ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΣ, ΠΑΞΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΠΟΝΤΙΩΝ ΝΗΣΩΝ κ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

“Την ένσαρκον του Θεού Λόγου παρουσίαν, λόγω, στόματι, καρδία και νω γραφή τε και Εικόσιν ομολογούμεν” σήμερα, Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ομολογούμε την παρουσία του ζώντος Θεού ανάμεσά μας. Δεν χαιρόμαστε για μία ιδέα, ούτε για ένα φιλοσοφικό κίνημα. Δεν χαιρόμαστε ούτε για ένα θρησκευτικό σύστημα. Δεν χαιρόμαστε ούτε για μία μεταφυσική ελπίδα. Ζούμε την χαρά της ενσάρκου παρουσίας του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Υιού και Λόγου του Θεού στον κόσμο, μία παρουσία που για μας ξεκινά εν χρόνω και συμπορεύεται μεθ᾽ ημών προς την αίωνιότητα.

Μία παρουσία ζωής και ανακαινίσεως της ανθρωπίνης φύσεως, δηλαδή και του καθενός από εμάς. Μία παρουσία του “πάντοτε” στο “νυν”, το οποίο μας αφορά, αλλά και στο “αεί και εις τους αιώνας των αιώνων”. Και αυτή η παρουσία είναι ορατή διά των οφθαλμών των αισθήσεων αλλά και αόρατη. Είναι περιγραπτή διά των λέξεων και των λόγων και των εικόνων, αλλά και απερίγραπτη καθώς βιώνεται εν ταις καρδίαις ημών. Είναι μία ομολογία η οποία μας σώζει εκ των ποικίλων φόβων του πονηρού, αλλά και εκείνων τους οποίους γεννά το ίδιο το μυστήριο της εν χρόνω και κόσμω ζωής. Είναι μία ομολογία την οποία μόνο η ζώσα εμπειρία της Εκκλησίας μπορεί όχι απλώς να καταγράψει ως ιστορικό γεγονός, αλλά να την κοινωνήσει ως ελπίδα αναστάσεως στις καρδιές μας, στις σχέσεις μας με τον συνάνθρωπο και τον κόσμο, στους καιρούς μας, “αεί”.

Και είναι χαρά αυτή η ομολογία διότι συνδέει την Εκκλησία με την Ιστορία. Δεν είναι μόνο μνήμη του παρελθόντος, την οποία χρειαζόμαστε να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, όχι μόνο διότι η Ορθοδοξία μας έδωσε ταυτότητα και διαφορετικότητα και άνευ τούτων δεν θα υπήρχαμε εν ελευθερία. Είναι και γιατί η Ορθοδοξία θα σώσει τον κόσμο, όσο κι αν αυτός αρνείται να παραδώσει εν ταπεινώσει το θέλημά του στην αγάπη του Θεού. Και σωτηρία δεν είναι απλώς μία υπόσχεση του μέλλοντος ή της άλλης ζωής. Σωτηρία είναι η ακεραιότητα του ανθρωπίνου προσώπου. Το πάτημα στην γη και η θέαση του ουρανού.

Η αρμονία της συμφυΐας ψυχής και σώματος. Είναι η εύρεση της αυθεντικής κοινωνικότητος η οποία περνά μέσα από τον τρόπο και το ήθος της κοινότητος. Του “Εμείς” στο οποίο το κάθε “εγώ” καταξιώνεται και προσφέρει τα χαρίσματά του, όχι προς δόξαν του, αλλά προς διακονίαν του πλησίον του και λαμβάνει ως αντίδωρο από τον Θεό «τας κλεις της Βασιλείας», η οποία δίδεται μόνο σε όσους αγαπούν.

Ας σταθούμε σ᾽ αυτά τα δύο στοιχεία – κλειδιά, τα οποία αναδεικνύουν την κομβικότητα της Ορθοδοξίας για τον Ελληνισμό. “Ταυτότητα” και “Διαφορετικότητα”.

