Η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό, όταν γίνεται αναφορά στο εκπαιδευτικό σύστημα της Φινλανδίας είναι ότι αποτελεί ένα από τα κορυφαία παγκοσμίως. Κάτι που έχει καταγραφεί διαχρονικά σε έρευνες και μελέτες. Μάλιστα, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ, το 2015, η Φινλανδία κατετάγη δεύτερη παγκοσμίως, μετά τον Καναδά και πρώτη πανευρωπαϊκά, σε ό,τι αφορά την αριστεία και την ισότητα στην εκπαίδευση.
Ασυναίσθητα, έρχεται στο μυαλό και η σύγκριση με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Στην εν λόγω έκθεση, οι επιδόσεις των 15χρονων Ελλήνων μαθητών απέχουν πολύ από εκείνες των συνομηλίκων τους στην Φινλανδία, αν και, σε θέματα ίσων ευκαιριών, το ελληνικό σχολείο δεν τα πήγε άσχημα σε σχέση με το φινλανδικό.
Σε μία προσπάθεια κατανόησης του από πού πηγάζουν οι διαφορές ανάμεσα στα δύο συστήματα, το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με την Ειδική Σύμβουλο της πρεσβείας της Φινλανδίας, Γιάνα Οϊκάρινεν-Βασιλόπουλος (Jaana Oikarinen-Vasilopoulos).
Μία μεγάλη μεταρρύθμιση
Η αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος της Φινλανδίας, αν και θα περίμενε κανείς ότι έχει συντελεστεί πρόσφατα, δεδομένης της ανταπόκρισής του στις σύγχρονες συνθήκες, μετράει ήδη 50 χρόνια. «Το 1968 έγινε η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η οποία άρχισε να εφαρμόζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Από τότε μέχρι σήμερα, γίνονται βελτιώσεις», ανέφερε η κ. Οϊκάρινεν-Βασιλόπουλος.
Γιατί κρίθηκε, όμως, αναγκαία η ριζική εκείνη μεταρρύθμιση; «Γιατί η Φινλανδία σαν χώρα άρχισε να αλλάζει», απάντησε. «Από μία αγροτική ουσιαστικά οικονομία, άρχισε να δίνει περισσότερο βάρος στη βιομηχανοποίηση της χώρας. Άλλαζε το μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας. Άρα, έπρεπε να βασιστεί σε ανθρώπινο και εργατικό δυναμικό πιο μορφωμένο. Και για να γίνει αυτό πραγματικότητα, θα έπρεπε να μπουν οι βάσεις, μέσα από την Εκπαίδευση».
Γι’ αυτό, η μεγάλη αλλαγή ήταν η καθιέρωση εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, από εξάχρονη που ήταν. Η υποχρεωτική εκπαίδευση ξεκινάει από τα 7 χρόνια και τελειώνει με τη φοίτηση στο γυμνάσιο. Σημειώνεται, ότι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη Φινλανδία είναι μέχρι το γυμνάσιο, ενώ η δευτεροβάθμια αφορά μόνο το λύκειο και την επαγγελματική εκπαίδευση.
Όπως ήταν φυσικό, μεγάλες ήταν οι αλλαγές σε ό,τι αφορούσε την επαγγελματική εκπαίδευση, ωστόσο ριζικές ήταν εκείνες που επήλθαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σήμερα, τα βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν το εκπαιδευτικό σύστημα της Φινλανδίας σε όλες τις βαθμίδες της, είναι η ευελιξία, η αυτονομία σε σχέση με την κεντρική διοίκηση, αλλά και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο σχολείο και στους εκπαιδευτικούς.
Με άξονα την ευελιξία
Μελετώντας κανείς το σύστημα της Φινλανδίας, ξεχωρίζει την ευελιξία που υπάρχει σε κάθε κομμάτι του. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η ευελιξία αφορά στη χρηματοδότηση. Αν και δημόσια, τα πανεπιστήμια έχουν την επιλογή να είναι ένα είδος ανώνυμης εταιρείας, προκειμένου να έχουν περισσότερα έσοδα.
«Κρίθηκε αναγκαίο τα πανεπιστήμια για να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία να δεχθούν εξωτερική χρηματοδότηση, να μπορούν να διαλέξουν εάν θα είναι σε μορφή ανώνυμης εταιρίας ή σε μορφή ας πούμε “παραδοσιακών” πανεπιστημίων. Εκείνα που έχουν επιλέξει να είναι εταιρείες, διέπονται και από κανόνες εταιρειών. Δηλαδή, πρέπει εκτός από προϋπολογισμό, να κάνουν και απολογισμό», εξήγησε η κ. Οϊκάρινεν-Βασιλόπουλος.
Βέβαια, το καθεστώς εταιρείας δε σημαίνει παράλληλα και απουσία ελέγχου: «Αν και τα πανεπιστήμια απολαμβάνουν αυτονομία, το υπουργείο Παιδείας παρακολουθεί από κοντά τι κάνουν. Δεν έχουν απόλυτη ελευθερία», σχολίασε.
