Οι εξωβιβλικοί λαοί δεν είναι αμέτοχοι της προσμονής ενός σωτήρα του κόσμου από την απώλεια. Την αναμονή των λαών αποτυπώνει τέλεια ο ισχυρισμός ότι «δεν υπήρξε λαός που δεν είχε μια τέτοια προσδοκία», μια «μη συνειδητή νοσταλγία της ανθρώπινης ψυχής για τον Χριστό»
π. Γεωργίου Φραγκιαδάκη, Ο Θεός το τεχθέν, Χαϊδάρι 2010, σελ. 15-21. Αποστολική Διακονία
Ξεκινώντας από την πολυάνθρωπη Κίνα, ανιχνεύουμε την προσδοκία του «Αγίου» από τη Δύση, τον ερχομό του οποίου αναμένει ο Κομφούκιος (2) συγκεκριμένα γράφει: «Δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να δω ένα θεάνθρωπο.., που θα κατείχε την ύψιστη, την σώζουσα, τη λυτρώνουσα γνώση και θα έσωζε την ανθρωπότητα… Εάν ερχόταν ένας θεόπεμπτος βασιλιάς θα κατορθωνόταν η επιστροφή των ανθρώπων στο Αγαθό… Τον καθιστά σωτήρα το γεγονός, ότι κατέχει την αλήθεια ήδη από τη γέννησή του… Περιμένουμε τον άνδρα εκίνον, τον ’γιο, ο οποίος θα μας σταλεί κάποτε… Μόνο ο επί γης ύψιστος ’γιος μπορεί να είναι τόσο ευήκοος, διορατικός, προορατικός και σοφός, ώστε να είναι σε θέση να πλησιάσει τον κόσμο. Μόνο αυτός είναι τόσο μακρόθυμος, μεγαλόψυχος, πράος και γλυκύς, ώστε να μπορεί να τον υποφέρει…».
Ο «Αγιος» αυτός υπήρχε προ του ουρανού και της γης. Είναι ο δημιουργός και αίτιος όλων. Προσδοκάται ως θεμελιωτής νόμου αγίου, που θα κάνει ευτυχισμένο τον κόσμο. Ο αναμενόμενος «’γιος» είναι «Ουρανάνθρωπος» η «αν θρωπουρανός». Οι δρόμοι προς την τελειότητα είναι άβατοι μέχρις ότου ο «’γιος» τους εγκαινιάσει. Οι λαοί τον προσμένουν, όπως τα μαραμένα φυτά τη δροσιά ) .
Και στη Βαβυλωνία περίμεναν Θεό ενανθρωπισμένο, που θα ερχόταν από τη Δύση σαν βασιλιάς ειρηνικός και δίκαιος και θα έκανε ευτυχισμένο τον κόσμο.
Στους ’ριους λαούς ανιχνεύεται πλήθος θεανθρώπων, για τη σωτηρία του κόσμου.
Στους Ινδούς ήταν συνήθης η κραυγή: «πότε επιτέλους θα φανεί ο λυτρωτής;», ενώ τα θρησκευτικά κείμενα είναι κατάσπαρτα από την έντονη νοσταλγία ενός λυτρωτή που θα λυτρώσει τον κόσμο από την αμαρτία και τη φθορά.
Στον Θιβετιανό Βουδισμό καταγράφεται η προσδοκία λύτρωσης της ανθρωπότητας από το βασιλιά των εθνών, Υπέρθεο από παρθενογένεση θεάνθρωπο λυτρωτή, που θα ακτινοβολεί θείο φως, ο οποίος θα ξαναφέρει τον κόσμο στην αρχέγονη «χρυσή εποχή».
Στους Ιρανούς ο θεός Μίθρα ταυτίστηκε με τον αναμενόμενο λυτρωτή. Μάλιστα θα γεννιόταν από παρθένο και τη γέννηση θα υπεδείκνυε ένας αστέρας. Θα έλαμπε σαν τον ήλιο, θα ήταν παντογνώστης και αυτός ο Ahura Masda θα διενεργούσε την τελική κρίση, ανασταίνοντας ακόμη και τα σώματα των νεκρών. Μετά την ανάσταση αυτή, όσοι θα έμεναν προσηλωμένοι στην αλήθεια και στο δίκαιο, δεν θα πεθαίνουν πλέον. Σε ερώτηση του Ζωροάστρη, πως θα ασυγκροτηθεί ο κόσμος που έχει διαλυθεί σε ελάχιστα μόρια ύλης; Η απάντηση του Θεού είναι ότι αυτός που τον έπλασε από το μηδέν είναι σε θέση να τον αναπλάσει.
