Πάσχα:Τη Μεγάλη Παρασκευή έχουμε την κορύφωση του θείου δράματος και ετοιμάζεται ο επιτάφιος, ενώ το μεσημέρι ο Χριστός αποκαθηλώνεται και τοποθετείται στον Επιτάφιο.
Ο Νυμφίος της Εκκλησίας πορεύεται προς το εκούσιο πάθος, προς τον υπέρτατο σκοπό της θείας αγάπης του. «Σήμερον», όπως και τότε, «κρεμάται» θυσιαστικά «η ζωή ημών απέναντι των οφθαλμών ημών» .
Εμείς τον ακολουθούμε στον κήπο της αγωνίας, στην άνανδρη σύλληψη, στο άδικο κριτήριο, στους εξευτελισμούς των στρατιωτών, στις επιθετικές κραυγές του όχλου, στην πορεία του Γολγοθά, στη σταύρωση, τον θάνατο, τον λογχισμό, την αποκαθήλωση, την ταφή, τη σφράγιση του τάφου.
Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Εκείνος, αφού τον ανακρίνει με ποικίλους τρόπους και αφού ομολογεί διπλούν ότι ο Ιησούς είναι αθώος, για να ευχαριστήσει τους Ιουδαίους, νίπτοντας τας χείρας του, τον καταδικάζει σε θάνατο και αφού τον μαστιγώνει, τον παραδίδει για να σταυρωθεί.
Ο Ιησούς, αφού παραδίδεται στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σαν σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι.
Οι στρατιώτες τον πηγαίνουν στον τόπο που λεγόταν Γολγοθάς (στα ελληνικά σημαίνει «τόπος κρανίου», γιατί σύμφωνα με την παράδοση εκεί βρέθηκε το κρανίο του Αδάμ μετά τον κατακλυσμό), του δίνουν να πιεί ξύδι αναμεμειγμένο με χολή.
Τον σταυρώνουν και οι σταυρωτές διανέμουν τα ρούχα του σε τέσσερα μέρη (ένα για τον καθένα) και για το χιτώνα του βάζουν κλήρο, για να μην τον σχίσουν. Εμπαικτική επιγραφή τοποθετείται επάνω στο σταυρό, γραμμένη στην εβραϊκή, στην ελληνική και στη ρωμαϊκή γλώσσα: «Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλεύς των Ιουδαίων».
Από το τις 12 το μεσημέρι ως τις 3 το απόγευμα επικρατεί μεγάλο σκοτάδι σε όλη τη γη και μέγας σεισμός συγκλονίζει τη γη, ώστε σχίζεται το παραπέτασμα του ναού, που χώριζε τα άγια από τα άγια των αγίων, και ανοίγουν τα μνήματα και πολλά σώματα πεθαμένων αγίων ανασταίνονται και μετά την Ανάσταση του Χριστού εισέρχονται στα Ιεροσόλυμα και φανερώνονται σε πολλούς.Ο Ιησούς φωνάζει δυνατά: «τετέλεσται», αφήνει το κεφάλι του να γείρει προς τα κάτω και θεληματικά παραδίδει την ψυχή του.
Επειδή το Σάββατο που θα ξημέρωνε μετά το εσπέρας συνέπιπτε με την 1η μέρα του εβραϊκού Πάσχα και απαγορευόταν από το Μωσαϊκό Νόμο να μείνουν άταφα τα σώματα, οι Ιουδαίοι ζητούν από τον Πιλάτο να διατάξει να σπάσουν τα πόδια των καταδίκων, ώστε να πεθάνουν γρηγορότερα και να τους σηκώσουν από τους σταυρούς. Ο Χριστός, όμως, είχε παραδώσει το πνεύμα του και απλώς ένας στρατιώτης με λόγχη χτύπησε την πλευρά του και αμέσως βγήκε αίμα και νερό.
Ύστερα από αυτά ο Ιωσήφ, που καταγόταν απ’ την Αριμαθαία και ήταν κρυφός μαθητής του Χριστού, με άδεια του Πιλάτου, και μαζί με τον Νικόδημο, παίρνουν το σώμα του Ιησού και, αφού το αλείφουν με αρώματα και το τυλίγουν με επιδέσμους, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, το ενταφιάζουν σε καινούριο τάφο σε κήπο, κοντά στο μέρος όπου σταυρώθηκε. Οι Φαρισαίοι ζητούν από τον Πιλάτο φρουρά και ασφαλίζουν τον τάφο.