Επίσης, ανεξαρτήτως οικονομικού καθεστώτος, τα πανεπιστήμια λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, η οποία καλύπτει το 66% των οικονομικών αναγκών τους. Όσα δεν είναι εταιρείες, το υπόλοιπο ποσοστό το καλύπτουν από χορηγίες, είτε κάνοντας αιτήσεις για χρηματοδοτήσεις σε ερευνητικά ινστιτούτα, ή σε ευρωπαϊκά προγράμματα.
Στις κατώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, η ευελιξία σχετίζεται με το εύρος των επιλογών. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, οι μαθητές έχουν την επιλογή της συνέχισης των σπουδών τους στη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση (κάτι που επιλέγει το 42% των μαθητών) ή στο λύκειο. Αλλά ακόμη και εάν κάποιος συνεχίσει τις σπουδές του στο λύκειο και θέλει στη συνέχεια να μεταβεί στην επαγγελματική εκπαίδευση, μπορεί να το κάνει. Επίσης, όποιος επιλέξει τη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση, μπορεί να πάει είτε στα ΤΕΙ κάνοντας αίτηση, ή ακόμα και στα πανεπιστήμια, λαμβάνοντας μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις που κάνουν.
«Το σύστημα είναι πολύ ευέλικτο. Δεν υπάρχει αδιέξοδο στην εκπαιδευτική πορεία των μαθητών», επεσήμανε η κ. Οϊκάρινεν-Βασιλόπουλος.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στην πρωτοβάθμια, η ευελιξία είναι βασικό χαρακτηριστικό της διδασκαλίας, αφού δεν καθορίζεται σε κεντρικό επίπεδο ο τρόπος διδασκαλίας και δίνεται περισσότερη έμφαση στην εκμάθηση. Παράλληλα, το κάθε σχολείο έχει την ευελιξία να ορίσει το δικό του χαρακτήρα, δίνοντας έμφαση σε συγκεκριμένα αντικείμενα ή μαθήματα, αλλά και προσαρμοζόμενα στις ανάγκες της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας. Δηλαδή, πέρα από τις ελάχιστες ώρες διδασκαλίας των μαθημάτων που καθορίζονται σε κεντρικό επίπεδο, το κάθε σχολείο μπορεί να προσθέσει επιπλέον μαθήματα ανάλογα με τις δυνατότητες και τα ενδιαφέροντα της κάθε περιοχής.
Η αποκέντρωση εξουσιών
Η ευελιξία που περιγράφηκε μόλις, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αποκέντρωση των εξουσιών, αφού το υπουργείο Παιδείας έχει εποπτικό, ελεγκτικό ρόλο ή ρόλο καθορισμού πλαισίων εκπαιδευτικής πολιτικής.
Στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του νέου συστήματος, ωστόσο, το σύστημα ήταν συγκεντρωτικό και έπρεπε να περάσει μία δεκαετία μεταβατική, ώστε να δοθούν οι ελευθερίες σε επίπεδο τοπικών θεσμών.
Σήμερα, το υπουργείο αποφασίζει για τις κεντρικές γραμμές του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως για παράδειγμα, τι πρέπει να μαθαίνουν οι μαθητές σε κάθε τάξη, ή πόσες θα είναι οι ελάχιστες ώρες διδασκαλίας. Η πρόσληψη εκπαιδευτικών, όμως, είναι θέμα δήμων.
Στα πανεπιστήμια, η αυτονομία είναι αρκετά μεγάλη, αφού είναι εκείνα που καθορίζουν τον αριθμό εισακτέων αλλά και το ποιοι θα είναι οι φοιτητές που θα εισαχθούν σε κάθε σχολή ή τμήμα.
«Τα πανεπιστήμια διαλέγου τον αριθμό των εισακτέων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανάγκες της χώρας σε επαγγελματίες. Ας πούμε, στις ιατρικές σχολές γίνονται έρευνες για το πόσοι θα χρειαστούν, πόσοι θα συνταξιοδοτηθούν μελλοντικά, υπάρχει και συνεργασία με τους ιατρικούς συλλόγους και φορείς για να μην υπάρχει πληθώρα επαγγελματιών που δεν θα μπορούν να βρουν δουλειά μέσα στη χώρα», εξήγησε η κ. Οϊκάρινεν-Βασιλόπουλος.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι σχολές με το ίδιο γνωστικό αντικείμενο συνεργάζονται όχι μόνο στο να καταλήξουν στο σύνολο των εισακτέων σε αυτές, αλλά και στη μεταξύ τους κατανομή.
