Ο Έλληνας είναι συνυφασμένος με την πολιτική. Στην Ελλάδα, άλλωστε δεν είναι κρυφό, η πολιτική πάντα δημιουργούσε πάθη, διαμάχες, ακόμη και διχασμούς. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα μικρόβιο που δεν είχε συχνά αρνητική επίδραση, αλλά σίγουρα ορισμένες φορές μόλυνε και έφερνε αρρωστημένες καταστάσεις. Οι εκλογές, η γιορτή της πολιτικής, έχουν και αυτές τις δικές τους μεγάλες ιστορίες και μερικές πέρασαν και στο λευκό πανί.

Για τους νεώτερους ίσως φανεί περίεργο, αλλά οι εκλογές πριν μερικές δεκαετίες, πριν μπουν στη ζωή μας τα κανάλια, το διαδίκτυο, τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και οι ευρωπαϊκές συνήθειες, ήταν μια μάχη που ξεκινούσε πολύ πριν από τη διεξαγωγή τους και πολλές φορές δεν τέλειωνε ποτέ, αφού με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων αναπτυσσόταν ταυτόχρονα η ιδέα, η πεποίθηση, η φημολογία ότι πάμε άμεσα για τις επόμενες, για τη ρεβάνς, για την τελική επικράτηση.

Παρόλα αυτά, ο ελληνικός κινηματογράφος τίμησε το θέμα των εκλογών, με πολύ λίγες ταινίες, επιδεικνύοντας έναν φόβο για το θέμα αυτό, ίσως γιατί το παλιό ελληνικό σινεμά ήταν λαϊκό θέαμα και οι συνέπειες ενός λάθους χειρισμού να ήταν καταστροφικές. Εν αντιθέσει με τα τελευταία χρόνια, τις μεταπολεμικές δεκαετίες, μέχρι και την πτώση της χούντας, ήταν άγνωστη η πολιτική τοποθέτηση σχεδόν όλων των αγαπημένων πρωταγωνιστών, όπως και των τραγουδιστών ή άλλων γνωστών στο χώρο του θεάματος.

Επιπλέον, στον λεγόμενο παλιό εμπορικό κινηματογράφο οι ταινίες με πολιτικές αναφορές ήταν επίσης, πολύ λίγες και αυτές σχεδόν όλες έχοντας μια μονοδιάστατη μικρομεσαία αστική οπτική, δηλαδή μία έμμεση και ήπια κριτική, για τους πολιτικούς, που δεν έχουν κακές προθέσεις, αλλά πέφτουν θύματα των τρωκτικών που τους περιτριγυρίζουν ή άλλων συμπτώσεων. Έτσι, ενώ τις δεκαετίες του ’50 και ’60 όταν, ας πούμε στη γειτονική Ιταλία, έχουμε πολιτικές ταινίες και ειδικά κάποιες δηλητηριώδεις κωμωδίες που ισοπεδώνουν το πολιτικό κατεστημένο, στην Ελλάδα έχουμε ανάλαφρες κωμωδίες, που τις περισσότερες φορές μπορεί να βάζουν κάποιες ιδέες, αλλά στο τέλος έχουμε μια στρογγυλοποίηση των καταστάσεων και των χαρακτήρων, έτσι για να φύγουμε γελώντας και αγκαλιασμένοι από το σινεμά.

Με αφορμή τις αυριανές εκλογές, για το Ευρωκοινοβούλιο, τους δήμους και τις Περιφέρειες, ας θυμηθούμε τις ταινίες με θέμα τις εκλογές που έχουν ένα διαφορετικό άρωμα και που θυμίζουν στους παλαιότερους εποχές που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, αν και πάντα υπάρχουν οι δεσμοί με τις σύγχρονες εποχές. Θα θυμηθούμε τους αξέχαστους Γκρούεζα, Μαυρογιαλούρο και Γκόρτσο, τους διαχρονικούς ψευτοθόδωρους και τους απαραίτητους κλακαδόρους.

