είναι σχέση αγάπης και φιλίας. Δεν είναι και εχθρική. Μπορεί μάλλον να χαρακτηριστεί αδιάφορη ή και περίεργη. Και να γιατί. Ο Έλληνας γνωρίζει πάρα πολύ καλά το ρόλο των γραμμάτων στη ζωή του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλη η έγνοια και φροντίδα της ελληνικής οικογένειας περιστρέφεται γύρω από το πώς θα εκπαιδεύσει κυρίως – και πώς θα μορφώσει δευτερευόντως – τα παιδιά της. Αυτή η φροντίδα για εκπαίδευση βαστάει από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους και γίνεται προϊόντος του χρόνου όλο και πιο έντονη. Η παράλληλη με το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα ανάπτυξη των κάθε λογής φροντιστηρίων είναι απόρροια αυτής της έγνοιας.
Ωστόσο, σ’ αυτή την ιδιαίτερα θετικά εκπαιδευτική επιμέλεια των γονέων προς τα παιδιά τους υπάρχουν δύο αγκάθια. Πρώτον, θεωρούν το βιβλίο ως μία σχολική και μόνο υπόθεση και όχι υπόθεση κάθε πολίτη. Δεύτερον, θεωρούν την εκπαίδευση ως όχημα επαγγελματικής εξέλιξης και κοινωνικής ανέλιξης και όχι ως μορφωτικό αγαθό και ως συστατικό στοιχείο κάθε ανθρώπου της σύγχρονης εποχής. Δεσμός και σύνδεση αυτών των δύο αγκαθιών, αυτών των δύο στενά χρησιμοθηρικών αντιλήψεών του είναι ότι ενώ ο ίδιος αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της γνώσης (άρα και του βιβλίου) στη ζωή, αυτή την αναγνώριση την εφαρμόζει μόνο στα παιδιά του. Και έτσι, ενώ ως παιδί και αυτός ένιωθε την φροντίδα ή και την πίεση των γονέων του για να αγαπήσει τη γνώση και το βιβλίο, όταν γίνεται πολίτης κάνει το ίδιο και αυτός στα παιδιά του αλλά δεν αλλάζει την εικόνα των γονέων του στη σχέση τους με το βιβλίο και παραμένει και αυτός ως γονέας αδιάφορος και αμελής.
Θέλουμε να ξεχνάμε μερικά βασικά πράγματα. Πρώτον, η κουλτούρα του διαβάσματος καλλιεργείται στο παιδί από πολύ νωρίς, πριν ακόμα μάθει να διαβάζει, ως μια κυρίαρχη εικόνα μέσα στην οικογένεια. Η καλλιέργεια του διαβάσματος δεν προκύπτει από προσταγές και εντολές αλλά ως μια βασική λειτουργία κάθε οικογένειας, λειτουργία την οποία το παιδί τη γνωρίζει ασυναίσθητα όταν αρχίζει να πρωτογνωρίζει τον κόσμο και τη βιώνει ως μια πολύ όμορφη τελετουργία του ανθρώπου και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Δεύτερον, η πνευματική ανάπτυξη του νέου γνωρίζει τις πιο επαναστατικές της στιγμές κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής του και όχι κατά τη φοίτησή του στο Λύκειο με την σχεδόν υποχρεωτική παρακολούθηση των φροντιστηρίων, γιατί στο Λύκειο τα γεγονότα έρχονται πολύ καθυστερημένα και ουσιαστικά το παιχνίδι έχει σχεδόν κριθεί. Τρίτον, η σχέση μας με το διάβασμα ή θα είναι υπόθεση ζωής ή απλώς δεν θα υπάρχει. Η σχέση μας με τη γνώση δεν συναρτάται με την απόκτηση ενός χαρτιού – πτυχίου. Αυτή η αντίληψη αφορούσε τις εποχές μέχρι τη δεκαετία του 1970 και καθόλου πέραν αυτής. Όσο καθυστερούμε να κατανοήσουμε αυτή την πραγματικότητα τόσο η εικόνα μας με τη γνώση και το βιβλίο θα είναι ελλειμματική και παραποιημένη.
Ας δούμε μερικά στοιχεία από την Eurostat και από το – πάλαι ποτέ! – Eθνικό Kέντρο Bιβλίου (E.KE.BI.). «Οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου της ζωής μας, δηλαδή οι μέσοι Έλληνες και Eλληνίδες αναγνώστες και αναγνώστριες βιβλίων, είναι γύρω στα 45, απόφοιτοι λυκείου ή πανεπιστημίου, μισθωτοί και με πρώτη προτίμηση την ελληνική λογοτεχνία. Tα προφίλ αυτά δεν σχετίζονται παρά με το 60% των Eλλήνων, καθώς το 40% και πλέον δεν διαβάζει ποτέ. H κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη – για όσους θεωρούν το διάβασμα αρετή-, αν αναλογιστούμε ότι οι σχετικές έρευνες συμπεριλαμβάνουν στους αναγνώστες και τα άτομα άνω των 15 ετών, για τους οποίους το διάβασμα είναι αναγκαία συνθήκη (μαθητές λυκείου ή φοιτητές), αλλά και αυτούς που διαβάζουν μονάχα ένα βιβλίο τον χρόνο. Οι πραγματικοί αναγνώστες, δηλαδή αυτοί που διαβάζουν συστηματικά κοντά στα 10 βιβλία τον χρόνο, είναι πολύ λιγότεροι. Oι έρευνες τους υπολογίζουν στο περίπου 10% του πληθυσμού.
Για να δούμε τώρα τι διαβάζουν, όσοι διαβάζουν. Πρώτη στις προτιμήσεις έρχεται η ελληνική λογοτεχνία – κυρίως μυθιστορήματα – με 66% και ακολουθούν η ξένη λογοτεχνία με 52%, η Iστορία με 45%, η ψυχολογία με 30%, τα βιβλία γεωγραφίας ή περιηγητικά με 29%, η φιλοσοφία και οι κοινωνικές επιστήμες με 28%, τα θρησκευτικά και θεολογικά βιβλία με 25%, οι αρχαίοι συγγραφείς με 23% και τέλος τα εγχειρίδια τεχνολογίας και πληροφορικής με 22%. Όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες βιβλίων (καλές τέχνες, φυσικές επιστήμες, κόμικς, βιβλία για τη γλώσσα και για τις απόκρυφες επιστήμες) προτιμώνται σε ποσοστό που δεν πέφτει κάτω του 10%, με εξαίρεση την ποίηση (7%)».
Αλλά οφείλουμε να αναλογιστούμε ότι το διάβασμα δεν είναι απλά και μόνο μια υποχρεωτική οδός για να καλυτερεύσουμε τη ζωή μας, τη ζωή μας που δεν θα περιλαμβάνει το διάβασμα. Το διάβασμα αποτελεί ένα ανοιχτό και φωτεινό πεδίο όλης μας της ζωής, είναι κατεξοχήν χώρος αυτογνωσίας και ετερογνωσίας, είναι συστατικό στοιχείο της ευτυχίας μας, είναι τόπος ερμηνείας και θεώρησης του κόσμου. Το διάβασμα αυτό καθ’ εαυτό είναι ομορφιά, το διάβασμα είναι αρετή. Και το βιβλίο είναι τόσο κοντά μας για να μάς οδηγήσει και στη αρετή και στην ομορφιά!