Αντιμέτωπα με την πρόκληση να μετατρέψουν την κρίση σε ευκαιρία, προκειμένου να ξανακερδίσουν το κοινό που έχουν χάσει τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα δε μετά την αναδιάρθρωση του τοπίου, την οποία επέφερε η κυριαρχία του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, βρίσκονται τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Όπως προκύπτει από έρευνα κοινής γνώμης, που διενήργησε σε δείγμα 1.300 ατόμων το Εργαστήριο Διεθνούς και Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας (IPJ Lab) του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και παρουσιάζει το Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι πολίτες στρέφονται στα παραδοσιακά ΜΜΕ, για να ενημερωθούν σχετικά με τις εξελίξεις που αφορούν την πανδημία του SARS-CoV-2. Αναζητούν εξειδικευμένη ενημέρωση, αν και διατηρούν επιφυλάξεις για την αξιοπιστία αυτής. Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα για την αποφασιστική καμπή, στην οποία βρίσκονται τα ΜΜΕ αποτελεί η τηλεόραση: Πολλοί περισσότεροι πολίτες την επιλέγουν ως μέσο ενημέρωσης για τον κορονοϊό, η ποιότητα της κάλυψης των γεγονότων που σχετίζονται με την επιδημία κρίνεται καλή έως πολύ καλή από την πλειοψηφία, παρόλα αυτά η συντριπτική πλειοψηφία εκτιμά πως τα τηλεοπτικά μέσα δραματοποιούν την κατάσταση.
«Ζητείται αξιόπιστη και εξειδικευμένη πληροφόρηση»
Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών αναδεικνύεται σε μείζον διακύβευμα για τα ΜΜΕ την περίοδο αυτή. Από τους 1.300 ερωτηθέντες οι 769 δηλώνουν ότι εμπιστεύονται λίγο έως καθόλου τα ΜΜΕ, οι 524 από αρκετά έως πολύ και μόλις 7 πάρα πολύ. Μια θετική ανάγνωση των στοιχείων θα μπορούσε να είναι πως υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρό, για να αντιστραφεί αυτή η δυσπιστία, καθώς το 71% δηλώνει πως ο βαθμός εμπιστοσύνης του προς τα ΜΜΕ δεν έχει διαφοροποιηθεί στη διάρκεια της κάλυψης της επιδημίας, ενώ έχει αυξηθεί για το 12% και έχει μειωθεί για το 17%.
Η στροφή των πολιτών στα παραδοσιακά ΜΜΕ αποτυπώνεται στο σχετικό ερώτημα για τον τρόπο ενημέρωσής τους μετά την εμφάνιση της επιδημίας. Το 41% δηλώνει πως έχει αλλάξει τρόπο ενημέρωσης και αναζητεί εξειδικευμένη πληροφόρηση, έναντι 32% που δεν έχει αλλάξει. Το 22% ενημερώνεται με μεγαλύτερη συχνότητα από τα ΜΜΕ και 5% δηλώνει πως έχει αλλάξει τα ΜΜΕ από τα οποία ενημερώνεται. Το 77% των ερωτηθέντων αναζητεί επιστημονικές πηγές πληροφόρησης.
Σε ό,τι αφορά την ποιότητα της ενημέρωσης ανά μέσο «καλή έως πολύ καλή» αξιολογείται σε ποσοστό 55% για τις ενημερωτικές ιστοσελίδες, 36% για την τηλεόραση, 32% για το ραδιόφωνο, όπως και για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και 25% για τα έντυπα μέσα. Αντίθετα οι ερωτηθέντες θεωρούν «κακή έως πολύ κακή» την ποιότητα της ενημέρωσης από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά 31%, την τηλεόραση σε ποσοστό 30%, τα έντυπα μέσα σε ποσοστό 12%, τις ιστοσελίδες κατά 13% και το ραδιόφωνο 9%.
Τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα έντυπα ΜΜΕ στην εποχή του διαδικτύου αντικατοπτρίζουν τα ποσοστά που αποτυπώνουν πόσοι παρακολουθούν το κάθε μέσο. Τέσσερις στους δέκα δε διαβάζουν περιοδικά και εφημερίδες και τρεις στους δέκα δεν ακούν ραδιόφωνο. Αντίστοιχα περισσότεροι από εννιά στους δέκα ενημερώνονται από το διαδίκτυο.
