Παλιά έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στη Θεσπρωτία, που ξεχάστηκαν!

Τα Χριστούγεννα είναι μία από τις μεγαλύτερες γιορτές του χριστιανοσύνης… Πριν από τα Χριστούγεννα, από του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου), αρχίζει η νηστεία της Σαρακοστής και η ψυχική προπαρασκευή για τη μεγάλη εορτή της γέννησης του Χριστού. Έτσι οι οικογένειες το βράδυ του Αγίου Φιλίππου θ’ αποκρέψουν και θα ευχηθούν: «Καλή σαρακοστή να περάσουμε». Πριν τα Χριστούγεννα οι γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια τους και έφτιαχναν τα γλυκά (κουραμπιέδες, μπακλαβά κ.ά.). Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, έφτιαχναν τις «κλούρες». Την πρώτη «κλούρα» την έφτιαχναν για το Χριστό και την έβαζαν στο καντήλι του σπιτιού. Στις 22 Δεκεμβρίου, προπαραμονή των Χριστουγέννων σ’όλα τα χωριά, όλοι οι κάτοικοι, σ’όλα τα σπίτια, φτιάχνανε τηγανίτες σε καμένη πλάκα στη φωτιά, που συμβόλιζε τα σπάργανα του Χριστού. To πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, τα παιδιά κατά ομάδες, (και ήταν πολλά τότε), αφού χτυπούσαν πρώτα την καμπάνα της εκκλησίας, ξεκινούσαν για να πουν τα «κάλαντατα» στα σπίτια του χωριού. Στον ώμο τους είχα κρεμασμένο τον «τρουβά» για να βάλουν μέσα τις «κλούρες» (μικρά στρογγυλά ψωμάκια), τα κάστανα, τα καρύδια και τα αμύγδαλα που θα τους πρόσφεραν οι νοικοκυρές.

Τις ημέρες πριν τα Χριστούγεννα γίνονταν το σφάξιμο των γουρουνιών. οι οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρα, ακρίσιο, ζεστό νερό και αλάτι. Ήταν η εποχή που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Άλλωστε το κρέας του γουρουνιού ήταν το μόνο κρέας που θα έτρωγαν για όλο το χρόνο. (Εκτός πια και αν ψοφούσε κάποιο πρόβατο, γίδα ή κότα.)
Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που έφταναν πολλές φορές τα 20-25, τα οποία περίμεναν να πάρουν τη «φούσκα» του γουρουνιού, να τη φουσκώσουν και να παίξουν μ’ αυτή ποδόσφαιρο και άλλα παιχνίδια. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως “γουρουνοχαρά ή γουρνοχαρά”. Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν “έλα να σφάξουμε το γουρούνι”, αλλά “έλα, έχουμε γουρουνοχαρά”.
Η εργασία ήταν σκληρή και ο σφαγέας έπρεπε να είναι καλός τεχνίτης. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει τσεκούρι για να αποκόψει την καρωτίδα. Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν μπορούσαν να το σφάξουν, οπότε το γουρούνι έτρεχε να ξεφύγει με μισοκομμένο λαιμό. Επίσης, το γδάρσιμο απαιτούσε χέρι δυνατό και τεχνικό για να μην κάνει τρύπες, δεδομένου ότι το δέρμα αυτό το χρησιμοποιούσαν και έκαναν τα λεγόμενα «γουρνοτσάρουχα», που τα φορούσαν για όλο το χρόνο και προπαντός στα χωράφια.
Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια. Το αλάτιζαν και το έβαζαν στην «κάδ’» (ξύλινος κάδος) για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τους τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα. Αφού τελείωναν όλες τις δουλειές, καταπιάνονταν ύστερα με το γέμισμα των λουκάνικων, για τα οποία έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια.

Το κρέας το έκοβαν κομματάκια με μαχαίρια. Το έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο. Αυτό το κομμένο κρέας το έβραζαν μαζί με κομμένα πράσα και διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν. Να σημειώσουμε ότι λουκάνικα έφτιαχναν με τον ίδιο περίπου τρόπο και με το συκώτι του γουρουνιού (σκ’ωτένια ή σκ’ωτίσια).

