Eπιμέλεια: Κωνσταντίνου Λούβρου, M.D.
Ανάμεσα στα πολλά βάσανα που πέρασε ο ελληνικός λαός την περίοδο της Κατοχής, το πιο τρομερό ήταν η μεγάλη πείνα, από την οποία ειδικά τον πρώτο χρόνο (1941-1942) πέθαναν… χιλιάδες άνθρωποι. Οι κατακτητές άρπαξαν από τη χώρα ό,τι τους ήταν χρήσιμο για τον πόλεμο που συνέχιζαν με άλλες χώρες (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος): τρόφιμα, πρώτες ύλες από τα εργοστάσια, μεταφορικά μέσα και καύσιμα, χρήματα. Έπεσε μεγάλη φτώχεια γιατί έκλεισαν εργοστάσια και μαγαζιά και ο κόσμος έμεινε χωρίς δουλειά. Επίσης τα λεφτά έχασαν την αξία τους γιατί οι κατακτητές τύπωναν δικά τους σε μεγάλες ποσότητες και ανάγκαζαν τους Έλληνες να τα δέχονται για αληθινά. Μετά από λίγο καιρό, για να αποκτήσει κάποιος οτιδήποτε έπρεπε να το ανταλλάξει με κάτι άλλο γιατί κανείς δε δεχόταν χρήματα.
Η κατάσταση της Ελλάδος πριν το 1940.
Πριν από τον πόλεμο η Ελλάδα δεν είχε αυτάρκεια σε τρόφιμα και επομένως, για να διατηρηθεί το επίπεδο διατροφής του λαού, ήταν απαραίτητος ο συμπληρωματικός εφοδιασμός της από το εξωτερικό. Η Ελλάδα του 1940, για 25 χρόνια είχε παλέψει, με σοβαρότατα προβλήματα. Είχε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και να ξεπεράσει τις οικονομικές επιπτώσεις και να αφομοιώσει το ενάμισι περίπου εκατομμύριο προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία. Οι προπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις λαμβάνουν δραστήρια μέτρα και προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, και η αυξανόμενη παραγωγή δεν ήταν αρκετή για να θρέψει ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό και να εξασφαλίζει την αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα και οι εισαγωγές αγαθών εξακολουθούν να είναι αναγκαίες. Ο ελληνικός αγροτικός πληθυσμός ζει με μεγάλη λιτότητα έχοντας ως κύριο διατροφικό μέσο το ψωμί. Η κατανάλωση κρέατος, γάλακτος και ψαριών καθώς και των προϊόντων πολυτελείας (τσάι, καφές, κακάο κ.ά.) είναι εξαιρετικά χαμηλή. Καθώς πλησιάζει η έκρηξη του πολέμου η κατάσταση επιδεινώνεται. Οι τοπικές επιστρατεύσεις, οι στρατιωτικές προπαρασκευές και η εκτέλεση αμυντικών έργων απορροφούν ολοένα και περισσότερα αποθεματικά ποσά. Ταυτόχρονα ο κίνδυνος της σύρραξης προξένησε δικαιολογημένο πανικό στον λαό με αποτέλεσμα την πρωτοφανή αγοραστική κίνηση σε ολόκληρη τη χώρα που εξαφάνισε κάθε διαθέσιμο απόθεμα αγαθών. Η έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 προκάλεσε εξάλλου δυσχέρειες στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδος αλλά και στην υπερπόντια ελληνική ναυτιλία, που επέφερε αναπόφευκτες συνέπειες στον απαραίτητο εφοδιασμό από το εξωτερικό και κατ’ επέκταση στον εντοπισμό του ελληνικού πληθυσμού.
Η επιστράτευση στερεί τη γεωργία από τα απαραίτητα εργατικά χέρια, ενω η επίταξη των μεταφορικών μέσων και των υποζυγίων αποδυναμώνει και δυσχεραίνει καταστροφικά την παραγωγή. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η παρατεταμένη ξηρασία που οδηγεί σε μεγάλη μείωση της φθινοπωρινής σποράς (μόνο το 1/10 της κανονικής) αλλά και η έλλειψη σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και καυσίμων εξαιτίας του πολέμου. Το 1941 η σοδειά έχει πέσει στο μισό τόσο εξαιτίας του πολέμου αλλά και εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι πρώτες ελλείψεις έχουν αρχίσει να εμφανίζονται πριν ακόμη την έλευση του κατακτητή. Μετά την αρχή της Κατοχής η πείνα κάνει αισθητή την παρουσία της, χωρίς να φτάσει όμως ακόμη στο σημείο που θα βρεθεί αργότερα. Στις αρχές φθινοπώρου του 1941 ήδη τα εισοδήματα, οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν σχεδόν εκμηδενισθεί. Τα περισσότερα λαϊκά συσσίτια που ιδρύονται το καλοκαίρι διακόπτουν τη λειτουργία τους γιατί δεν διαθέτουν τα μέσα και δεν βρίσκουν τρόφιμα.