Ακόμη και στην Προκολομβιανή Αμερική, κάτω από τη ρίζα ενός δέντρου εκατοντάδων ετών, ανακαλύφτηκε μια πλάκα με την παράσταση των Πρωτοπλάστων. Δόθηκαν τότε ποικίλες ερμηνείες από μελετητές, αλλά το νόημα ήταν ξεκάθαρο: Οι άνθρωποι αναζητούσαν το χαμένο τους παράδεισο, όπως και οι κάτοικοι της ΝΔ Κίνας .
Ερχόμενοι στην ελληνική πραγματικότητα διαπιστώνουμε ότι στην Κάτω Ιταλία, τη «Μεγάλη Ελλάδα», έφταναν στο σημείο να θεωρούν τον Πυθαγόρα σαν θεό, που ήλθε ανθρωπόμορφος, ακριβώς για να μπορέσει να θεραπεύσει τους ανθρώπους, οι οποίοι σε διαφορετική περίπτωση θα ταράσσονταν και θα τον απέφευγαν.
Στον Ευριπίδη «μιλάει» ο θεός Διόνυσος: «Αλλάζοντας τη μορφή μου από θεού σε ανθρώπου ήρθα..(και) από θεός πήρα ανδρός μορφή και ανθρώπου φύση»
Στα Λύστρα της Λυκαονίας περίμεναν επίσης κάποιον ουρανόσταλτο θεό και σαν είδαν τους Αποστόλους και τα θαυμαστά που επιτελούσαν, φώναζαν: «Οι θεοί πήραν τη μορφή ανθρώπων και κατέβηκαν σ’ εμάς». Ονόμασαν τον Παύλο Δία και τον Βαρνάβα Ερμή και ετοιμάστηκαν να τους προσφέρουν θυσία (Πρξ. 14, 8-18).
Στον Αισχύλο, ο Προμηθέας βασανίζεται καρφωμένος σε βράχο. Την ελπίδα λύτρωσής του θα υλοποιήσει ένα παιδί, γεννημένο από Θεό και την παρθένο Ιώ. Η κατάληξη, με το στόμα του Ερμή, είναι συγκλονιστική:
« Μην καρτερείς τέλος στον πόνο σου, πριν να σηκώσει τα βάσανά σου κάποιος θεός, αυτός που θα κατέβει για σένα στον σκοτεινό ’δη, στα ανήλια βάθη τον Ταρτάρου ».
Μελετώντας κάποιος το 53 ο κεφάλαιο του βιβλίου του Ησαΐα με κέντρο αναφορά το στίχο 4 & 12 «Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται..», έχει την αίσθηση πως γράφτηκαν από το ίδιο χέρι.
Ο Μέγας Σωκράτης περίμενε κάθοδο θεού, προκειμένου να φωτίσει τους ανθρώπους. Η βεβαιότητά του εκφράζεται με ενάργεια στην Απολογία του: «Θα περάσετε την υπόλοιπη ζωή σας σε λήθαργο, αν δεν φροντίσει ο Θεός να σας στείλει κάποιον άλλο (Θεό)».
Αυτός ο αναμενόμενος, αν και δεν έχει αδικήσει κανένα, θα θεωρηθεί ο χειρότερος κακούργος…, θα μαστιγωθεί…, και μετά από όλα τα βασανιστήρια θα ανασκολοπιστεί .
