Οι πολιτικές στους τομείς του περιβάλλοντος και του κλίματος στην Ευρώπη έχουν… επιφέρει ουσιαστικά οφέλη, βελτιώνοντας το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής, ενθαρρύνοντας την καινοτομία, δημιουργώντας θέσεις απασχόλησης και εντείνοντας την ανάπτυξη, σημειώνει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΟΠ).
Παρά τα ανωτέρω οφέλη, η Ευρώπη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ένα ευρύ φάσμα επίμονων και εντεινόμενων περιβαλλοντικών προκλήσεων. Για την αντιμετώπιση των εν λόγω προκλήσεων θα χρειαστούν θεμελιώδεις αλλαγές στα συστήματα παραγωγής και κατανάλωσης, που αποτελούν βασική αιτία των περιβαλλοντικών προβλημάτων.
Αυτά είναι μερικά από τα σημαντικότερα μηνύματα της πενταετούς αξιολόγησης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος με τίτλο «Το ευρωπαϊκό περιβάλλον — κατάσταση και προοπτικές 2015» (SOER 2015) που δημοσιεύτηκε σήμερα. Η SOER 2015 είναι μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Περιλαμβάνει επίσης αξιολογήσεις και δεδομένα σε παγκόσμιο, περιφερειακό και κρατικό επίπεδο, καθώς και συγκρίσεις μεταξύ χωρών.
Οι πολιτικές της ΕΕ έχουν επιφέρει ουσιαστικά οφέλη
Στις μέρες μας οι Ευρωπαίοι απολαμβάνουν καθαρότερο αέρα και νερό, λιγότερα απόβλητα καταλήγουν σε χωματερές, ενώ ανακυκλώνονται περισσότεροι πόροι. Εντούτοις, η Ευρώπη έχει να διανύσει πολύ δρόμο για την επίτευξη του στόχου της «ευημερίας εντός των ορίων του πλανήτη μας» μέχρι το 2050, όπως ορίζεται στο 7ο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον. Παρότι χρησιμοποιούμε τους φυσικούς πόρους πιο αποδοτικά από ότι στο παρελθόν, εξακολουθούμε να υποβαθμίζουμε τη βάση των πόρων στην οποία βασιζόμαστε στην Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Προβλήματα όπως η απώλεια της βιοποικιλότητας και η κλιματική αλλαγή εξακολουθούν να αποτελούν σοβαρές απειλές.
Ο Hans Bruyninckx, εκτελεστικός διευθυντής του ΕΟΠ, αναφέρει: «Η ανάλυσή μας δείχνει ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές έχουν αντιμετωπίσει επιτυχώς πολλές περιβαλλοντικές προκλήσεις τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, δείχνει επίσης ότι εξακολουθούμε να βλάπτουμε τα φυσικά συστήματα που στηρίζουν την ευημερία μας. Παρότι η διαβίωση εντός των ορίων του πλανήτη μας αποτελεί τεράστια πρόκληση, η αντιμετώπισή της θα μας εξασφαλίσει σημαντικά οφέλη. Η πλήρης αξιοποίηση της ικανότητας καινοτομίας της Ευρώπης θα μπορούσε να κάνει την ήπειρό μας πραγματικά βιώσιμη και να μας καταστήσει πρωτοπόρους στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας, δημιουργώντας νέους βιομηχανικούς κλάδους και μια πιο υγιή κοινωνία.»
Η SOER 2015 τονίζει την ανάγκη θέσπισης πιο φιλόδοξων πολιτικών για την επίτευξη του οράματος της Ευρώπης για το 2050. Υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη υιοθέτησης νέων προσεγγίσεων που ανταποκρίνονται στη συστημική φύση πολλών περιβαλλοντικών προβλημάτων. Για παράδειγμα, οι εξωτερικές πιέσεις (συμπεριλαμβανομένων των παγκόσμιων μέγα-τάσεων) μπορούν να εξουδετερώσουν τα αποτελέσματα συγκεκριμένων πολιτικών και τοπικών προσπαθειών περιβαλλοντικής διαχείρισης. Επιπλέον, πολλές περιβαλλοντικές προκλήσεις συνδέονται στενά με συστήματα παραγωγής και κατανάλωσης που υποστηρίζουν μεγάλο αριθμό θέσεων απασχόλησης και μέσων διαβίωσης, με αποτέλεσμα οι αλλαγές στα εν λόγω συστήματα να διαφοροποιούν το κόστος και τα οφέλη. Επιπρόσθετα, οι βελτιώσεις στην αποδοτικότητα συχνά εξουδετερώνονται από την αύξηση της κατανάλωσης.
