Μία από τις παραμέτρους εκείνες που τεκμηριώνουν περίτρανα την κοινωνική διάσταση του αγώνα του Ελληνικού Έθνους για να αποτινάξει τον ζυγό του κατακτητή και την καταδυνάστευση της άρχουσας τάξης της εποχής είναι και η διαπάλη για την καθιέρωση της γλώσσας.
*Γιώργης-Βύρων Δάβος, Δρ. Γλωσσολογίας και δημοσιογράφος
Μία μάχη κοινωνική για την πολιτικο-ιδεολογική ηγεμονία και τον χαρακτήρα του νέου κράτους, που κατεξοχήν διεξάγεται—ήδη από τους προεπαναστατικούς καιρούς– στο πεδίο της γλώσσας, που πέρα από επικοινωνιακό όργανο των εκατέρωθεν ιδεών και πεποιθήσεων για τους στόχους και τα συμφέροντα της κάθε ομάδας για τον αγώνα, αναδεικνύεται είτε ως αποκρυστάλλωση της κρατούσας ιδεολογικής κυριαρχίας, των κοτζαμπάσηδων, της Εκκλησίας, των Φαναριωτών και των αυτοχθόνων, ή επήλυδων «καλαμαράδων», είτε ως σάλπισμα της σαρωτικής έξαρσης του επαναστατικού φρονήματος, από τη μεριά των παθιασμένων αγωνιστών, του καθημαγμένου λαού και των πραγματικά φωτισμένων λογίων.
Η μεγάλη κοινωνικο-πολιτική τούτη αντιπαλότητα για τον έλεγχο και την καθιέρωση του μελλοντικού πολιτεύματος και του χαρακτήρα του ελληνικού κράτους που θα προέκυπτε φάνηκε ήδη από την αρχή του Αγώνα. Με την κάθοδο των Φαναριωτών και το σταδιακό πέρασμα του ελέγχου του Αγώνα στα χέρια των προυχόντων και των εφοπλιστών, σχεδόν αμέσως καταδολιεύθηκε το πνεύμα και το γράμμα του πρώτου προσωρινού Συντάγματος του Έθνους. Eνός πραγματικού μνημείου δημοκρατικών διακηρύξεων σε σαφή γλώσσα, που ώριζε καθαρά την κατάργηση τίτλων, προνομίων, σε μία προσπάθεια να καταργηθούν οι παλιές φεουδαρχικές διακρίσεις, με γνώμονα πως ο μόνος τίτλος ευγενείας είναι η προσφορά στον αγώνα του έθνους.
Καθώς ο λογιοτατισμός κατεβαίνει στη μαχόμενη Ελλάδα, που έχει ανάγκη από «γραμματιζούμενους» για να συντάσσει τα δημόσια έγγραφα, τις προκηρύξεις και να γράφει στις εφημερίδες, κατορθώνει εν τέλει, τη συνεργεία της προεπαναστατικής άρχουσας τάξης των προυχόντων, εμπόρων κι εφοπλιστών, να επιβάλλει στη δημόσια κι ιδιωτική ζωή μία απολιθωμένη γλώσσα και να διατηρήσει τους «μπέικους» προεπαναστατικούς τίτλους και να εγκαταστήσει νέα «εκλαμπρότατα» και «πριγκιπικά» αξιώματα. Τέτοια ήταν η διαφθορά της γλωσσικής πραγματικότητας κι ανάγκης, που και οι ίδιοι οι αληθινοί, πλην όμως αγράμματοι, αγωνιστές αισθάνονταν μειονεκτικά και προσελάμβαναν «σοφολογιοτάτους» για να συντάσσουν τις διαταγές και τα απομνημονεύματά τους κατόπιν, σε ακραιφνώς αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, που με τον στόμφο της ισοπεδώνει τη γλαφυρότητα και τη θυμοσοφία του λόγου τους.
Στους εμφυλίους πολέμους του 1824 άλλωστε κορυφώνονται οι διακρίσεις λόγω της έλλειψης παιδείας (ίδε καταγωγής) και το ξεστράτισμα από τα δημοκρατικά ιδεώδη και τα ανανεωτικά σαλπίσματα. Μεγαλώνει η γλωσσική και κοινωνική αποξένωση του λαού από μία διοικητική τάξη (που την άκουγε να μιλά, ή να διαβάζει τις προκηρύξεις και τα άρθρα της και δεν την καταλάβαινε) και η οποία συνέχιζε να καρπούται τους μόχθους της δουλειάς του στα χωράφια και να σφετερίζεται το αίμα που έχυνε στα πεδία των μαχών, ενώ αρνείτο να συμμετάσχει οικονομικά –όπως στην περίπτωση του Υδραίου Γ. Κουντουριώτη που ενώ δεν γνώριζε ιππασία δεν θέλησε να προσφέρει τα άλογά του, που ήταν άλλωστε λεία—κι ως τέτοια εθνικό κεφάλαιο—από κούρσεμα τουρκικού πλοίου—και παράλληλα ενθυλάκωνε και σπαταλούσε τα δάνεια για δικό της λογαριασμό.
