Στην αρχή σπαρακτικά μηνύματα: «Τηλεφώνησε στην αστυνομία, ξέσπασαν πυροβολισμοί στο σχολείο», «μη μου τηλεφωνείς», «σε αγαπώ». Και κατόπιν μια ανησυχητική σιωπή. Η Νικόλ Σουάρεζ κατάφερε εντούτοις να επιζήσει από το μακελειό στο Λύκειο της Φλόριντας. Είναι καλά τώρα, σωματικά τουλάχιστον. Όμως φοβάται να επιστρέψει στο σχολείο της.
Πριν από λίγες ώρες, ο πατέρας της την εκλιπαρούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Να του πει ότι είναι ζωντανή, να του στείλει ένα μήνυμα όπου απλά «θα είχε γράψει μονάχα ένα γράμμα».
Σε ηλικία 15 ετών, η Νικόλ είναι μία από τις επιζήσασες της επίθεσης στη Φλόριντα, όπου χάθηκαν 17 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι 15, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου στο λύκειο του Πάρκλαντ, στις νοτιοανατολικές ΗΠΑ.
Όταν ο Νίκολας Κρουζ, ηλικίας 19 ετών, άνοιξε πυρ εναντίον των μαθητών του παλιού του σχολείου, η Νικόλ αναζήτησε καταφύγιο μαζί με μια φίλη της σε μια τάξη.
«Κολλήσαμε τα κορμιά μας στον τοίχο, ήμασταν περίπου 40 παιδιά εκεί μέσα.. όλοι είχαμε πανικοβληθεί. Όλοι τηλεφωνούσαν στους γονείς τους, στην αστυνομία» αφηγείται το κορίτσι στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Το ίδιο πρωί είχαν πάρει μέρος σε μια άσκηση για την περίπτωση που σημειωνόταν πυρκαγιά, ενώ στις αρχές του έτους οι περίπου 3000 μαθητές του σχολείου είχαν ενημερωθεί ότι θα γινόταν άλλη μια άσκηση, χωρίς προειδοποίηση. Το σενάριο θα ήταν ότι στο σχολείο τους θα σημειωνόταν μια ένοπλη επίθεση. Οι συνθήκες, όπως τους είχαν εξηγήσει, θα ήταν άκρως ρεαλιστικές με στόχο να προετοιμαστούν τα παιδιά επαρκώς. Επομένως, πολλοί ήταν εκείνοι που αρχικά σκέφτηκαν ότι επρόκειτο για άσκηση. Σύντομα, ωστόσο, η βροχή από σφαίρες και τα ουρλιαχτά θα τους έπειθαν για το αντίθετο.
«Τον ακούγαμε»
«Άρχισα να περπατώ στον διάδρομο και να ακουώ «μπαμ, μπαμ, μπαμ». Κατόπιν είδα τους άλλους να τρέχουν προς τα εμένα φωνάζοντας «Γύρνα πίσω!». Όλοι τους προσπαθούσαν να μπουν στις τάξεις τους» θυμάται η Νικόλ.
«Ψελλίζαμε «Θεέ μου», διότι μπορούσαμε να τον ακούσουμε να περπατάει πίσω από την πόρτα μας. Πυροβολούσε, στην κυριολεξία… Ένας καθηγητής που σκοτώθηκε, είχε μπει σε μια τάξη λίγο πιο κάτω από τη δική μας όταν τον πυροβόλησε».
Με τον πανικό να την έχει καταβάλει, η Νικόλ γράφει στους γονείς της. Στέλνει μηνύματα με το κινητό της τηλέφωνο γύρω στις 14.27 τοπική ώρα.
«Τηλεφωνείστε στην αστυνομία, σημειώνονται πυροβολισμοί στο σχολείο». Κατόπιν «μη μου τηλεφωνήσετε» και «σε αγαπώ», γράφει η έφηβη διευκρινίζοντας ότι έχει καταφύγει στον τρίτο όροφο του σχολείου. Μετά, σταματάει κάθε επικοινωνία.
Σε απόγνωση ο πατέρας της τη «βομβαρδίζει» με μηνύματα, χωρίς να παίρνει καμία απάντηση:
«Μείνε κρυμμένη, μην κινείσαι καθόλου».
«Είσαι μόνη;»
«Νικόλ, είσαι καλά;»
«Σε παρακαλώ απάντησέ μου!».
«Νικόλ, πού βρίσκεσαι;»
«Σε παρακαλώ γράψε μου κάτι για να ξέρω ότι είσαι καλά»
«Έστω ένα γράμμα»
«Είμαι μόνο 15 ετών!»
Η μητέρα της Μέιβι Ρουμπιάνο περιγράφει τις στιγμές αγωνίας που έζησε. Δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της. «Προσπαθούσα ξανά και ξανά να επικοινωνήσω με εκείνη, δεν απαντούσε στα μηνύματά μου. Ένιωθα τόση αγωνία».
Με τους γονείς της να προσπαθούν μάταια να επικοινωνήσουν με εκείνη, η Νικόλ άρχισε να μην νιώθει τα πόδια της, καθώς ήταν για πολλή ώρα κουλουριασμένη. Όταν οι άνδρες των ειδικών δυνάμεων SWAT ανακάλυψαν τα παιδιά και τους εξήγησαν ότι θα τους απομακρύνουν σε ομάδες των 10 ατόμων, η Νικόλ ήταν μεταξύ των πρώτων.
«Μην κοιτάζετε. Τρέξτε, μην σταματήσετε να τρέχετε ό,τι κι αν γίνει» τους παρότρυνε ένας αστυνομικός. Εκείνη δεν τον άκουσε και έριξε μια ματιά γύρω της.
«Είδα πτώματα, δεν ήξεραν εάν ήταν ζωντανοί ή νεκροί…».
Αφού επέστρεψε στο σπίτι της, δεν κατάφερε να κοιμηθεί.
«Προφανώς, θα νιώθω φόβο. Είμαι μόλις 15 ετών! Κανείς δεν αναμένει να του συμβεί κάτι τέτοιο. Από το πουθενά».