Η Ορθοδοξία έδωσε ταυτότητα στους Έλληνες. Αυτό δεν σημαίνει ότι κατήργησε την Ιστορία των προγόνων μας, την δίψα για ελευθερία, την γλώσσα, την φιλοσοφία, το όραμα πολιτισμού το οποίο διαδόθηκε μέχρι τα βάθη της Ασίας από τον Μέγα Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, τον Έλληνα, ο οποίος είχε την πίστη ότι στο πρόσωπό του ένωνε όλους τους Έλληνες, έστω και αρχικώς «πλην Λακεδαιμονίων». Ο Χριστιανισμός συνάντησε τον Ελληνισμό, «δοκίμασε τα πάντα και κατέσχε το καλόν». Αξιοποίησε και ανανέωσε όλα τα στοχεία της ελληνικής ταυτότητος και προσέθεσε σ᾽ αυτά το Πρόσωπο του Χριστού και δύο δρόμους και τρόπους μοναδικά λυτρωτικούς: την Αγάπη και την Ανάσταση. Έκανε τους Έλληνες όχι απλώς να ενδιαφέρονται για την διάδοση του πολιτισμού, της γλώσσας, της σκέψεως, αλλά να νοιάζονται για την ζωή όλων των ανθρώπων. Τους έκανε ιεραποστόλους της αλήθειας και της αγάπης του Χριστού σε όλους τους λαούς, τους οποίους μπορούσαν να συναντήσουν. Δεν χρησιμοποίησε ως όχημα την ελληνική γλώσσα και παράδοση, αλλά έδωσε γλώσσα και νόημα με τον τρόπο τον οποίο οι λαοί μπορούσαν να αντιληφθούν. Ας θυμηθούμε τον εκχριστιανισμό τω Μοραβών και των Σλάβων. Το αλφάβητο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Την ενθάρρυνση για την δημιουργία Εκκλησιών, οι οποίες αποτέλεσαν τον συνδετικό κρίκο της Ελλληνικής Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου με τους λαούς εκείνους. Την αντίσταση στον εκφραγκισμό της Ανατολής.

Και την ίδια στιγμή εζωοποίησε τον Ελληνισμό δίδοντας στον άνθρωπο την προοπτική της Αναστάσεως. Αυτό που δεν μπορούσαν να διανοηθούν οι σπουδαιότατοι των φιλοσόφων, την σωτηρία ακέραιης της υπάρξεως και όχι μόνο την αθανασία της ψυχής, ήρθε ο χριστιανισμός για να προσφέρει. “ Πού σου θάνατε το κέντρον; πού σου Άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέβλησαι”. Στο όριο της φιλοσοφίας ήρθε η υπέρβαση της πίστεως. Και ο Ελληνισμός συνεζεύχθη με την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη και στην καθ᾽ ημάς Ανατολή έλαβε καινούργια ταυτότητα, την οποία προσπαθούμε να διατηρήσουμε μέχρι σήμερα.

Όμως η Ορθοδοξία βοήθησε τον Ελληνισμό να συνειδητοποιήσει και την διαφορετικότητά του σε σχέση με την Δύση. Το ότι πιστεύουμε στον Χριστό δεν σημαίνει ότι Ορθόδοξοι και Δυτικοί είμαστε ίδιοι. Το ότι αγαπούμε τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, δεν σημαίνει ότι μιλούμε την ίδια γλώσσα ή τους κατανοούμε με τον ίδιο τρόπο και περιεχόμενο. Παραμένουμε μία Εκκλησία δημοκρατική, στην οποία υπάρχει μεν πρωτείο, αυτό της τιμής, αλλά δεν γίνεται αποδεκτή η οδός της εξουσίας, του καταναγκασμού των ανθρώπων, της καθυποτάξεως της ελευθερίας τους στο όνομα της σωτηρίας. Αλλά είμαστε και διαφορετικοί σε σχέση με παραδόσεις όπως το Ισλάμ και οι μονοφυσίτες χριστιανοί. Τιμούμε τις ιερές εικόνες, διότι σ᾽ αυτές απεικονίζεται το Θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού και δεν πιστεύουμε σε έναν θεό ασώματο ή μόνο πνευματικό. Ακολουθούμε την οδό της αγάπης, η οποία γίνεται επιείκεια, συγχωρητικότητα, αποδοχή της τρωτότητος του πλησίον όπως και της δικής μας, όχι διότι θέλουμε να δικαιολογούμε και να αμνηστεύουμε τις πτώσεις μας, αλλά διότι «εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος». Δεν προηγείται η δικαιοσύνη στον Θεό, αλλά η αγάπη. Και επειδή ο Θεός έγινε «ως εις εξ ημών», προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση μας, δώσαμε στον Ελληνισμό την δυνατότητα να υπερασπίζεται τα δίκαιά του και την ελευθερία του, μη αρνούμενος όμως την συνύπαρξη με τους άλλους λαούς. Να είναι χαρούμενος για τα επιτεύγματά του, όχι όμως αυτάρκης και αδιάφορος για τον πόνο του άλλου. Να θέλει να κρατά ανόθευτη την πίστη, αλλά να είναι άρχοντας προς τους άλλους, δηλαδή να έχει «τόπο εν τω καταλύματι» και να μην βλέπει τα πάντα με μόνο γνώμονα το στενώς νοούμενο συμφέρον. Να σέβεται το ανθρώπινο πρόσωπο, ακόμη κι αν αυτό δεν κάνει την ζωή μας τόσο εύκολη.

