Του Νίκου Τσούλια
Ποιος να ξέρει άραγε πώς γεννήθηκε αυτή η ιδιόμορφη σχέση μεταξύ καλοκαιριού και βιβλίων, από πού έχει τις απαρχές της και τις αιτίες της και ποια είναι η διαδρομή της που έχει δημιουργήσει αυτή την όμορφη εικόνα του ανοιχτού βιβλίου; Μπορούν και οι άλλες εποχές να μιμηθούν του καλοκαιριού την πρωτοβουλία ή μήπως το διαδίκτυο κλέψει και αυτή την τόσο ξεχωριστή γλυκιά μορφή του ανοιχτού βιβλίου με τις όλο και πιο νέες ηλεκτρονικές επινοήσεις;
Ας θέσουμε το θέμα κάπως διαφορετικά. Τι το ξεχωριστό δημιουργεί το καλοκαίρι στον άνθρωπο και αυτός καταφεύγει στο αγκάλιασμα του βιβλίου, στην κατάδυση του διαβάσματος; Η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη. Το καλοκαίρι ο καθένας μας συναντά πιο αυθεντικά τον εαυτό του. Βρίσκει ευκαιρία και αφορμές, συνθήκες και χρόνο – όχι μόνο λόγω διακοπών – να αναρωτηθεί, να ονειροπολήσει, να φαντασιωθεί, να αναστοχαστεί. Και σ’ αυτές τις ρηματικές προοπτικές το βιβλίο έχει προνομιακή θέση. (Όλοι το ξέρουμε αυτό, αλλά λίγοι το κατανοούμε και του δίνουμε το πραγματικό του περιεχόμενο και έτσι είμαστε γενικά μακριά από τις χάρες και τις ομορφιές του βιβλίου). Το βιβλίο θα βρεθεί μπροστά μας σ’ αυτό το δρόμο, πρόθυμο να ικανοποιήσει ή και απλώς να καλλιεργήσει όλες αυτές τις ανθρώπινες προσδοκίες.
Η παραλία και ο κόσμος της, οι «λουόμενοι» και η θάλασσα είναι για την Ελλάδα μια μαγική εικόνα του καλοκαιριού, είναι μια εικόνα του πολιτισμού μας και της κουλτούρας μας. Είναι μια εικόνα όπου πλεονάζει ταυτόχρονα η συλλογικότητα και η εγγύτητα σωμάτων και αισθήσεων, αλλά και η ατομικότητα και η προσωπική τόνωσή μας. Και μπορεί να κυριαρχεί η ανάγνωση «βιβλίων της ξαπλώστρας», βιβλίων εύπεπτων και διαβαστερών, αλλά έχει διαρραγεί έστω και εποχιακά η απουσία του ανθρώπου από την απόλαυση του διαβάσματος.
Η θέα και η συνακόλουθη ρέμβη της θάλασσας, το σμίξιμο γενεών και οικογενειών έξω από τις χωροχρονικές συνθήκες των κατοικιών, η έκθεση του γυμνού αποδεσμευμένο από την ψευδεπίγραφη ηθικοπλασία και από της ηλικίας τα βαρίδια, το χάζεμα και οι βαθύτεροι σε σχέση με άλλη εποχή στοχασμοί μαζί με το διάβασμα – ενίοτε και με το γράψιμο – συνθέτουν μια πολύ ζωντανή και δημιουργική στιγμή της ζωής μας.
