Υπάρχει μια γενική παραδοχή, ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς – κοινωνικό ζήτημα που μας απασχολεί συνεχώς. Δεν υπάρχει ημέρα που να μην προκύπτουν προβλήματα στη λειτουργία των σχολείων. Ωστόσο, κουβεντιάζουμε τα συμπτώματα, χωρίς να αναρωτιόμαστε αν πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο προσέγγισης των θεμάτων.
Του Νίκου Τσούλια, Γραμματέας του Τομέα Παιδείας ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ
Δεν νιώθουμε την ανάγκη να ανοίξουμε μια συζήτηση, έναν θεσμικό διάλογο για το τι σχολείο και τι εκπαίδευση θέλουμε. Περνάνε οι εποχές, αλλάζουν πολλά ζητήματα στις κοινωνίες, και πορευόμαστε σαν η όλη εξέλιξη να μην αφορά το σχολείο.
Στη συνέχεια, αφού διαμορφώσουμε το εκπαιδευτικό- παιδαγωγικό – κοινωνικό – πολιτισμικό – μορφωτικό πλαίσιο με τα βασικά τους στοιχεία και αξιολογήσουμε ποια είναι τα μείζονα στοιχεία, μπορούμε να απαντήσουμε σε μια γενική εκδοχή στο τι σχολείο θέλουμε, εκδοχή που θα έχει κάποιες βεβαιότητες αλλά δεν θα είναι δογματική και θα μπορεί να μετασχηματίζεται με βάση τις αλλαγές.
Το επόμενο ερώτημα που τίθεται – εξ ορισμού θα έλεγα – είναι το ποιοι είναι οι κύριοι παράγοντες που εκπληρώνουν την κοινωνική αποστολή του σχολείου, και μάλιστα με κάποια ιεράρχηση.
Αν η απάντηση, όσον αφορά τον κύριο συντελεστή, είναι ο εκπαιδευτικός, όπως είναι η κοινή πεποίθηση τόσο από την παγκοσμιότητα αυτής της θεώρησης όσο και από την διαχρονική πορεία των εκπαιδευτικών συστημάτων, τότε προκύπτουν τα επόμενα ερωτήματα.
Τι θέλουμε από τους εκπαιδευτικούς; Αγαπάνε τους μαθητές και το σχολείο; Ποια πρέπει να είναι τα προσόντα τους και ποιες οι ευθύνες τους; Πώς τους στηρίζουμε και πώς συνεργαζόμαστε μαζί τους; Και αυτά τα ερωτήματα αφορούν την πολιτεία και τις κυβερνήσεις, την κοινωνία και κάθε γονέα.
Φυσικά υπάρχουν ερωτήματα που θέτουν και οι εκπαιδευτικοί στην κοινωνία και στην πολιτεία. «Είναι σημαντικός εθνικά ο ρόλος μας; Εξασφαλίζονται τα απαραίτητα στοιχεία για τη λειτουργία των σχολείων, για τη διαρκή επιμόρφωσή μας, για τον διαρκή εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης, για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Μπορεί να μη λείπουν εκπαιδευτικοί από την αρχή μέχρι το τέλος των σχολικών ετών, να έχουμε ένα οικονομικό και εργασιακό στάτους, που θα σέβεται την αξιοπρέπειά μας»;
Ταυτόχρονα, ισχυρίζομαι πως τα ερωτήματα αυτά δεν τίθενται ως προϋποθέσεις, για να ανταποκρίνονται οι εκπαιδευτικοί στο καθήκον τους – αυτό πρέπει να το υπηρετούν ανεξάρτητα από τις εν λόγω απαιτήσεις. Όμως σε κάθε περίπτωση οι προϋποθέσεις θα πρέπει να εξασφαλίζονται εκ μέρους της πολιτείας.
Αν θεωρούμε ότι οι εκπαιδευτικοί διαμορφώνουν ένα σημαντικό κοινωνικό έργο για την χώρα μας και για το λαό μας, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε και το οποίο είναι και χωρίς κόστος – γιατί στις ημέρες μας όλο μιλάμε για το κόστος αγνοώντας την ουσία των πραγμάτων – είναι αν αγαπάμε τους εκπαιδευτικούς. Ναι, αν τους αγαπάμε! Γιατί δεν φαίνεται από το κλίμα των ημερών ότι αυτό είναι δεδομένο.
Αν αυτό δεν ισχύει, ίσως τα παρακάτω να μην έχουν και μεγάλη σημασία. Ωστόσο, με δεδομένο ότι ο ορθολογισμός, η εμπειρία αλλά και τα μεγάλα προτάγματα της δημοκρατίας «θεωρούν» ότι η εκπαίδευση, η παιδεία και η μόρφωση είναι οι βασικοί διαμορφωτές του μέλλοντος μιας πολιτείας, συνεχίζω το προβληματισμό μου.
Εξασφαλίζεται η ανάλογη πολιτική μέριμνα γι’ αυτή τη βαριά αποστολή του σχολείου και των εκπαιδευτικών; Γίνεται οργανωμένος θεσμικός διάλογος μεταξύ Υπουργείου Παιδείας και εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών, για τα προβλήματα και τις λύσεις των σχολείων, για τις αναγκαίες αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα – ένας διάλογος, που θεωρείται sine qua non στοιχείο για μια ουσιαστική εξέλιξη στους θεσμούς της παιδείας από διεθνείς Οργανισμούς και Φορείς: UNESCO, OECD, Education International, Ευρωπαϊκή Ένωση; Και ακόμα, γίνεται συστηματικός διάλογος μεταξύ εκπαιδευτικών και γονέων, που de facto είναι οι κύριοι πυλώνες της διαπαιδαγώγησης;
Αν ο διάλογος είναι η πεμπτουσία της διδασκαλίας αλλά και της κοινωνίας και της δημοκρατίας, πώς μπορεί να λείπει από τη γενική θεώρησή μας για το σχολείο, πώς μπορούμε να μη συζητάμε με τους εκπαιδευτικούς;