«Υπάρχει και Φιλότιμο»

Εμβληματική κωμωδία του 1965, που προβάλλεται πάντα την ημέρα των εκλογών από κάποιο κανάλι και που γύρισε ο Αλέκος Σακελλάριος, σε σενάριο που έγραψε ο ίδιος σε ιστορία του Χρήστου Γιαννακόπουλου. Με τον αξέχαστο και ιδανικό, για το ρόλο του πασίγνωστου υπουργού Μαυρογιαλούρου, Λάμπρο Κωνσταντάρα, ο οποίος ενώ απολαμβάνει το μύθο του αξιώματός του, ανακαλύπτει, σε μία επίσκεψή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του και εκλογική του περιφέρεια, στην οποία πηγαίνει γιατί, όπως πάντα οι εκλογές είναι κοντά, την άποψη που έχουν γι’ αυτόν οι κάτοικοι ενός διπλανού χωριού, αλλά και τις ρεμούλες του κομματάρχη του, επίσης διάσημου πια, Γκρούεζα.

Παρά τις απλοϊκότητα του σεναρίου, με την παντελή άγνοια του υπουργού για το τι συμβαίνει δίπλα του, από τον ιδιαίτερό του μέχρι τον κομματάρχη του ή τι πραγματικά επικρατεί στην εκλογική του περιφέρεια, αλλά και μεσοαστικές συνήθειες τύπου κουμκάν το βραδάκι, σταυρόλεξο στο υπουργείο, κουβέντες για τη μαύρη τραγουδίστρια σε κάποιο νυχτερινό κέντρο, η ταινία θίγει το θέμα του κομματικού κράτους, της οικογενειοκρατίας (ο παππούς και ο πατέρας του Μαυρογιαλούρου ήταν κι αυτοί πολιτικοί και «το μεγαλύτερο τζάκι του τόπου», αλλά και της τεράστιας απόστασης μεταξύ των προβλημάτων των απλών ανθρώπων και των πολιτικών και των μπαρ του Κολωνακίου που συχνάζουν. Η ταινία διαθέτει αξέχαστες ατάκες και διαλόγους («μαύρο δαγκωτό», «φάγανε, φάγανε, φάγανε..») ή τις οικείες πλέον σκηνές με τα φάσκελα των χωρικών όταν ακούγεται το όνομα του Μαυρογιαλούρου, αλλά και την περίφημη σκηνή που ο Μαυρογιαλούρος προβάρει τον λόγο του και είναι έτοιμος να πει ακόμη ένα από τα «θα» του και τον καλύπτει ένα γκάρισμα γαϊδάρου. Φυσικά η ταινία τελειώνει με θετικό τρόπο για τον υπουργό, καθώς αυτός παραιτείται από το υπουργείο του, αναγνωρίζοντας την αποτυχία του, κάτι που μάλλον δεν έχει συμβεί ποτέ στην ελληνική πολιτική σκηνή. Στον καλύτερο ρόλο του ο Κωνσταντάρας, καθιερώνει τον Μαυρογιαλούρο ως σημείο αναφοράς στην πολιτική, ενώ εξαιρετικός και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, στο ρόλο του κομματάρχη Γκρούεζα. Παίζουν με κέφι και οι Ανδρέας Ντούζος (ο ιδιαίτερος του υπουργού), Νίκη Λινάρδου, Γιώργος Γαβριηλίδης, Μίτση Κωνσταντάρα, Μέλπω Ζαρόκωστα, Χρήστος Δοξαράς και Χάρης Παναγιώτου.

«Τζένη Τζένη»