Οι βιβλιόφιλοι – αυτή η τόσο ξεχωριστή ομάδα ανθρώπων – έχουν τη δική τους θεώρηση των πραγμάτων. Χαίρονται γι’ αυτή τη μαζική προσφυγή στο βιβλίο, το αισθάνονται σαν δικαίωση. Και γι’ αυτούς το καλοκαίρι δημιουργεί μια ειδική περίπτωση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η σχέση τους με το διάβασμα είναι υπόθεση καθημερινή και διαχρονική. Θα κάνουν σχέδια επί σχεδίων για το διάβασμα του καλοκαιριού. Ποια βιβλία θα επιλεγούν, πόσα θα είναι από το χώρο του δοκιμίου, πόσα από τις χώρες της επιστήμης, πόσα από τους τόπους του μυθιστορήματος και της ποίησης, πόσα κλασικά και πόσα σύγχρονης γραφής θα γευθούν το άγγιγμά τους, πόσα θα ανοίξουν τα παραθυρόφυλλά τους από τις ακριτικές περιοχές η φιλοσοφία και την πολιτική; Και μετά αρχίζουν να προτείνουν στον εαυτό σου τους τίτλους για κάθε κατηγορία, να προσθέτουν και να αφαιρούν και να κάνουν υπολογισμούς πόσες σελίδες την ημέρα θα διαβάζουν επί τόσες ημέρες ίσον … και στην πράξη αργότερα να βάζουν στοίχημα με τον εαυτό τους ότι θα ξεπεράσουν τον σχεδιασμό και αυτό θα συνιστά μια νέα κατάκτηση.
Η συνάντηση καλοκαιριού και βιβλίων ανακαλύπτει μια μυστηριώδη σχέση με τον εαυτό μας και με τον πολιτισμό μας, μάς θέτει ακόμα και στο μεταίχμιο δραματικών αλλαγών. «Τα βιβλία μπορούν να εμπνεύσουν βαθιά λατρεία και μεγάλα πάθη. Κι αυτό χάρη, κυρίως, στην ανάγνωση, μιαν εγκεφαλική δεξιότητα που, αφότου επινοήθηκε η γραφή, αποτελεί ανθρωπολογική σταθερά με απροσμέτρητες δυνατότητες αξιοποίησης. Από την άλλη, η εποχή μας, όπου προεξαγγέλλεται ακατάπαυστα η έλευση του «ηλεκτρονικού» βιβλίου, μπορεί να διεγείρει, ως αντίδραση, αβυσσαλέους φετιχισμούς για το τυπωμένο και το «δεμένο» χαρτί, για το σπάνιο και το παλαιό»[1].
Γιατί το καλοκαίρι προκρίνει το διάβασμα μάλλον ανάλαφρων και όχι βαθυστόχαστων βιβλίων; Γιατί οι μεγάλες νύχτες του χειμώνα σε καλούν στο διάβασμα ερευνητικών / επιστημονικών / φιλοσοφικών βιβλίων; Είναι οι εποχές φορείς του τρόπου και του περιεχομένου του διαβάσματός μας;
Πρόκειται για μια κατακτημένη και κρατούσα πλέον συνήθεια που έχει απλωθεί στις συμπεριφορές μας και δεν μπορούμε πια παρά να υπηρετούμε την παράδοση;
Το καλοκαίρι όμως σε παρακινεί και πιο έντονα στη χώρα της γραφής, σε παροτρύνει να πιάνεις χαρτί και μολύβι ή το laptop και το ipad και να γράφεις, να γράφεις γράμματα στον εαυτό σου, στην ανεκπλήρωτη αγάπη, σε κάποιον μελλοντικό σου απόγονο και εσύ δεν ξέρεις πού κάθε φορά γράφεις, γιατί μπορεί να είναι γράμμα ανεπίδοτο, γράμμα που επιστρέφει σε εσένα, γράμμα με αποστολέα και παραλήπτη το ίδιο πρόσωπο. Και σ’ αυτή τη χώρα της γραφής είναι το βιβλίο και το διάβασμα που ανοίγουν τις επιθυμίες, που απελευθερώνουν τους κρυφούς πόθους και τα μύχια όνειρα, για να ζωντανέψουν έστω για μια στιγμή ό,τι στον εσωτερικό μας κόσμο παραμένει σε καθηλωμένη ένταση χρόνια και χρόνια, για να παίξουν με τις φαντασιώσεις μας καρφιτσώνοντάς τες σκόρπιες στο κρεμασμένο κάδρο της ζωής μας στους απέραντους τοίχους της πραγματικότητας.
[1] Tου Β. Πατσογιάννη, Ένα βιβλίο γεμάτο εμπειρίες για ακούραστους βιβλιομανείς, «ΚΑΘHΜΕΡΙΝΗ» 6.3.2011
http://anthologio.wordpress.com/