Μια νέα σουηδική επιστημονική μελέτη κατέληξε στο συμπάορασμα στο συμπέρα…
ότι η μεγάλη κατανάλωση γάλακτος δεν είναι πάντα ωφέλιμη για την υγεία μας όπως νομίζουμε μέχρι τώρα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Καρλ Μικάελσον της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουψάλα, δημοσίευσαν την έρευνά τους στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό “British Medical Journal”, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, το “New Scientist” και τη βρετανική «Independent», ανέφεραν ότι ο αυξημένος κίνδυνος μπορεί να οφείλεται στα υψηλά επίπεδα λακτόζης, η οποία προέρχεται από διάσπαση της λακτόζης, δύο μορφών σακχάρου που περιέχονται στο γάλα και οι οποίες, όπως έχουν δείξει προηγούμενες μελέτες σε πειραματόζωα, αυξάνουν το οξειδωτικό στρες και τη χρόνια φλεγμονή στον οργανισμό. Ωστόσο, το συμπέρασμα πρέπει να επιβεβαιωθεί από μελλοντικές έρευνες για να γίνει, απολύτως, αποδεκτό από τη παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.
Η έρευνα, επικεντρώνει το πρόβλημα μόνο στο γάλα και όχι με στα άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, αφού μετά από έρευνες κατέληξε ότι όσες γυναίκες τρώνε πολύ γιαούρτι και τυρί, κινδυνεύουν λιγότερο από κάταγμα ή πρόωρο θάνατο.Μέχρι σήμερα, γίνεται αποδεκτό ότι μια διατροφή πλούσια σε γάλα και γενικά σε γαλακτοκομικά προϊόντα, μειώνει την πιθανότητα καταγμάτων λόγω οστεοπόρωσης.
Οι Σουηδοί επιστήμονες διευκρίνισαν, πάντως, πως μέσω της της έρευνάς τους διαπίστωσαν μια συσχέτιση ανάμεσα στο πολύ γάλα και στον αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων και πρόωρου θανάτου και όχι μια άμεση σχέση αιτίας – αποτελέσματος, γι’ αυτό θεωρούν ότι τα απρόσμενα ευρήματά τους πρέπει να αντιμετωπιστούν με επιφύλαξη, τουλάχιστον προς το παρόν.
Οι ερευνητές μελέτησαν στοιχεία που παρέρχονταν από δύο ομάδες ανθρώπων, μία 61.433 γυναικών ηλικίας 39 – 74 ετών και μία 45.339 ανδρών ηλικίας 45 – 79 ετών, αναφορικά με τις διατροφικές συνήθειές τους και την κατανάλωση γάλατος, γιαουρτιού και τυριού. Η γυναικεία ομάδα παρακολουθήθηκε επί 20 έτη και η ανδρική επί 11. Στη διάρκεια αυτών των περιόδων οι επιστήμονες κατέγραψαν πόσα κατάγματα έπαθαν οι άνθρωποι και πόσοι πέθαναν πρόωρα.
Η στατιστική ανάλυση, όσον αφορά, τις γυναίκες έδειξε ότι η αυξημένη κατανάλωση γάλατος όχι μόνο δεν μείωνε καθόλου τον κίνδυνο κατάγματος και την οστεοπόρωση, αλλά μάλλον την αύξανε. Μέσα σε μια δεκαετία, 42 στις 1.000 γυναίκες που έπιναν πολύ γάλα, έπαθαν κάταγμα, έναντι 35 στις 1.000 που ήταν ο μέσος όρος και 31 στις 1.000 μεταξύ όσων έπιναν λίγο γάλα ή καθόλου.
Ακόμη, παρατηρήθηκε ότι οι γυναίκες που έπιναν πάνω από τρία ποτήρια γάλα τη μέρα (κατά μέσο όρο 680 μιλιγκράμ), είχαν υψηλότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου (180 γυναίκες στις 1.000) μέσα σε μια δεκαετία, σε σχέση με όσες έπιναν λιγότερο από ένα ποτήρι (κατά μέσο όρο 60 μιλιγκράμ), από τις οποίες πέθαναν 110 στις 1.000 μέσα στην ίδια δεκαετία, ενώ ο μέσος όρος (ανεξάρτητα από την κατανάλωση γάλατος) ήταν 126 θάνατοι στις 1.000 γυναίκες. Όσες έπιναν πάνω από τρία ποτήρια ημερησίως, είχαν 90% μεγαλύτερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, 60% μεγαλύτερο κίνδυνο κατάγματος ισχύου και 15% οποιουδήποτε άλλου κατάγματος, σε σχέση με όσες έπιναν λιγότερο από ένα ποτήρι τη μέρα, όπως υποστήριξε ο Καρλ Μικάελσον.
Όσον αφορά τους άνδρες, παρατηρήθηκε επίσης ότι η αυξημένη κατανάλωση γάλατος σχετιζόταν με αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, αν και σε μικρότερο βαθμό από ό,τι στις γυναίκες (περίπου 10% για τρία ποτήρια και πάνω). Η περαιτέρω ανάλυση επιβεβαίωσε ότι η μεγαλύτερη κατανάλωση γάλατος συνδεόταν με «ανεβασμένους» βιοδείκτες οξειδωτικού στρες και φλεγμονής.
Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι η κατανάλωση μόνο ενός ποτηριού γάλατος τη μέρα δεν φαίνεται να αποτελεί οποιοδήποτε πρόβλημα, εκτιμάται ότι το πρόβλημα αρχίζει μετά τα δύο ποτήρια, ενώ η μελέτη διαπίστωσε αυξημένο κίνδυνο σε όλα τα είδη γάλατος (με πολλά, λίγα ή καθόλου λιπαρά κ.α.). Αντίθετα, με το γάλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα (κυρίως γιαούρτι, τυρί), που έχουν πολύ πιο χαμηλή περιεκτικότητα σε λακτόζη, συνδέονται με μειωμένη πρόωρη θνησιμότητα και λιγότερα κατάγματα, ιδίως μεταξύ των γυναικών.
Σύμφωνα με τους ερευνητές «Τα ευρήματά μας μπορεί να θέσουν σε αμφισβήτηση την ισχύ των συστάσεων για την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων γάλατος ως μέτρου πρόληψης των καταγμάτων», ωστόσο προσθέτουν ότι «τα ευρήματα αυτά πρέπει να τύχουν ανεξάρτητης επιβεβαίωσης, προτού μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν για νέες διατροφικές συστάσεις».
Ειδικοί μελετητές από άλλες χώρες συμφώνησαν ότι τα ευρήματα πρέπει να διασταυρωθούν από άλλες έρευνες, καθώς η κατανάλωση γάλατος αυξάνεται συνεχώς σε παγκόσμιο επίπεδο. Ορισμένοι επιστήμονες επεσήμαναν ότι τα αποτελέσματα της νέας έρευνας εγείρει περισσότερα ερωτήματα, παρά δίνει απαντήσεις.