Ένα χρόνο μετά κι ενώ τα πολιτικά πράγματα στη χώρα μπορούν να χαρακτηριστούν επιεικώς ταραγμένα, έρχεται η κωμωδία «Τζένη Τζένη», που γύρισε ο Ντίνος Δημόπουλος, σε σενάριο των Ασημάκη Γιαλαμά και Κώστα Πρετεντέρη. Σε ένα νησί – στις πανέμορφες Σπέτσες – ο εφοπλιστής Κασανδρής (Λάμπρος Κωνσταντάρας) φέρνει από το εξωτερικό τον νεαρό ανιψιό του Μαντά (Ανδρέας Μπάρκουλης) για υποψήφιο στις επικείμενες εκλογές, έχοντας να αντιμετωπίσει τον Σκούταρη (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) ένα διαφορετικό κομματάρχη, που έχει τρέλα με την πολιτική και υποστηρίζει τον «λαϊκό» Γκόρτσο, «το παιδί του λαού», αν και υπέργηρο. Η κόρη του Σκούταρη, η Τζένη (Καρέζη) που θέλει να γίνει δασκάλα και μπαινοβγαίνει στη βιβλιοθήκη των Κασανδρήδων, θα δεχθεί έναν «χαριτωμένο» εκβιασμό από την εφοπλιστική οικογένεια, για να συνάψει ένα λευκό γάμο με τον Μαντά, ο οποίος έχει ήδη παντρευτεί στο Αμέρικα, προκειμένου να εξουδετερωθεί η δύναμη του πατέρα της, που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα..

Εδώ το αίσθημα, που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο νέων, κυριαρχεί, ενώ θίγονται ακροθιγώς τα πολιτικά ήθη, τα προβλήματα των κατοίκων του νησιού, τα παιχνίδια εξουσίας και η σκοπιμότητα της υποψηφιότητας ενός γόνου εφοπλιστών. Καρέζη και Μπάρκουλης λάμπουν, πολύ καλός και ο Κωνσταντάρας, αλλά ο Παπαγιαννόπουλος στο ρόλο του Σκούταρη κλέβει την παράσταση και πάνω του αποτυπώνεται το πάθος των Ελλήνων για την πολιτική. Η ταινία σήμερα μπορεί να βλέπεται ευχάριστα και να γλυκαίνει τις μνήμες («Άνω Παναγιά, Κάτω Παναγιά, Πέρα Παναγιά, Δώθε Παναγιά…» ή «καημένε Γκόρτσο, τι όνειρο να έβλεπες;»), αλλά βρίσκεται πολύ μακριά από την πραγματικότητα, καθώς όταν γυριζόταν η ταινία η Αθήνα και όλη η Ελλάδα καιγόταν, με την «αποστασία» και τα «Ιουλιανά».

«Θανασάκης ο Πολιτευόμενος»

Κλασική ελληνική κωμωδία, που γύρισε με κέφι ο Αλέκος Σακελάριος το 1954, σε σενάριο που έγραψε ο ίδιος μαζί με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, με έναν υπέροχο Ντίνο Ηλιόπουλο στο ρόλο ενός μεγαλομπακάλη, ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει την έπαρση του γαμπρού του Θανασάκη Γκοβότσου (Βύρωνας Πάλλης) που θέλει και αυτός με τη σειρά του να σώσει τη χώρα μπαίνοντας στην πολιτική και τρώγοντας την προίκα της αδελφής (Άννα Συνοδινού) του μεγαλομπακάλη. Η ταινία μας μεταφέρει σε μια Αθήνα, που δεν υπάρχει πια και όπου η πολιτική στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στα χρήματα που μπορεί να διαθέσει ο κάθε υποψήφιος. Φυσικά υπάρχουν και οι νύξεις για τον οπορτουνισμό και τον αμοραλισμό που διαχέονται στην πολιτική και τους πολιτικούς της εποχής, (οι πολιτευτές που αλλάζουν κόμματα σαν τα πουκάμισα και σύμφωνα με το προσωπικό τους συμφέρον, οι πολιτικοί αρχηγοί και τα μεγάλα λόγια τους, οι αλλεπάλληλες εκλογές κλπ) αλλά μάλλον τις εντυπώσεις κερδίζουν οι ιστορίες με το πόσο κοστίζουν οι πιτσιρικάδες που μοιράζουν τα φυλλάδια, οι γκροτέσκο αφίσες των υποψηφίων και τα αστεία ονόματά τους, οι κλακαδόροι, τα καφενεία, τα κεράσματα. Ακόμη και ότι τα αποτελέσματα τότε τα μάθαιναν από το ραδιόφωνο..