Αναφορικά με τον τρόπο της κάλυψης της επιδημίας το 57% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι τα τηλεοπτικά μέσα δραματοποίησαν την κατάσταση, το 26% ότι παρουσίασαν την κρίση όπως είναι, το 6% ότι υποτίμησαν την κρίση, το 1% ότι παραπληροφόρησαν, ενώ ένας στους δέκα δεν παρακολουθεί το μέσο, ώστε να έχει άποψη.
Για τις ανάγκες της έρευνας συντάχθηκε ένα ερωτηματολόγιο που αποτελείται από 23 ερωτήσεις. H συλλογή των στοιχείων έγινε από 22/03/2020 έως 25/03/2020.
«Η κάλυψη της κρίσης θα σηματοδοτήσει την επόμενη μέρα για τα ΜΜΕ»
«Το έργο των δημοσιογράφων που καλύπτουν επιστημονικά θέματα είναι εξαιρετικά σημαντικό, ιδιαίτερα στην εποχή μας όπου η επιστημονική πρόοδος τρέχει με καταιγιστικούς ρυθμούς, ενώ οι πολίτες αδυνατούν να την παρακολουθήσουν», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, Χρήστος Φραγκονικολόπουλος.
«Ο αγώνας που δίνουν», εξηγεί, «δεν είναι μόνο εναντίον της επιδημίας», αλλά «εξίσου σοβαρά οφείλουν να αγωνιστούν για την εμπιστοσύνη που θα έχουν οι πολίτες την επόμενη ημέρα απέναντι στα ΜΜΕ, η οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται σήμερα από τον τρόπο που οι πολίτες πληροφορούνται και αντιλαμβάνονται το θέμα».
«Τα αποτελέσματα της έρευνας υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα της τεκμηριωμένης δημοσιογραφικής κάλυψης, που θα απαντά στον φθηνό εντυπωσιασμό, αλλά θα είναι και ουσιαστικός σύμμαχος των πολιτών», σχολιάζει ο αν. Καθηγητής του ίδιου Τμήματος του ΑΠΘ Νίκος Παναγιώτου και παρατηρεί ότι «μεγάλη έμφαση έχει δοθεί στην παραπληροφόρηση, όμως ελάχιστα έχει υπογραμμιστεί ο κίνδυνος της υπερπληροφόρησης, που οδηγεί πολλούς πολίτες στο να αποφεύγουν να ενημερωθούν, αισθανόμενοι ότι δεν καταλαβαίνουν το θέμα ή το κυριότερο δεν τους βοηθά καθόλου στην προσπάθεια να διαχειριστούν την κρίση».
«Η κάλυψη της κρίσης θα σηματοδοτήσει την επόμενη μέρα και για τα ΜΜΕ. Εάν επιμείνουν να καλύψουν την κρίση με όρους ενημερωδιασκέδασης -τι θέλει να ακούσει ο πολίτης, τι θα φέρει μεγαλύτερα νούμερα τηλεθέασης- θα επιταχύνουν την κρίση στην οποία βρίσκονται. Σε αντίθετη περίπτωση, η επιλογή της επένδυσης στο μοντέλο της υπεύθυνης, τεκμηριωμένης και έγκυρης ενημέρωσης μπορεί να συμβάλει στο να κατακτήσουν τη θέση που πρέπει να έχουν στη δημόσια σφαίρα», τονίζει ο κ. Παναγιώτου, υπενθυμίζοντας και ότι «σε περιόδους κρίσεις έχει παρατηρηθεί αύξηση της εμπιστοσύνης σε θεσμούς».
Σε ό,τι αφορά στον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ δύνανται να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών ο κ. Παναγιώτου σημειώνει ότι η δυσπιστία «είναι ένα φαινόμενο που το διαπιστώνουμε χρόνια πλέον και είναι δύσκολο να αντιστραφεί μονομιάς», γι’ αυτό «τα ΜΜΕ θα πρέπει να αποφύγουν να καλύψουν την επιδημία με τα υπάρχοντα μοντέλα που είναι αυτά που μας έφεραν σε αυτό το σημείο της μη εμπιστοσύνης».