Τα έθιμα
Σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου τα παιδιά πραγματοποιούσαν αγερμό στα σπίτια του χωριού, τραγουδώντας τα πάθη του Χριστού και παίρνοντας ως δώρα αβγά, κουλούρια ή χρήματα. Στη Λέσβο συνήθιζαν να επισκέπτονται εννέα ή δεκατρία ξωκλήσια, να ανάβουν τα καντήλια των εικονισμάτων και να θυμιάζουν.
Γενικώς θεωρείται ημέρα αφιερωμένη στους νεκρούς. Κύρια λατρευτικά γεγονότα η αποκαθήλωση της πρωινής ακολουθίας και η περιφορά του επιταφίου κατά τον όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου, που συνήθως τελείται το βράδυ της ημέρας αυτής, αλλά φέτος λόγω κορονοϊού θα πραγματοποιηθεί μόνο εντός των ναών και χωρίς την παρουσία πιστών.
Ο Επιτάφιος, το ανθοστολισμένο κουβούκλιο μέσα στο οποίο τοποθετείται και δια του οποίου λιτανεύεται η χρυσοκέντητη παράσταση του επιταφίου θρήνου του Ιησού Χριστού, στις εκκλησιαστικές ακολουθίες της Μεγάλης Παρασκευής, είναι ιδιαιτέρως αγαπητό στο λαό, ως ο εικονικός τάφος του Κυρίου.
Τα λουλούδια του αποκαθηλώνονται και μοιράζονται στο τέλος της βραδινής ακολουθίας της Μεγάλης Παρασκευής ή της πρωινής του μεγάλου Σαββάτου στους πιστούς, που τα κρατούν στο οικογενειακό εικονοστάσι ως μύρα. Μπροστά στον επιτάφιο, σε πολλές περιοχές, οι γυναίκες το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής τραγουδούν το πανελληνίως γνωστό τραγούδι του «Μοιρολογιού της Παναγίας» ή άλλους ανάλογους λαϊκούς θρήνους της Θεοτόκου, που συχνά έχουν μεσαιωνική καταγωγή και προέλευση.
Σε χωριά των Σερρών έβγαζαν στα παράθυρα των σπιτιών, μαζί με τα κεριά και το θυμίαμα, και πιάτα με χλωρό κριθάρι ή φακή, όταν περνούσε από κάτω ο επιτάφιος, ενώ αλλού η κυκλική περιφορά, πέρα από τα όρια του χωριού ή της ενορίας, περιλάμβανε και το κοιμητήριο, όπου περνούσαν τον επιτάφιο πάνω από τους τάφους, διαβάζοντας τρισάγια. Σε ναυτικές περιοχές συνήθιζαν όσοι τον κρατούσαν να μπαίνουν και μέσα στη θάλασσα, ώστε να ευλογηθεί και το θαλασσινό νερό, που αποτελούσε τον κύριο επαγγελματικό πόρο για τον βιοπορισμό τους.
Αλλού ανάβουν έξω από τις πόρτες εθιμικές πυρές και καίνε λιβάνι, στις Μέτρες της Θράκης καίνε κατά την περιφορά και ομοίωμα του Ιούδα, μαζεύοντας τη στάχτη για να την ρίξουν την επομένη στα μνήματα των νεκρών τους ή στα χωράφια τους.
Τα κεριά και τα λουλούδια του επιταφίου θεωρούνται αγιασμένα και ισχυρά για την θεραπεία νόσων και την αποτροπή του κακού: Τα πρώτα τα καπνίζουν στο θυμιατό σε περίπτωση ασθενειών, ενώ τα δεύτερα τα ανάβουν τελετουργικά σε περιπτώσεις κακοκαιρίας και θυελλωδών ανέμων. Ακόμη και χώμα παίρνουν από τα μέρη που σταματά ο επιτάφιος για να αναπεμφθεί δέηση, συνήθως στα τρίστρατα, με την πίστη ότι αυτό αποδιώχνει θαυματουργικά τα βλαπτικά έντομα.
Στην Ανατολική Κρήτη, την ώρα που ο ιερέας διαβάζει το πρώτο ευαγγέλιο των Μεγάλων Ωρών, η παπαδιά μέσα στο ναό κάνει προζύμι, το οποίο μοιράζει κατόπιν στις γυναίκες του χωριού. Η μέρα αποτελεί γενική νηστεία από λάδι, συνήθως δε τηρείται ξηροφαγία ή παρασκευάζονται φαγητά χωρίς λάδι. Στη Σάμο παρασκευάζουν ειδικό άρτο, το «φτάζυμο», ενώ συχνή είναι η τελετουργική κατανάλωση ξιδιού, σε ανάμνηση του όξους που έδωσαν στον Χριστό πάνω στον σταυρό.