Ορθοδοξία και Ελληνισμός συμπορευτήκαμε σε δύσκολους χρόνους. Στο καντήλι, την εικόνα, στο σταυροκόπημα ο Έλληνας έβρισκε το αποκούμπι του. Στο σχολειό της εκκλησίας και του μοναστηριού ο απλός παπάς μάθαινε γράμματα στα ελληνόπουλα και κρατούσε άσβεστη την φλόγα της πίστεως η οποία συνοδεύονταν από την αναζήτηση της ελευθερίας. Στην “Κυρά Δέσποινα την πολυδακρυσμένη” έμενε ζωντανή η ελπίδα ότι “πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ᾽ναι”. Στα λείψανα και τις είκόνες των Αγίων και μετά την λειτουργία της Κυριακής και της γιορτής ο Έλληνας έκανε το πανηγύρι του, εξέλεγε τους προεστούς του, συζητούσε για την αντίστασή του, έβρισκε την γυναίκα του, παντρεύονταν και έκανε την οικογένειά του, από την εκκλησία του ξεκινούσε την ζωή του και σ᾽ αυτήν έμπαινε για να δηλώσει το “Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών”!

Ορθοδοξία και Ελληνισμός μείναμε μαζί στην νίκη και την ήττα, στην αντίσταση στον κάθε επίβουλο εχθρό, στην απελευθέρωση και στην προσφυγιά, στα μεγάλα ΟΧΙ, στον αγώνα ανασυγκροτήσεως της πατρίδος. Μαζί νικήσαμε και μαζί χάσαμε. Και όσοι επεχείρησαν να διασπάσουν αυτόν τον ακατάλυτο δεσμό σκόνταψαν μπροστά στην καρδιά του λαού μας, ο οποίος μπορεί να δεχθεί ιδέες, συστήματα, θεσμούς, εκσυγχρονισμούς σε όλα, αλλά δεν δέχεται να αρθεί αυτή η συναλληλία Εκκλησίας και Πολιτείας, όχι γιατί η Εκκλησία δεν θα έπιβιώσει, αλλά γιατί κάθε τέτοια απόπειρα θα είναι ξερίζωμα της καρδιάς του λαού. Διότι η παράδοση δεν είναι μόνο χθες, μόνο ιστορία, μόνο ήθη και έθιμα, αλλά “λάλον ύδωρ”, το οποίο “άλλεται εις ζωήν αιώνιον”.