Στον διάλογο του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη, ο πρώτος κάνει λόγο για ένα θρησκευτικό παιδαγωγό που θα έλθει και θα διδάξει τους ανθρώπους περί των καθηκόντων τους μεταξύ τους και προς τους θεούς. Πείθει το μαθητή του για την έλευση του παιδαγωγού, ο οποίος θα έχει μεγάλη αποστολή. Και ο Αλκιβιάδης φλεγόμενος από το πόθο της ελεύσεως ερωτά: «Πότε θα έλθει και ποιος θα είναι αυτός ο παιδαγωγός; με πολλή ευχαρίστηση θέλω να τον δω». Ο Σωκράτης απαντά πως πρέπει να αφαιρεθεί η αχλύς από την ψυχή, όπως την αφαίρεσε η Αθηνά από τα μάτια του Διομήδη. Και ο Αλκιβιάδης ομολογεί πως δέχεται αυτή την αφαίρεση, ελπίζοντας να γίνει καλύτερος. Και στο τέλος διατυπώνεται η ελπίδα της ταχείας ελεύσεως. «Ήξει δ’ού δια μακρού». («ήξει και ου χρονιεί » (Αββακ. 2,3).
Και οι νεκραναστάσεις των Ελευσινίων μυστηρίων, η κάθοδος και άνοδος στον Αδη της Περσεφόνης κινούνται στη γραμμή της κυρίως Ανάστασης, εκείνης του Σωτήρα και της καθολικής ανάστασης κατά την Ημέρα της Κρίσης.
Ιδιάζουσα περίπτωση στον ευρύτερο ελληνικό χώρο συνιστά ο Επιμενίδης, ξακουστός και σοφός, διδάσκαλος, προφήτης και μάντης από την Κρήτη (12). 0 57/χρονος ύπνος (Επιμενίδειος ύπνος) και το κατάστικτο δέρμα του (Επιμ. δέρμα) λένε κάτι. Το ιστορικό γεγονός του βίου σχετίζεται με την κάθαρση της Αθήνας από το «Κυλώνειο ’γος» .
Παράλληλη, αν και πολύ μεταγενέστερη μορφή, είναι εκείνη του Απολλώνιου του Τυανέα. Καππαδόκης με ακμή στο τέλος του Α’ αι. μ.Χ. εξήψε τη φαντασία πολλών και πιστώθηκε ως Διογενής. Φιλόσοφος, που γοητεύτηκε από τους Πυθαγόρειους, θεωρήθηκε «θείος ανήρ», που όμως διαφοροποιήθηκε και στράφηκε κατά της Εκκλησίας . .
Με αφόρμηση τον «Βίο του Απολλώνιου του Τυανέως» του Φιλοστράτου ονομάσθηκε Χριστός των εθνών. Του αποδίδονται θαύματα, θεωρείται ιδανικό θείου ανθρώπου, φορέας θείας σοφίας και κομιστής αποκαλύψεων.
Από τους Ρωμαίους, ο Κικέρων (106-43 π. X .) σχολιάζει σιβυλλικούς χρησμούς, που σχετίζονταν με την αναμονή «αθανάτου βασιλέως». Θα έλθει «αγνός άναξ» που θα κρατεί τα σκήπτρα όλης της γης. Ο μεγάλος ρήτορας διερωτάται για τον άνθρωπο και το χρόνο :
Ο Βιργίλιος (41 π. X .), αναφερόμενος στους ίδιους χρησμούς, γράφει στις «Εκλογές» του τα ακόλουθα:
«Ήδη και η Παρθένος επανέρχεται… Ήδη νέα γενεά αποστέλλεται από τον ουρανό…γεννάται το παιδί… και σε όλο τον κόσμο θα ανατείλει νέα γενεά. Εκείνος… θα δεις τους θεούς να αναμιγνύονται… και Αυτός θα κυβερνήσει την οικουμένη… Έλα (λοιπόν)… πολυτίμητε Υιέ Θεού… Ρίξε το βλέμμα Σου στην ανθρωπότητα που κλονίζεται από το βάρος της δυστυχίας… τα πάντα σκιρτούν για την εποχή που όσον ούπω φθάνει..». Και αλλού γράφει: «Πάλι έρχεται παρθένα που φέρει αγαπητό βασιλέα» .
Ο Οράτιος (65-8 π. X .) επικαλείται το θεό του φωτός και εκφράζει τη νοσταλγία για εξαγνισμό και λύτρωση, ενώ δηλώνει τη λαχτάρα της αναμονής του Ερχόμενου: «Ποιόν από τους θεούς θα επικαλεστεί ο λαός τώρα που καταρρέει η αυτο κρατορία;… Επιτέλους δεόμεθα, μάντη Απόλλωνα, ας έλθεις, περιβεβλημένος με νεφέλη τους ώμους σου…» .