Κομβικός στο σημείο αυτό είναι ο ρόλος των δημοσιογράφων για τα άτομα που επιλέγουν ως πηγές εξειδικευμένης πληροφόρησης. «Η μεγάλη αποδοχή του μοντέλου της επίσημης κρατικής ενημέρωσης που έχει υιοθετηθεί αναδεικνύει ότι ο κόσμος δε θέλει χιλιάδες ειδικούς, θέλει συγκεκριμένη πληροφόρηση, προκειμένου να μη χαθεί μέσα στο ωκεανό της πληροφόρησης, της αβεβαιότητας και του φόβου», παρατηρεί ο κ.Παναγιώτου.
«Πρέπει να καταλάβουμε όσοι ασχολούμαστε με τον τομέα της επικοινωνίας/Δημοσιογραφίας ότι η εξειδικευμένη πληροφόρηση επιβραβεύεται, καθώς την επιζητούν και την επιδιώκουν οι πολίτες. Ο δημοσιογράφος πρέπει να καταλάβει αυτή τη στιγμή ότι είναι κομμάτι πολύ σημαντικό και στοιχείο της διαχείρισης της υφιστάμενης κρίσης. Δεν προσφέρει κάτι συγκεντρώνοντας είκοσι δηλώσεις ειδικών, αλλά δουλεύοντας καταγράφοντας κάτι από τον καθένα, για να κάνει κατανοητή την επιστημονική γνώση. Για να το κάνει όμως αυτό θα πρέπει πρώτα ο ίδιος να πληροφορηθεί, να εξειδικευτεί», εξηγεί.
Σημαντικό είναι και το πρόβλημα των ψευδών ειδήσεων καθώς όπως τονίζει ο κ. Φραγκονικολόπουλος «το 56% των ερωτηθέντων αναφέρει ότι έχει επηρεαστεί από κάποια ψευδή είδηση σχετικά με τον κορονοϊό».
«Η δημοσιογραφία της εξαίρεσης και η παγκόσμια κάλυψη της επιδημίας»
Μία από τις τάσεις που σύμφωνα με τον κ. Παναγιώτου θα πρέπει τα ΜΜΕ να απορρίψουν είναι η λεγόμενη «δημοσιογραφία της εξαίρεσης», όπου τονίζονται εμφαντικά μεμονωμένες περιπτώσεις οι οποίες ανάγονται σε κανόνα. «Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ότι, ενώ η κοινή γνώμη στην πλειονότητα της πειθάρχησε στα μέτρα σε εντυπωσιακό βαθμό για την ελληνική κοινωνία, στρέφουμε το ενδιαφέρον μας σε αυτούς που δεν πειθαρχούν ή στους επιστήμονες που θα μιλήσουν με εντυπωσιακά νούμερα ή θα κινδυνολογήσουν», διευκρινίζει ο κ.Παναγιώτου, προσθέτοντας ότι «η δημοσιογραφία της εξαίρεσης σαφέστατα είναι μία μορφή παραπληροφόρησης, αφού συνιστά μεγεθυντικό φακό, που υπερτονίζει κάτι ή αποσιωπά και δεν επιτρέπει να δει κανείς και να εκτιμήσει σωστά τη συνολική κατάσταση».
Τι συμβαίνει, όμως, στα ΜΜΕ στον υπόλοιπο κόσμο, σε μία συγκυρία όπου πολλά εκατομμύρια πολίτες βιώνουν με παρόμοιο τρόπο την επιδημία και τις επιπτώσεις της; Οι υποψήφιοι διδάκτορες στο Τμήμα του ΑΠΘ, Ηλίας Νικέζης, Ανθούλα Μπάλιου και η δημοσιογράφος- ερευνήτρια Σπυριδούλα Μάρκου απαντούν: «Τα στοιχεία της έρευνας επιβεβαιώνουν αυτό που διαπιστώνεται παγκοσμίως, δηλαδή μια στροφή προς τα επαγγελματικά ΜΜΕ, και μείωση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ταυτόχρονα προκύπτει ότι η κοινή γνώμη σε τέτοιες συνθήκες αναζητά σοβαρή, υπεύθυνη και αξιόπιστη ενημέρωση καθώς ένα μεγάλο ποσοστό έχει δει ή λάβει, ακούσει ψευδείς ειδήσεις, ενώ όπως προκύπτει από την έρευνα μας αλλά και διαπιστώνεται από άλλες στο εξωτερικό είναι η έμφαση/ζήτηση για επιστημονικές πηγές».