Πρόσβαση στην τριτοβάθμια
Η πρόσβαση στα πανεπιστήμια γίνεται με εισαγωγικές εξετάσεις που διεξάγουν τα ίδια. Ειδικότερα, οι σχολές με το ίδιο γνωστικό αντικείμενο, διεξάγουν τις ίδιες εξετάσεις, καθορίζοντας μαζί και την ύλη. Ειδικά για τις παιδαγωγικές σχολές, μετά τις γραπτές εξετάσεις, οι υποψήφιοι περνούν από προφορική συνέντευξη.
Ωστόσο, πριν τις εισαγωγικές εξετάσεις, που διεξάγονται τον Ιούνιο, οι μαθητές περνούν τις εθνικές εξετάσεις στο τέλος του λυκείου, προς τις αρχές της Άνοιξης. Μάλιστα, οι βαθμοί που πετυχαίνει κανείς μπορεί να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην εισαγωγή στην τριτοβάθμια, ειδικά σε σχολές όπως είναι οι πολυτεχνικές. «Αν έχει καλές επιδόσεις ένας μαθητής στη φυσική, τα μαθηματικά, και στη χημεία θεωρείται ότι δε χρειάζεται να εξεταστεί για να μπει στις σχολές αυτές, αφού αυτά είναι και τα βασικά τους μαθήματα», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Οϊκάρινεν-Βασιλόπουλος.
Το διάστημα αυτό των τεσσάρων περίπου μηνών, είναι το μόνο που έχουν οι υποψήφιοι για να προετοιμαστούν για τις εισαγωγικές εξετάσεις και μόνο σε αυτό υπάρχει η επιλογή των “φροντιστηρίων”, όπως θα τα λέγαμε εδώ, δηλαδή, ταχύρρυθμου προγράμματος προετοιμασίας πάνω στα βιβλία που έχουν καθορίσει οι σχολές με βασικές έννοιες της επιστήμης.
Ζήτημα εμπιστοσύνης
Διαβάζοντας για το εκπαιδευτικό σύστημα της Φινλανδίας, είναι εμφανές ότι, για να δουλέψουν σωστά όλοι οι φορείς με ευελιξία και αυτονομία, παρουσιάζοντας πολύ καλά αποτελέσματα, θα πρέπει να υπάρχει σε κάθε έκφανσή του η εμπιστοσύνη και η παρακολούθηση από την πλευρά του κράτους ότι όλα γίνονται σύμφωνα με τους νόμους.
Και βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι εκπαιδευτικοί στη Φινλανδία τελειώνοντας τις σπουδές τους έχουν ήδη πτυχίο επιπέδου Μεταπτυχιακού, έχοντας αποκτήσει τα απαραίτητα εφόδια για την αυτονομία τους. Οι εκπαιδευτικοί χαίρουν μεγάλου σεβασμού όμως, και λόγω του υψηλού επιπέδου επιμόρφωσής τους, αφού κάθε χρόνο, όταν τελειώνουν τα μαθήματα στα σχολεία οι εκπαιδευτικοί περνούν από προγράμματα επιμόρφωσης, προκειμένου να είναι ενήμεροι για τις εξελίξεις στον τομέα τους.
«Στο σύστημά μας υπάρχει η κουλτούρα της εμπιστοσύνης», επιβεβαίωσε η κ. Οϊκάρινεν-Βασιλόπουλος. Κάτι που, βέβαια, δεν υπήρχε από την αρχή, ούτε ήταν αυτονόητο.
«Όταν χτίστηκε το σύστημα και εμπεδώθηκε από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και σιγά-σιγά δόθηκαν ελευθερίες αποκεντρωμένες, με τον τακτικό έλεγχο του υπουργείου, ήρθε και η εμπιστοσύνη στο σύστημα», συμπλήρωσε.
«Είναι επίσης βασικό ότι το σύστημα είναι προϊόν μίας συζήτησης όλων των πολιτικών κομμάτων και των εμπλεκόμενων φορέων, όπου όλοι συμφώνησαν τι εκπαιδευτικό σύστημα θέλουν και πώς θα το υλοποιήσουν. Όλοι ήταν στο ίδιο τραπέζι και ανοικτά έθεσαν τις απόψεις τους και ουσιαστικά κανείς δεν έμεινε απ’ έξω», ανέφερε.
Έτσι, η εμπιστοσύνη και η σταθερότητα προέρχεται από το ότι όλοι μπαίνουν στη διαδικασία όταν γίνεται μια μεταρρύθμιση για να πουν τις απόψεις τους και ότι λαμβάνονται υπ’ όψιν όλες οι πλευρές, γίνεται μία σύνθεση, και έτσι, η καταληκτική πρόταση πολιτικής αποτελεί όφελος γενικό, όχι μιας συγκεκριμένης ομάδας.
Με τη συναίνεση εκείνη, που επιτεύχθηκε 60 χρόνια πριν, και η οποία δεν έχει διαρραγεί έως σήμερα, η Εκπαίδευση δίνει συνεχώς καλά αποτελέσματα και έχει φύγει από την πολιτική αντιπαράθεση της Φινλανδίας.