Το λίπος, τον λεγόμενο «παστό», το έκοβαν μικρά κομματάκια και το ‘λιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του.

Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι «τσιγαρίδες».
Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με ρίγανη.

Το λιωμένο λίπος (=λίγδα) το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα.
Ακόμα τοποθετούσαν μέσα στη λίγδα κομμάτια βρασμένου κρέατος που το έλεγαν «καβουρμά». Ο «καβουρμάς» κρατούσε, χωρίς να χαλάσει, μέχρι το καλοκαίρι.
Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί ήταν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.
Από το γουρούνι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τίποτα δεν πετούσαν. Με το κεφάλι, τα αυτιά και τα πόδια, έφτιαχναν πατσά. Τον πατσά τον έβαζαν σε πιάτα, τον άφηναν να παγώσει και έτρωγαν σχεδόν όλο το χειμώνα.

Την ημέρα των Χριστουγέννων κανένας δε λείπει από την εκκλησία που είναι ολόφωτη από τα κεριά και τις λαμπάδες μέσα στη νύχτα. Μετά τη λειτουργία, χαιρετά ο ένας τον άλλον και εύχεται «χρόνια πολλά».

Στη Θεσπρωτία είχαν μια ωραία συνήθεια που τη βασίζανε σε μια παλιά παράδοση. Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, λέει, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήτανε νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους.
Έτσι, λοιπόν, όποιος πήγαινε στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, κρατούσαν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό, που έκαιγε, τρίζοντας. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά έπιαναν φωτιά κι πετούσαν σπίθες, εύχονταν οι άνθρωποι: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!»

Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.
Μετά τα Χριστούγεννα, στα 12μερα, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μην τους βρει η νύχτα έξω από το σπίτι, φοβούμενοι τους καλικάτζαρους. Τα 12μερα ούτε αλλάζανε, ούτε λουζόντουσαν για να φύγουν τα ξόρκια.

***
Για την Πρωτοχρονιά οι γυναίκες συγυρίζανε το σπίτι και κάνανε το κάθε τι να λάμπει. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με ανασηκωμένα τα μανίκια, με τα μαλλιά της κεφαλής δεμένα με μαντήλι για να μην τα τρώει η σκόνη, πλάθουνε και χτυπούνε το ζυμάρι, το πασπαλίζουνε με αλεύρι και μυρωδιές και κάνουνε τη “βασιλόπιτα”. «Ανοίγουνε φύλλο» και με έξι τέτοια φύλλα, χωρίς να προσθέσουν τίποτα άλλο έφτιαχναν τη βασιλόπιτα. Ανάμεσα στα φύλλα τοποθετούσαν διάφορα συμβολικά σχήματα που έφτιαχναν από κάποιο κλαδί. Και φυσικά έβαζαν μέσα το «φλουρί».

Την Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το μεσημέρι, την ψήνανε στο φούρνο. Το μεσημέρι μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι και ο μεγαλύτερος την έκοβε, αφού πρώτα την έστριβε τρεις φορές και τη «σταύρωνε» με το μαχαίρι. Το πρώτο κομμάτι ήταν πάντα του Χριστού και τα άλλα από έναν για τον καθένα, ανάλογα με το που θα σταματούσε η βασιλόπιτα μετά από τις τρεις στροφές.

Του Αγίου Βασιλιού, την Πρωτοχρονιά, φτιάχνανε κουλούρες με τρύπα στη μέση και το πρωί τις κρεμούσαν στα κέρατα του ζώου και αν έπεφτε ορθή κάτω θα γεννιότανε αγόρι ,αν έπεφτε ανάποδα θα γεννιότανε κορίτσι . Την ίδια μέρα κόβανε μια φούντα από ένα πουρνάρι και το βάζανε στη φωτιά και λέγανε ευχές (αρνιά κατσίκια θηλυκά και μοσχάρια παιδιά αρσενικά).