Βεβαίως και η ταινία διαθέτει ξεκαρδιστικές ατάκες, όπως «φέρε κάνα λάχανο στο σπίτι σου πρώτα και ύστερα αναλαμβάνεις το υπουργείο Γεωργίας», όπως λέει στον Θανασάκη ο μεγαλομπακάλης, ή πάλι όταν ο μόνιμα υποψήφιος λέει «εγώ αν θέλω τη νομαρχία την έχω εδώ», δείχνοντας τη χούφτα του και ο Ηλιόπουλος του απαντά «Ε, λοιπόν αυτό που θαυμάζω σε σένα είναι η χούφτα σου..»

«Η Κυρία Δήμαρχος»

Το 1960, ο Ροβήρος Μανθούλης γυρίζει την γνωστή κωμωδία «Η Κυρία Δήμαρχος», σε σενάριο των Νέστορα Μάτσα και Βίωνα Παπαμιχάλη, με την ανεπανάληπτη Γεωργία Βασιλειάδου, να θέλει να πάρει τη δημαρχία από τον πληθωρικό Βασίλη Αυλωνίτη. Η ταινία, εκτός από τους δυο πρωταγωνιστές και τους αξιόλογους καρατερίστες, δεν έχει ιδιαίτερο πολιτικό λόγο και απλώς φωτίζει ορισμένες γλαφυρές καταστάσεις και πολιτικά ήθη. Βεβαίως και μόνο που μια γυναίκα θέλει να γίνει δήμαρχος είναι κάτι ανατρεπτικό για την εποχή, αλλά όλα τακτοποιούνται στο τέλος, με την υπεροχή του ανδρός. Από κει και πέρα, έχει μια πλάκα η «πανουργία» της υποψήφιας δημάρχου Βασιλειάδου που διατηρεί ταβέρνα απέναντι από το καπηλειό του Αυλωνίτη, αλλά μέχρις εκεί. Παίζουν ακόμη Νίκος Κούρκουλος, Αλέκα Στρατηγού, Κούλα Αγαγιώτου, Νίκος Φέρμας, Αθηνά Μιχαηλίδου κά. Αξίζει να αναφερθεί ότι στα ατού της ταινίας είναι και η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του Καζαντζίδη και της Μαρινέλας, ένα αχτύπητο δίδυμο της εποχής, ενώ μουσική και τραγούδια έχουν γράψει Μάνος Χατζιδάκις και Αργύρης Κουνάδης.

«Η βουλευτίνα»

Σχετικά συμπαθητική κωμωδία (1966) του μετρ της άρπα κόλλας Κώστα Καραγιάννη, σε σενάριο Λάκη Μιχαηλίδη και Γιώργου Κατσιαμπή, με ένα ακόμη μόνιμο υποψήφιο πολιτευτή, που το όνομά του κανονικά θα έπρεπε να τον αποτρέψει από την περιπέτεια της πολιτικής. Πρόκειται για τον Περικλή Αράπη (Σταύρος Ξενίδης) που θέλει να βγει βουλευτής και χάνει συνεχώς χρήματα από τη μικρή του επιχείρηση, την οποία εγκαταλείπει για να τρέχει στις Μαγκουφάνες και τις Κουκουβάουνες προκειμένου να κυνηγήσει την ψήφο και ταυτόχρονα αφήνει την μόνιμη αρραβωνιαστικιά του Ρένα Βλαχοπούλου στα κρύα του λουτρού. Η Βλαχοπούλου, που πιστεύει ότι δεν θα δει στεφάνι αν δεν βγει βουλευτής ο αγαπημένος της Αράπης, μπαίνει και αυτή στον προεκλογικό του αγώνα, αλλά μία σύμπτωση θα τη φέρει εκείνη στη Βουλή ως βουλευτίνα. Καλός ο Σταύρος Ξενίδης, ειδικά στις στιγμές θλίψης του, μετά από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες του ως υποψήφιος, όπως και ο Νίκος Ρίζος στο ρόλο του παρατρεχάμενου και βοηθού του, που πληρώνει τα καφενεία και τους «αυθόρμητους» υποστηρικτές.

