Για δεκαετίες πριν την έναρξη της κρίσης και έως το 2011, εφαρμοζόταν συστηματικά στην Ελλάδα μία πρακτική επέκτασης ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) που επηρέαζε άμεσα και οριζόντια το συνολικό κόστος εργασίας στις ελληνικές επιχειρήσεις. Δηλαδή, οι συμβάσεις που συνυπέγραφαν οι κοινωνικοί εταίροι, αλλά και οι πολλές αποφάσεις υποχρεωτικής διαιτησίας που τους επιβάλλονταν, είχαν καθολική ισχύ για το σύνολο των επιχειρήσεων του εκάστοτε κλάδου, ανεξαρτήτως αν αυτές ήταν μέλη ή όχι των εργοδοτικών φορέων.
Αυτό συνέβαινε χωρίς να εξετάζονται ούτε η αντιπροσωπευτικότητα των συμβαλλομένων μερών -εργοδοτών και εργαζομένων- ούτε οι επιπτώσεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Μεγάλο, δε, ποσοστό των ρυθμίσεων αυτών ήταν αποτέλεσμα της υποχρεωτικής διαιτησίας, που δεν εφαρμόζεται πουθενά στην ΕΕ, στην οποία κατέληγε η πλειονότητα των -επί τούτου- άγονων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Όταν η μονομερής πρόσβαση στην υποχρεωτική διαιτησία μπορεί να εξασφαλίσει κατά τεκμήριο καλύτερα μισθολογικά αποτελέσματα, ποιος ο λόγος τα συμβαλλόμενα μέρη να επενδύσουν σε ουσιαστική διαπραγμάτευση; Αυτή η σχετικά αφανής και αδιαφανής πρακτική, ιδιαίτερα την περίοδο 2000-2009, διάβρωσε την παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα της χώρας, συμβάλλοντας στην πολυετή κρίση που ακολούθησε.
Μέσω του μηχανισμού της υποχρεωτικής διαιτησίας και των άκριτων επεκτάσεων, αγνοώντας τα οικονομικά δεδομένα παραγωγής, απασχόλησης, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, ο -υψηλότερος του ευρωπαϊκού- ελληνικός πληθωρισμός αναπαραγόταν με πλεονάζουσες πληθωριστικές αυξήσεις στους κλάδους διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών, κυρίως στην εγχώρια βιομηχανία. Τούτο συνέβαινε ενώ αυτοί οι κλάδοι προσπαθούσαν να παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικοί, οδηγώντας τους σε συγκριτικά δυσμενή θέση (και στο εσωτερικό και διεθνώς), και κατ’ επέκταση σε συρρίκνωση.
Στην περίοδο της κρίσης «πάγωσαν» με ειδική νομοθετική ρύθμιση τόσο η επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων όσο και η αρχή της «ευνοϊκότερης ρύθμισης» και δόθηκε η δυνατότητα να υπερισχύουν οι επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας, όπου αυτές υπάρχουν. Η έκτακτη αυτή ρύθμιση -που λειτούργησε και λειτουργεί ευεργετικά για τις επιχειρήσεις και την απασχόληση- έχει ημερομηνία λήξης με την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου. Το πρόβλημα είναι ότι οι συνθήκες που απαιτούν μεγαλύτερη ευελιξία για τη διάσωση επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας δεν έχουν λήξει ακόμη.
Η ενεργοποίηση της διάταξης της παρ. 6 του Ν.4472/2017, που προβλέπει τη δυνατότητα επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων, χωρίς ταυτόχρονα διόρθωση των πολλών εσωτερικών στρεβλώσεων του συστήματος, θα αποτελέσει μεγάλη οπισθοδρόμηση. Και θα υπονομεύσει καθοριστικά τον παραγωγικό μετασχηματισμό, την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας.
Επιπλέον, μια τέτοια εξέλιξη δεν θα είναι συμβατή με ευρωπαϊκές και διεθνείς καλές πρακτικές. Από τα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ, τα 6 (Κύπρος, Ιταλία, Μάλτα, Σουηδία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο) δεν έχουν νομική πρόβλεψη για επέκταση ισχύος των κλαδικών ΣΣΕ. Από τα 22 κράτη που έχουν σχετική νομική πρόβλεψη, μόνο σε 6 γίνεται συχνή χρήση της (Ισπανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Φιλανδία). Ωστόσο, σε κανένα από αυτά δεν γίνεται χρήση με τον τρόπο και στον βαθμό που γινόταν (κατ’ ουσίαν κατάχρηση) στην Ελλάδα έως το 2011.
Στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπου υφίσταται μηχανισμός επέκτασης ισχύος ΣΣΕ, δηλαδή στα υπόλοιπα 15, είτε γίνεται περιορισμένη χρήση σε μικρό αριθμό κλάδων, κυρίως έντασης εργασίας, οι οποίοι αφορούν πρωτίστως την εσωτερική -και προστατευμένη- αγορά (Γερμανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Αυστρία, Κροατία, Βουλγαρία), είτε γίνεται σπάνια χρήση του μηχανισμού της επέκτασης της ισχύος των ΣΣΕ (Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία).
Συνολικά, στους κλάδους οι οποίοι είναι εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό, οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι ρυθμίζουν, διμερώς και οικειοθελώς, τους όρους αμοιβής και εργασίας, σε επιχειρησιακό ή κλαδικό επίπεδο.
Για την αναθεωρημένη εφαρμογή της επέκτασης ισχύος ΣΣΕ, ο ΣΕΒ υποστηρίζει πέντε ουσιώδεις αλλαγές βελτίωσης του πλαισίου λειτουργίας:
1) Είναι απαραίτητο να εφαρμοσθεί ως δεσμευτική προϋπόθεση η αντιπροσωπευτικότητα τουλάχιστον κατά 50% στον εκάστοτε κλάδο από την πλευρά των μερών που συνυπογράφουν. Αυτό αποτελεί θεμελιώδες κριτήριο διαφάνειας για την ουσιαστική και αποτελεσματική εφαρμογή της επέκτασης. Όταν αυτή δεν υπάρχει θα πρέπει να υπερισχύουν οι επιχειρησιακές συμβάσεις.
2) Προϋπόθεση πρέπει να είναι, επίσης, η συμφωνία των αντίστοιχων οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων στην επέκταση ισχύος της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας που έχουν συνάψει (όπως συμβαίνει σε αρκετά ώριμα συστήματα επέκτασης, π.χ. Βέλγιο, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Σλοβακία).
3) Για λόγους στοιχειώδους συνάφειας με τις ευρωπαϊκές πρακτικές δεν πρέπει να περιλαμβάνεται η δυνατότητα επέκτασης των συλλογικών ρυθμίσεων, που είναι αποτέλεσμα της ελληνικής υποχρεωτικής διαιτησίας. Η οποία, σημειωτέον, δεν έχει ανάλογό της σε κανένα άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ.
4) Πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η σχετική γνώμη των αρμοδίων οργάνων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας που θεωρούν ότι η ελληνική υποχρεωτική διαιτησία είναι σαφώς αντίθετη προς τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 98 και 154 και τις Διεθνείς Συστάσεις 92 και 163 και στρεβλώνει τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις κατά τρόπο δραματικό. Στρεβλώνει δε ακόμη περισσότερο την πρακτική της επέκτασης.
5) Επιπλέον, για τις ανάγκες αναδιάρθρωσης και παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας, και τουλάχιστον έως ότου έχουν ολοκληρωθεί οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης των δεκάδων χιλιάδων επιχειρήσεων που βαρύνονται με μη-εξυπηρετούμενα δάνεια, είναι ανάγκη να εξακολουθήσουν να υπερισχύουν οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις έναντι των κλαδικών. Τέτοιου είδους ευελιξία για την αναγκαία προσαρμογή και μεγέθυνση των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς και τη διάσωση επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας δεν αποτελεί κλαδικό ζήτημα. Σε πολλούς κλάδους υπάρχουν ταυτόχρονα επιχειρήσεις που είναι αναπτυσσόμενες και προσανατολισμένες προς τις εξαγωγές, και άλλες επιχειρήσεις που είναι στο χείλος της χρεωκοπίας και χρήζουν αναδιάρθρωσης.
Εν τέλει, δεν πρέπει να ξεχνάμε τρία σημεία: το πρώτο είναι ότι η λειτουργία της αγοράς εργασίας αποτελεί σημαντικό παράγοντα για μια ισχυρή, διεθνώς ανταγωνιστική βιομηχανία. Το δεύτερο είναι ότι ήδη -σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ- η ελληνική αγορά εργασίας παρουσιάζει αύξηση μισθών εξαρτημένης εργασίας κατά 2,3% το 2017, χωρίς να ισχύει η επεκτασιμότητα παλαιού τύπου. Και το τρίτο είναι ότι στην τρέχουσα συγκυρία, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων θα πρέπει να προέλθει μέσα από τη μείωση του υψηλού μη μισθολογικού κόστους. Για όλους τους παραπάνω λόγους, στο ζήτημα της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή από όλους.
*Ο ‘Ακης Σκέρτσος, είναι Γενικός Διευθυντής του ΣΕΒ<