Πιο πολύ υπέφεραν από την πείνα οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Αθήνας καθώς και οι κάτοικοι των νησιών. Αυτό συνέβη γιατί με τον πόλεμο είχαν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό οι δρόμοι και δεν μπορούσαν να έρθουν τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, όσπρια, λαχανικά) από την επαρχία όπου τα καλλιεργούσαν. Επίσης, όπως είδαμε, οι κατακτητές είχαν αρπάξει τα περισσότερα αυτοκίνητα και καύσιμα. Άλλος λόγος ήταν ότι οι αγρότες στην επαρχία δεν εμπιστεύονταν τους κατακτητές και την κυβέρνηση από τους Έλληνες «δωσίλογους» που είχαν διορίσει οι πρώτοι, για να τους πουλήσουν τα προϊόντα τους και να πάρουν χρήματα χωρίς αξία. Προτιμούσαν λοιπόν να τα κρατήσουν και να τα καταναλώσουν οι ίδιοι ή να τα ανταλλάζουν με άλλα προϊόντα που είχαν ανάγκη. Έτσι όμως δεν έφταναν τρόφιμα στις πόλεις.
Επιπλέον η διαίρεση της χώρας σε τρεις ζώνες κατοχής κάνει πολύ πολύπλοκη τη διανομή τροφίμων. Εξάλλου, αν και η βουλγαρική ζώνη περιελάμβανε μόνο το 11% του πληθυσμού και το 15% του εδάφους, διέθετε ωστόσο το 40% της παραγωγής σιταριού, το 60% της παραγωγής σίκαλης και αβγών, το 50% των οσπρίων και το 80% του βουτύρου, προϊόντα που πρωταγωνιστούσαν στην ελληνική διατροφή. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής η Βουλγαρία δεν αποδέχθηκε να παραχωρήσει κανένα από αυτά τα αγαθά στις υπόλοιπες ζώνες, οι οποίες εξάλλου περιελάμβαναν και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Των τελευταίων μάλιστα ο αριθμός είχε αυξηθεί δραματικά μετά την αποχώρηση των στρατιωτών από τις εμπόλεμες ζώνες και τη μεταφορά τους εκεί, όπου περίμεναν ότι το ελληνικό κράτος θα τους μετέφερε στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Η κυβέρνηση από την άλλη δεν κατορθώνει να συγκεντρώσει το σιτάρι και τα άλλα γεωργικά προϊόντα από τη γερμανοϊταλική αγροτική ζώνη αφού οι χωρικοί κρύβουν τη σοδειά τους. Πολλοί, ιδιαίτερα οι εύποροι αγρότες, διατηρούν κρυφές αποθήκες, για να ανεβάζουν τις τιμές, ενώ αρκετές οικογένειες έχουν στη διάθεσή τους προμήθειες μέχρι την επόμενη σοδειά. Συχνά μάλιστα γίνονται εκκλήσεις από διάφορες αντιστασιακές ομάδες που προτρέπουν τους παραγωγούς να μην παραδώσουν στις αρχές τα γεωργικά προϊόντα, ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να σταλούν αυτά στη Γερμανία. Ουσιαστικά δηλαδή, στην ελληνική υπηρεσία εφοδιασμού φτάνει μόνο το 4% της ήδη μειωμένης σοδειάς σιταριού και μόνο το 2% των υπολοίπων δημητριακών. Η επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση ματαίωσε κάθε πιθανότητα εφοδιασμού με σιτάρι από την περιοχή αυτή. Εξάλλου το αρχηγείο του Ράιχ διεμήνυε ότι, αφού άλλες χώρες όπως το Βέλγιο, η Νορβηγία και η Ολλανδία ήταν περισσότερο σημαντικές από την Ελλάδα, θα έρχονταν πρώτες στις αποστολές τροφίμων και έτσι η χώρα μας δεν είχε να περιμένει και να ελπίζει βοήθεια από τη Γερμανία.
Πολλοί Έλληνες είδαν τον αποκλεισμό ως πράξη απαξίας από πλευράς των Συμμάχων. Η άρση του, από την άλλη, θα έσωζε χιλιάδες ζωές. Ήδη από τον Μάιο του 1941 οι προβλέψεις για τον ερχόμενο χειμώνα είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητικές. Ο Γερμανός πληρεξούσιος Άλτενμπουργκ ενημερώνει στις 7 Μαΐου τον υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ και τη γερμανική διοίκηση ότι η πείνα θα εξαπλωνόταν εάν το κενό των τροφίμων δεν έκλεινε.