Μπροστά στον ορμητικό προπαιδευτικό για το επαναστατικό αίσθημα ενθουσιασμό του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που από την εποχή του Ανωνύμου του 1789, της Ελληνικής Νομαρχίας, του Κρίτωνος Στοχασμοί, και τις δημοτικιστικές εξαγγελίες του Ρήγα, του Βηλαρά, του Ψαλλίδα—ακόμη και μέσα από τη ‘Μέση οδό’ του Κοραή— προσέβλεπε στην λαϊκή γλώσσα και στην επιστήμη τα μόνα θεμέλια για την οικοδόμηση ενός νεωτερικού κράτους— στα πρότυπα των δυτικών κοινωνιών—και τον απογαλακτισμό του από την κοινωνική δουλοπρέπεια, η «τακτοποιημένη» μέσα στα όρια του Οθωμανικού κράτους άρχουσα τάξη των Φαναριωτών και του Κλήρου, αντέταξε μία τεχνητή αρχαιολατρία, μολευμένη με την αναγκαία βυζαντινή γλωσσική απόκλιση των εκκλησιαστικών ψαλμών, που φυσικά αποτελεί σαφή κοινωνικό φραγμό κι αποκλεισμό του αναλφάβητου, κατά κανόνα, κύριου όγκου του πληθυσμού.
Καθώς η παιδεία και συνακόλουθα η γλώσσα αποτελούν κατεξοχήν φορέα κοινωνικής (και πολιτικο-ιδεολογικής) συνειδητοποίησης, η Εκκλησία είχε εξασφαλίσει την αποκλειστική μέριμνα κι έλεγχο της παρεχόμενης παιδείας, φροντίζοντας να κρατά τιθασευμένο και φρονηματισμένο τον πληθυσμό στις υπάρχουσες δομές κοινωνικού κι οικονομικού ελέγχου: κοτζαμπάσηδες, δημογέροντες, κλήρος, ανώτατη διοίκηση –Φαναριώτες. Ο μύθος του ‘Κρυφού Σχολειού’ πιότερο αναδεικνύει την ευρύτητα του ελέγχου της παιδείας από την Εκκλησία, παρά τον υποτιθέμενο διωγμό της από τους κατά κανόνα αδιάφορους Οθωμανούς. Ήδη από τα πρώτα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, η Εκκλησία φρόντιζε μέσω αφορισμών, καταστροφές τυπογραφείων, εγκυκλίων και νουθεσιών του ποιμνίου από άμβωνος, να καταδικάζει τα «καινά δαιμόνια» της επιστήμης και των νέων τάσεων στην εκπαίδευση, επιτρέποντας μόνον το «Κτωήχι» και τα «κολυβογράμματα». Άλλωστε το να γίνεις ρασοφόρος και να φοιτήσεις σε μία από τις πλήθος εκκλησιαστικές σχολές της εποχής –Πόλη, Χίος, Δημητσάνα κλπ—ήταν η μόνη οδός για κάποιον να ακολουθήσει κάποιος την ανώτερη εκπαίδευση.
Αμέσως μετά τον ξεσηκωμό, όμως ξεκίνησαν οι πρώτες διαβρώσεις, που έμελλαν να καθορίσουν και τον χαρακτήρα του μετεπαναστατικού κράτους, που απεμπόλησε κάθε νεωτεριστικό και Διαφωτιστικό χαρακτηριστικό, προκρίνοντας τις οπισθοδρομικές ιδέες της αρχαιολατρίας, μίας μορφής σκοταδιστικού “παππαδισμού” που αφόριζε κάθε ελεύθερη έκφραση κι έναν ανεδαφικό μεγαλοϊδεατισμό. Στο νέο κράτος απλώς εξελληνίσθηκε η παλαιά άρχουσα τάξη που ήλεγχε τις κοινωνικές σχέσεις και επί Τουρκοκρατίας, φροντίζοντας να κρατήσει μακριά από τη Διοίκηση τον λαό, συμπαρασύροντας μέσα από την καλλιέργεια της φιλαυτίας και τη λαμπρότητα της ‘ανακτορικής και διοικητικής ετικέτας’ και μερίδα αγωνιστών, εις βάρος άλλων.
Η γλωσσική κι εκπαιδευτική ανάσχεση, που μαυλίζοντας τες ιδεολογικά και γλωσσικά διαστρέβλωσε και ακύρωσε τις ανακατατάξεις στις οποίες απέβλεπε το εθνικοαπελευθερωτικό ρεύμα, αλλά και δημιουργώντας αλλοιωμένους μύθους για τους πρωταγωνιστές και τ’ ανδραγαθήματα του Αγώνα, διαμόρφωσε επίσης και την αμφιλεγόμενη εικόνα που εξακολουθεί να έχει η πλειονότητα των Ελλήνων ίσαμε και σήμερα για το Εικοσιένα, διαιωνίζοντας φευ, τη ρήση του Παλαμά όταν στα εκατόχρονα από την Παλιγενεσία είχε τονίσει πως «ακόμη δεν έχουμε παρά τη μυθιστορία της».