Η έκθεση καταλήγει ότι, παρότι η πλήρης εφαρμογή των υφιστάμενων πολιτικών είναι απαραίτητη, ούτε οι υπάρχουσες περιβαλλοντικές πολιτικές ούτε τα οφέλη από την αύξηση της αποδοτικότητας σε οικονομικό ή τεχνολογικό επίπεδο θα είναι επαρκή για την επίτευξη του οράματος της Ευρώπης για το 2050.
Ανάγκη μετασχηματισμού βασικών συστημάτων
Για την αντιμετώπιση των περίπλοκων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη θα χρειαστούν πιο φιλόδοξες πολιτικές, συνοδευόμενες από καλύτερες γνώσεις και εξυπνότερες επενδύσεις, με στόχο τον ουσιαστικό μετασχηματισμό βασικών συστημάτων όπως στους τομείς τροφίμων, ενέργειας, στέγασης, μεταφορών, χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, υγείας και εκπαίδευσης. Θα χρειαστούν στρατηγικές και προσεγγίσεις με στόχο τον μετριασμό των πιέσεων και την αποφυγή ενδεχόμενων ζημιών, την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων, τη διόρθωση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων και την προσαρμογή σε παγκόσμιες τάσεις, όπως η κλιματική αλλαγή και η εξάντληση των πόρων.
Ο Δρ. Bruyninckx συνεχίζει: «Μας απομένουν 35 έτη για να διασφαλίσουμε ότι θα ζούμε σε έναν βιώσιμο πλανήτη μέχρι το 2050. Μπορεί αυτό το χρονικό σημείο να φαντάζει μακρινό, αλλά για να επιτύχουμε τον στόχο μας πρέπει να δράσουμε τώρα. Πρέπει να κάνουμε τις ενέργειες και τις επενδύσεις μας πιο φιλόδοξες και συνεκτικές. Πολλές από τις αποφάσεις που λαμβάνουμε σήμερα θα καθορίσουν τον τρόπο ζωής μας το 2050.»
SOER 2015 Το περιβάλλον στην Ευρώπη: επιλεγμένα δεδομένα και τάσεις
Φυσικό κεφάλαιο
Οι πολιτικές της ΕΕ έχουν περιορίσει τη ρύπανση και έχουν βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα του αέρα και του νερού στην Ευρώπη. Εντούτοις, η συνεχιζόμενη υποβάθμιση των οικοσυστημάτων απειλεί την οικονομική παραγωγή και ευημερία της Ευρώπης.
Η απώλεια της βιοποικιλότητας συνεχίζεται. Το 60% των προστατευόμενων ειδών και το 77% των βιοτόπων που εξετάστηκαν δείχνουν να βρίσκονται σε δυσμενή κατάσταση διατήρησης. Η Ευρώπη δεν βρίσκεται σε πορεία επίτευξης του στόχου της για ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας έως το 2020.
Η ποιότητα των γλυκών υδάτων έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια· εντούτοις, σχεδόν το ήμισυ των μαζών γλυκού ύδατος της Ευρώπης δεν αναμένεται να επιτύχουν «καλή οικολογική κατάσταση» έως το 2015.
Η θαλάσσια και παράκτια βιοποικιλότητα προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία. Στους παράγοντες πίεσης περιλαμβάνονται η αλλοίωση του βυθού, η ρύπανση, τα χωροκατακτητικά ξενικά είδη και η οξίνιση. Η υπεραλίευση στον Ατλαντικό και στη Βαλτική έχει μειωθεί, αλλά η Μεσόγειος παρουσιάζει πιο δυσμενή εικόνα, καθώς το 91% των αποθεμάτων που εξετάστηκαν πλήττονταν από υπεραλίευση το 2014.