Στο Βερολίνο γίνονται συζητήσεις μεταξύ των αρμοδίων για το θέμα, αλλά η απάντηση είναι αρνητική, ενώ δίνεται η εντολή στον πληρεξούσιο να ξεχάσει κάθε απαίτηση από τη Γερμανία. Οποιαδήποτε προμήθεια από τη Ρωσία δεν είναι εφικτή, όπως επίσης και ο εφοδιασμός των ιταλικών ζωνών από τη γερμανική καθώς η τελευταία ήταν η πολυπληθέστερη. Τον Οκτώβριο μάλιστα ο Χίτλερ παραχωρεί την ευθύνη για τη διατροφή των Ελλήνων στους Ιταλούς οι οποίοι διά στόματος Μουσολίνι απαντούν ότι ο Χίτλερ «πήρε από τους Έλληνες ακόμη και τα κορδόνια των παπουτσιών τους και περιμένει τώρα από τους Ιταλούς να τους θρέψουν».
Τον Σεπτέμβριο φθάνουν στην Ελλάδα 10.000 τόνοι δημητριακών. Όμως ξεκαθαρίζεται ότι άλλη βοήθεια δεν πρόκειται να αποσταλεί.
Την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου η πείνα, που είχε προβλεφθεί τον Μάιο, γίνεται τώρα πολύ έντονη. Τα αποθέματα δημητριακών έχουν εξαντληθεί. Οι Ιταλοί πιέζουν τους Βουλγάρους, που κατέχουν τις πιο παραγωγικές περιοχές, να στείλουν 100.000 τόνους δημητριακών αλλά αυτοί αρνούνται, ενώ και η πίεση από την πλευρά των Γερμανών αποτυγχάνει. Μετά την άρνηση αυτή, οι Ιταλοί στέλνουν 800 τόνους δημητριακών, ενώ οι Γερμανοί φορτίο 10.000 τόνων.
Δυστυχώς το πλοίο που εκτελούσε τη μεταφορά βυθίστηκε από τους Άγγλους έξω από τις ελληνικές ακτές και ο Γερμανός πληρεξούσιος ζητά άλλο φορτίο το οποίο δεν φθάνει ποτέ στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να λύσουν υπεύθυνα και μόνιμα το πρόβλημα της έλλειψης αγαθών μόλις το καλοκαίρι του 1942.
Ασημάκη Πανσέληνου, “Τότε που ζούσαμε”
“…Χειμώνας του ’41 με 42. Τώρα πεινώ και φοβάμαι. Η Αθήνα ρημάζει μέρα με τη μέρα. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι σκουπίδια. Οι άνθρωποι ζαρώνουν και τρέχουν να ζεσταθούν. Πολλοί φορούν τις ρόμπες τους για πανωφόρια. Κάποιοι είναι τυλιγμένοι τσουβάλια κι εφημερίδες. Κόπηκε και το ηλεκτρικό ρεύμα κατόπιν από το ψωμί.
Έξω από το σταθμό της Ομόνοιας μια γυναίκα έπεσε μπροστά μου σαν κεραυνόπληκτη. Τρέχουν οι άλλοι να τη σηκώσουν, μαζεύεται κόσμος, της δίνουν λεφτά. Τί να τα κάνει; Κάποιος έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρούπι και της έδωσε. Το τρώει σα σκυλί πεινασμένο. Γύρω της κείτονταν χαρτονομίσματα. Διηγήθηκα τη σκηνή στο Δημητρό του Σταύρου και κείνος μου είπε πως είδε το πρωί μες στο δρόμο το πτώμα ενός εργάτη ξυλιασμένο. Τα πρωινά μαζεύουν από τους δρόμους τα πτώματα και τα κουβαλούν στο νεκροτομείο.
Πατατόφλουδες, κρεμμυδόφυλλα, ρίζες από μαρούλια και λάχανα, σάπια μήλα, κόκκαλα κι αποφάγια μαγειρεμένα, ψωμοκόμματα, βουτηγμένα στις σάλτσες κι ό,τι άλλο μπορούσε να μασηθεί (ο μάγκας ξεχώριζε ανάμεσα τ’ αποτσίγαρα και τα τσέπωνε) τα βάζαν σ’ ένα τενεκεδένιο λεβέτι και τα βράζανε σε φωτιά από παλιόχαρτα και σκουπίδια. Ο μάγκας δοκίμαζε το μαγείρεμα κάθε τόσο. Ύστερα μοίραζαν το συσσίτιο και το τρώγαν.”.
Σε όλη την κατοχική περίοδο και για το σύνολο των περιοχών της χώρας οι νεκροί από την πείνα ήταν πολύ περισσότεροι από εκείνους που οφείλονταν σε όλες τις άλλες αιτίες θανάτου! Οι περισσότεροι ερευνητές καταλήγουν σε έναν αριθμό γύρω στους 300.000 νεκρούς.