«Οι 900 της Μαρίνας»

Από τις λιγότερο γνωστές ταινίες με θέμα τις εκλογές, που γύρισαν με προχειρότητα το 1960 ο Κώστας Δούκας με τον Θάνο Σάντα. Σε ένα χωριό, ο παλαίμαχος βουλευτής Δαμαλάς κι ένας νεαρός ιδεαλιστής (Νίκος Τζόγιας), γιος του γιατρού της περιοχής, είναι αντίπαλοι στις επικείμενες εκλογές. Ωστόσο, ο ρυθμιστής των εκλογών είναι ο πανίσχυρος πρόεδρος του χωριού, Δαλέγγος (Άρης Μαλιαγρός), που κρατά σφιχτά 900 ψήφους. Στην ιστορία θα εμπλακεί και η κόρη του (Γκέλυ Μαυροπούλου), που ερωτεύεται τον Τζόγια και όλα θα ανατραπούν απ’ τον έρωτα των δύο νέων. Στην ταινία παίζει και ο Θανάσης Βέγγος σε ένα χαρακτηριστικό ρόλο, αυτόν του αφελή παλικαρά που χρησιμοποιεί ο παράγοντας της περιοχής για να κάνει τα δικά του παιχνίδια.

Αυτές είναι οι πέντε ταινίες που έχουν άμεση σχέση με τις εκλογές στην Ελλάδα, αλλά υπάρχουν και κάποιες άλλες που μπορούν να τοποθετηθούν στο πλαίσιο των «πολιτικών» ταινιών του παλιού εμπορικού σινεμά. Ανάμεσά τους οι γνωστές κωμωδίες «Ζητείται Ψεύτης», μία ακόμη εμβληματική ταινία για την πολιτική τάξη και τους πολιτικούς, με καλογραμμένο σενάριο του Δημήτρη Ψαθά και σε σκηνοθεσία του Δαλιανίδη, με πρωταγωνιστή τον «Ψευτοθόδωρο» (Ντίνο Ηλιόπουλο) που αναλαμβάνει ιδιαίτερος του πολιτικού γραφείου του βουλευτή Θεόφιλου Φερέκη (Παντελής Ζερβός). Ο Θανάσης Βέγγος στο ρόλο του σωματοφύλακα του βουλευτή απολαυστικός.

Επίσης, υπάρχει η ταινία «Φωνάζει ο Κλέφτης», που υπογράφει ο Δαλιανίδης, από το θεατρικό του Δημήτρη Ψαθά, όπου ένας έντιμος υπάλληλος πέφτει θύμα των τρωκτικών που ροκανίζουν τα χρήματα ενός οργανισμού και τον κατηγορούν για αναρχικό. Πρωταγωνιστεί και πάλι ο Ντίνος Ηλιόπουλος, στο ρόλο του υπαλλήλου, ενώ παίζουν και οι Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, στο ρόλο του στρατηγού και προέδρου του οργανισμού, η Ρένα Βλαχοπούλου (σύζυγος προέδρου), αλλά ξεχωρίζουν τόσο ο Ανδρέας Ντούζος στο ρόλο του «λαμόγιου» έμπιστου υπαλλήλου, που φωνάζει ότι υπάρχει συνωμοσία αναρχικών και ο Νικήτας Πλατής που υποδύεται υποδειγματικά τον αστυνομικό διοικητή. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το σαφές πολιτικό σχόλιο που γίνεται στην κλασική ταινία «Ένας ήρωας με παντούφλες», με τον υπουργό, τον ιδιαίτερο και τον κολλητό, που βγάζουν λεφτά από την αφέλεια του ήρωα στρατηγού Βασίλη Λογοθετίδη, στήνοντας ένα άγαλμα μπροστά από το φτωχικό σπιτικό του, αλλά και ορισμένες κωμωδίες του Θανάση Βέγγου, που γύρισε σε σκηνοθεσία του εξαιρετικού Ντίνου Κατσουρίδη, όπως και το γεμάτο πίκρα φιλμ «Θανάση Πάρε το Όπλο Σου» (1972) όπου ένας φτωχός και καλόκαρδος οδηγός φορτηγού φτάνει στα όριά του από το ανάλγητο καθεστώς και τους ανθρώπους του, ενώ πως είναι δυνατόν να ξεχάσουμε και τον θρυλικό «Καλοχαιρέτα» και την αθάνατη ατάκα του: «Ε-τε-λεί-ω-σε».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025