Και βέβαια, το τελευταίο που μετράει είναι το όνομα, αφού δείχνει να απαξιώνει τους πρότερους θεούς.
Και ο Σενέκας (4 π. Χ.-65 μ.Χ.) δείχνει να περιμένει ένα «διαφορετικό άνθρωπο» που θα αποτελέσει το πρότυπο για όλους. «Έχουμε ανάγκη Κάποιου Ενός, σύμφωνα προς τον οποίο θα διαμορφωθεί ο χαρακτήρας μας…».
Ο Σουίδας (20) αναφέρει ότι ο Αύγουστος Καίσαρας, αφού προσέφερε θυσία, ερώτησε το Μαντείο των Δελφών ποιος επρόκειτο να βασιλεύσει έπειτα από αυτόν, και η Πυθία έδωσε την έξης απάντηση: «Εβραίος, βασιλιάς στους μακάριους θεούς, που θα κατέβει στον ’δη. Λοιπόν, φύγε από τους βωμούς μου» . Στη συνέχεια έστησε ένα βωμό στο Καπιτώλιο, αφιερώνοντάς τον στον «Πρωτόγονο θεό».
Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (55-120 μ.Χ.) γράφει ότι: «… το όνομά τους (των χρ/νων) προέκνψε από τον Χριστό, ο οποίος θανατώθηκε με απόφαση του Έπαρχου Πόντιου Πιλάτου επί βασιλείας Τιβέριου » .
Ο Σουετώνιος (69-125 μ.Χ.), Ρωμαίος επίσης ιστορικός, εκφράζει την αρχαία και σταθερή πεποίθηση ότι ο Θεός θα δώσει από την Ιουδαία ηγέτη της οικουμένης. Αναφέρεται και στον διωγμό των χριστιανών από το Νέρωνα.
Σπουδαία είναι η Επιστολή του Πλίνιου του Νεότερου, διοικητή της Βιθυνίας, προς τον Τραϊανό (112 μ.Χ.). Έτσι μαθαίνουμε για την εξάπλωση της πίστης. «Δεν απέμεινε, λέει, πόλη ή κόμη… στον οποίο να μη εισέδυσε το μόλυσμα… Οι ναοί των θεών μας ερημώθηκαν και από μακρό ήδη χρόνο δεν προσφέρονται θυσίες σε αυτούς».
Η αναφορά του Φλ. Ιωσήπου (38-107 μ.Χ.) θεωρήθηκε μεταγενέστερη προσθήκη . Ή του Θαλλού ( Ihallus ) (26) για το σκότος της Σταύρωσης, μαρτυρείται από τρίτους. Η επίκληση άλλων μαρτυριών, θετικών η αρνητικών, ίσως δεν θα προσέθετε κάτι στην παρούσα.
Εξωβιβλικοί, σε πρώτο στάδιο, είναι και οι Απολογητές, η στάση των οποίων είναι άξια πάσης εξάρσεως, δεδομένου ότι είναι οι πρώτοι λόγιοι που πήραν στα χέρια τους την υπόθεση του χριστιανισμού. ’ριστο δείγμα η «Επιστολή προς Διόγνητον», ενώ στη χορεία παρατάσσονται ο Αθηναγόρας, ο Κοδράτος, ο Αριστείδης και ο Ιουστίνος .
Ο τελευταίος δίδαξε περί «Σπερματικού Λόγου», ως αποκαλύψεως του θείου Λόγου σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, που είναι η εικόνα Του. Έτσι, οι αγαθοί προ Χριστού «Χριστιανοί ήσαν, καν άθεοι ενομίσθησαν».
Τέλος, ο Βωμός των Αθηναίων στον ’γνωστο Θεό εκφράζει αμφιβολία για τους γνωστούς και λαχτάρα για τον «’γνωστο», τον «Αναμενόμενο», το «Σωτήρα του κόσμου». Εκείνον που κήρυξε ο Απόστολος Παύλος στην Πνύκα το 50 π. X ., « Ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε … καταγγέλλω υμίν», και βασιλεύει έκτοτε στις καρδιές μας, χαρίζοντάς χαρά, ειρήνη και ελπίδα.