Η ορθόδοξη παράδοση έχει πολλά να πει στους καιρούς μας. Τρία είναι τα στοιχεία στα οποία θα μπορούσαμε να δώσουμε έμφαση. Το πρώτο είναι η ασκητικότητα, η οποία δεν έχει να κάνει μόνο με το μέτρο και την λιτότητα, αξίες τις οποίες αφήσαμε κατά μέρος στον βωμό της απληστίας και της αυτάρκειας των καιρών μας. Είναι και η στροφή στον έσω άνθρωπο. Αυτόν ο οποίος αισθάνεται την αιχμαλωσία του στα πάθη, δηλαδή στην κυριαρχία του εγώ του, η οποία του φορά ένα προσωπείο. Τον κάνει να πιστεύει ότι τα πάθη είναι δικαίωμά του και, ταυτόχρονα, ότι κρύβοντάς τα μπορεί να έχει την καλή εικόνα προς τα έξω. Με την ασκητική της πρόταση η Ορθοδοξία μας δείχνει την οδό της ταπεινώσεως, να φτάνουμε ως τα μέτρα μας, να παραδεχόμαστε τα λάθη και να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας και την ίδια στιγμή να παλεύουμε να είμαστε αληθινοί. Να είναι το πρόσωπό μας η εικόνα η οποία παλεύει να μοιάσει του Θεού. Να παραιτηθεί από την προτεραιότητα του δικαιώματος και να προτάξει την αγάπη στον πλησίον. Να παραιτηθεί από την προτεραιότητα του θυμού και της επιθυμίας για εκδίκηση και να προτάξει την συγχωρητικότητα η οποία γίνεται πηγή δημιουργικότητος για όλους. Να παραιτηθεί από την προτεραιότητα του εφήμερου, το οποίο νομίζουμε ότι δεν θα παρέλθει, στην επίγνωση ότι κληθήκαμε “τέκνα Θεού γενέσθαι”, δηλαδή «οι εις την μέλλουσαν πόλιν ελπίζοντες» και εργαζόμενοι διά της αρετής να λάβουμε εις χείρας τα κλειδιά της αγάπης τα οποία την ανοίγουν. Ας δούμε τα μοναστήρια μας, τα οποία δεν διασώζουν μόνο λατρευτικά τυπικά, πολιτιστικούς θησαυρούς ή την αγωνία για την σωτηρία της ψυχής, αλλά φανερώνουν την χαρά και την χάρη του αυθεντικού ανθρώπου, αυτού ο οποίος αγαπά Θεό και πλησίον!

Το δεύτερο είναι το ήθος το οποίο θα μας οδηγήσει στην προτεραιότητα του συλλογικού, χωρίς την καταπίεση του ατομικού. Σε μία περίοδο στην οποία ακόμη θρηνούμε τον χαμένο Παράδεισο της οικονομικής ευημερίας, είναι καιρός μετανοίας και αφυπνίσεως. Για να έρθει η ανάκαμψη χρειάζεται η αντίσταση. Και η αντίσταση είναι η ελεύθερη ψυχή, η οποία ζητά την πρόοδο και την χαρά για όλους, ει δυνατόν. Ζητά θεσμούς ισχυρούς, οι οποίοι θα διαφυλάττουν τους νόμους, διότι δεν θα αμνηστεύουν την α-ήθεια, αλλά θα ζητούν την λογοδοσία της συνειδήσεως. Και έχω συνείδηση σημαίνει ότι δεν πρυτανεύει το εγώ μου και το συμφέρον του, αλλά ο κάθε πλησίον, το σύνολο έναντι του οποίου δεν μου επιτρέπεται να παρανομώ. Και η ορθόδοξη παράδοση εμπνέει προς αυτόν τον δρόμο. Ας δούμε τις ενορίες μας, πώς δίνουν το φαγητό το οποίο λείπει από τους εμπερίστατους συνανθρώπους μας, καλύπτουν την ανάγκη για μία κουβέντα, μία αγκαλιά παρηγοριάς, την δίψα των νέων για αγάπη και ελπίδα, μία φιλανθρωπία η οποία αγγίζει την σύνολη ύπαρξη και δεν περιορίζεται μόνο στον άρτο τον επιούσιο. Οι ιερείς μας, τα στελέχη της Εκκλησίας, οι κυρίες οι οποίες διακονούν στα φιλόπτωχα συμβούλια και στα συσσίτια, οι κατηχητές και τα στελέχη νεότητος, όσοι ενισχύουν παντοπαδώς και εθελοντικά κάθε προσπάθεια, δείχνουν ότι είναι κατορθωτό το ήθος το οποίο ενεργοποιεί τους πολλούς!