Το 2012, η βιολογική καλλιέργεια καταλάμβανε λιγότερο από το 6% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ευρώπη, ενώ υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών.
Αναφορικά με τις μελλοντικές προοπτικές, λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής οι πιέσεις και οι επιπτώσεις αναμένεται να ενταθούν, ενώ οι υποκείμενοι παράγοντες της απώλειας της βιοποικιλότητας αναμένεται να συνεχιστούν.
Αποδοτικότητα πόρων
Η εγχώρια κατανάλωση πόρων ανήλθε σε 16,7 τόνους κατ’ άτομο το 2007 και μειώθηκε σε 13,7 τόνους το 2012, εν μέρει λόγω της κατάρρευσης του κατασκευαστικού κλάδου σε πολλές χώρες.
Η διαχείριση των αποβλήτων έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς ο όγκος των αποβλήτων που παράγονται και των αποβλήτων που απορρίπτονται σε χωματερές έχει μειωθεί. Τα ποσοστά ανακύκλωσης αυξήθηκαν σε 21 χώρες μεταξύ του 2004 και του 2012, ενώ τα ποσοστά απόρριψης σε χωματερές μειώθηκαν στις 27 από τις 31 χώρες (για τις οποίες διατίθενται δεδομένα). Οι χώρες του ΕΟΧ πέτυχαν μέσο ποσοστό ανακύκλωσης 29% το 2012, σε σύγκριση με 22% το 2004.
Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έχουν μειωθεί κατά 19% από το 1990, παρά την αύξηση της οικονομικής παραγωγής κατά 45%. Η χρήση ορυκτών καυσίμων έχει μειωθεί, όπως έχουν μειωθεί και οι εκπομπές ορισμένων ρύπων από τις μεταφορές και τη βιομηχανία.
Η οικονομική κρίση του 2008 και η επακόλουθη οικονομική ύφεση συνέβαλαν επίσης στη μείωση ορισμένων περιβαλλοντικών πιέσεων. Μένει να διαπιστωθεί αν οι βελτιώσεις θα διατηρηθούν.
Οι τρέχουσες πολιτικές δεν είναι αρκετές ώστε να μπορέσει η Ευρώπη να επιτύχει τους μακροπρόθεσμους περιβαλλοντικούς στόχους της, όπως είναι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 80-95%.
Υγεία και ευημερία
Οι περιβαλλοντικές πολιτικές έχουν επιφέρει βελτιώσεις στην ποιότητα του πόσιμου νερού και των υδάτων κολύμβησης ενώ έχουν μειώσει την έκθεση στους βασικούς επικίνδυνους ρύπους.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση και ο θόρυβος εξακολουθούν να προκαλούν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία στις αστικές περιοχές. Το 2011, περίπου 430.000 περιπτώσεις πρόωρων θανάτων στην ΕΕ αποδόθηκαν σε αιωρούμενα σωματίδια, ενώ η έκθεση στον θόρυβο συνεισφέρει σε τουλάχιστον 10.000 πρόωρους θανάτους ετησίως λόγω παθήσεων της καρδιάς.
Η αυξανόμενη χρήση χημικών ουσιών, ιδιαίτερα σε καταναλωτικά προϊόντα, έχει συσχετιστεί με την παρατηρούμενη αύξηση διαταραχών και ενδοκρινικών νόσων.
Οι προβλεπόμενες βελτιώσεις στην ποιότητα του αέρα θεωρείται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν περαιτέρω ζημιές, ενώ οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να επιδεινωθούν.
Ο τομέας της οικολογικής βιομηχανίας μεγεθύνθηκε περισσότερο από 50% από το 2000 έως το 2011 και είναι ένας από τους λίγους τομείς που άνθησαν από άποψη εσόδων και θέσεων εργασίας, μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008.