Το τρίτο είναι η παιδεία, η οποία έχει ως κέντρο της τον άνθρωπο, την ποιότητά του, την αξία του ως εικόνα Θεού, την αξιοπρέπειά του όταν δεν παραδίδεται στην φθήνεια της αμαρτίας και στην αλαζονεία της ευκολίας, όπως μας έχει δώσει ο τεχνολογικός πολιτισμός. Παιδεία αξιών. Παιδεία μνήμης και όχι λήθης της Ιστορίας. Παιδεία με Θρησκευτικά τα οποία θα έχουν ως πυρήνα τους το Πρόσωπο του Χριστού και όχι, όπως έχει εισαχθεί δυστυχώς στα σχολεία, έναν πανθρησκειακό συγκρητισμό, διότι δεν είναι η Ορθοδοξία μία θρησκεία ανάμεσα στις άλλες ανθρωποκεντρικές φιλοσοφίες, αλλά το “πολύτιμον τζιβαϊρικόν”, μέσα από το οποίο θα μπορούμε να συνυπάρξουμε, με επίγνωση της διαφορετικότητάς μας, αλλά όχι να απορροφηθούμε από φόβο μήπως και χάσουμε τις εξελίξεις. Παιδεία η οποία δεν θα μας απομονώνει από την Ευρώπη, αλλά θα μας κάνει να έχουμε κριτήρια οικειώσεως των σπουδαίων αλλά και απορρίψεως νοοτροπιών, όπως αυτές οι οποίες καταρρακώνουν τον άνθρωπο και την ψυχή του, αποϊεροποιούν την οικογένεια, αποχρωματίζουν από Χριστό, Αγάπη, Ανάσταση τον κόσμο μας. Ας δούμε την παιδεία των Τριών Ιεραρχών, την παιδεία των Αγίων μας, την παιδεία των ποιητών μας, του Σολωμού και του Κάλβου, του Παλαμά και του Σεφέρη, του Ελύτη και του μέγιστου Παπαδιαμάντη. Κυρίως όμως την παιδεία της Θείας Λειτουργίας, η οποία με τα νοήματα, την γλώσσα, την κοινωνία με τον Χριστό και τον Άλλο κάνει τα πάντα “πάντοτε, νυν και αεί”!

Μακαριώτατε,

Κύριε Πρόεδρε,

Στην Κέρκυρα, τόπο της επισκοπικής μας διακονίας, τεθησαύρισται, μεταξύ άλλων, το λείψανο της αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης, της αυτοκράτειρας η οποία αναστήλωσε τις ιερές εικόνες, απέδειξε την συναλληλία Εκκλησίας και Πολιτείας και αντάλλαξε προς το τέλος της ζωής της την αυτοκρατορική πορφύρα με το μοναχικό τριβώνιο. Καθώς ενθυμούμεθα σήμερα την Ορθοδοξία την οποία περιφρούρησε όχι μόνο με την διακονία της ως αυτοκράτειρα, αλλά και με την ζωή της αγιότητος, ας θυμηθούμε και το χρέος μας: όλοι μας, ο καθένας “εφ᾽ ω ετάχθη” να διαφυλάξουμε την ενότητα και συμπόρευση Ορθοδοξίας και Ελληνισμού. Όχι από φόβο μήπως χαθούν προνόμια ή από άγχος για να μη γίνουν αλλαγές στην ζωή μας, αλλά γιατί ό,τι έχει δοκιμαστεί, ό,τι έχει δώσει ταυτότητα, ό,τι μας κρατά διαφορετικούς και την ίδια στιγμή ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών είναι η ρίζα μας. Αν ξεραθεί, τότε το δένδρον παύει όχι απλώς να δίδει καρπούς, αλλά και να υφίσταται.

«Τούτων τοις υπέρ ευσεβείας μέχρι θανάτου άθλοις τε και αγωνίσμασι και διδασκαλίαις παιδαγωγείσθαί τε και κρατύνεσθαι Θεόν εκλιπαρούντες, και μιμητές της ενθέου αυτών πολιτείας μέχρι τέλους αναδεικνύσθαι εκδυσωπούντες, αξιωθείημεν των εξαιτουμένων». Αμήν!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025