Με την ονομασία αναφέρονται τρεις άγιοι και Θεολόγοι της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών: ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Θεολόγος.

Αναδείχθηκαν Πατέρες της Εκκλησίας και Άγιοι. Η σοφία και η δράση τους τούς έδωσε τον τίτλο των Μεγίστων Φωστήρων, όπως ψάλλεται και στο τροπάριό τους: «Τους Τρεις Μεγίστους Φωστήρας Της Τρισηλίου Θεότητος…».

H εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιερώθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα και στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου ή του Αλέξιου Α΄Κομνηνού από τον Μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα ο οποίος συνέθεσε τμήμα της Ακολουθίας για τους Τρεις Αγίους της Εκκλησίας. Στην Ακολουθία ο Μαυρόπους υμνεί τη σημασία του έργου και την ποιότητα της δράσης τους και τονίζει τη σχέση της Τριανδρίας με τον Τρισυπόστατο Θεό για την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Οι απαρχές της Εορτής πρέπει να εντοπισθούν σε μια περίοδο «διανοητικού αναβρασμού». Είναι η εποχή που ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος αναδιοργάνωνε τη Νομική Σχολή της Κωνσταντινούπολης η οποία κατάρτιζε τα μελλοντικά στελέχη της Βυζαντινής διοίκησης, στελεχώνοντας τη Σχολή με λόγιους όχι αριστοκρατικής καταγωγής: σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ιωάννης Ξιφιλίνος και ο Ιωάννης Μαυρόπους.

Οι μεταρρυθμίσεις που ο Κωνσταντίνος Θ΄ προωθούσε και με τις οποίες ταυτίστηκε ο Ψελλός και η ομάδα του τους εξανάγκασε έναν-έναν σε παραίτηση στη συνέχεια. Πράγματι, οι συνεχείς επιθέσεις εκ μέρους του παλιού δικαστή Οφρυδά ήταν μια έκφραση δυσαρέσκειας για τον τρόπο στέρησης του ελέγχου της νομικής εκπαίδευσης εκ μέρους των καθημερινών εργατών του νόμου, της συντεχνίας των συμβολαιογράφων.

Τα πνευματικά ενδιαφέροντα των Ψελλού και Ιωάννη Ιταλού και ο προσανατολισμός τους στην θύραθεν σκέψη προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας η οποία επιθυμεί να ελέγξει την εκπαίδευση και να την απαλλάξει από τα όποια περιττά της στοιχεία. Οι Τρεις Άγιοι εμφανίζονται μαζί το 1066 στο Ψαλτήριο Θεοδώρου και σε όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα όλο και πιο συχνά σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. Στα Ευχάιτα πρέπει να καθιερώθηκε για πρώτη φορά η εορτή όταν ήταν εκεί ο Μαυρόποδας Μητροπολίτης.

Η μνήμη των Τριών Ιεραρχών έρχεται να συμβολίσει μεταφορικά την Αγία Τριάδα και τον ρόλο των Τριών Πατέρων στη διαμόρφωση του τριαδικού δόγματος και να υποδηλώσει τα όρια προσέγγισης του ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού. Ουσιαστικά η εκκλησιαστική εορτή θεσπίστηκε με σκοπό την κατασίγαση της εγερθείσης διάστασης σχετικά με την αξιολογική ιεράρχησή τους και δεν ήταν παρά ένα απλό επεισόδιο της ιστορίας της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, καθώς ο καθορισμός περιελάμβανε τρεις πατέρες οι οποίοι ανήκαν στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η αυτονόμηση της Εορτής από το Εκκλησιαστικό πλαίσιο και η θεσμοθέτησή της ως σχολικής εκδήλωσης δεν αναφέρεται πριν από τον 19ο αιώνα. Προηγείται αυτής, σύμφωνα με την ιστορικό Έφη Γαζή, η τέλεση μνημοσύνου την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών, για τους χορηγούς σχολείων στη συνοικία Σταυροδρόμι της Κωνσταντινούπολης από τον Πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ το 1805.

Άλλη μια αναφορά υπάρχει για την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και τον εορτασμό κατά την 30η Ιανουαρίου της Μνήμης των ευεργετών και συνδρομητών του σχολείου από το 1812-1813. Στην Ιόνιο Ακαδημία οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται και τιμώνται ως οι προστάτες της από τη σύστασή της (1824-1826)[7]. Στην οθωμανοκρατούμενη Μυτιλήνη έχουμε πανηγυρικούς από το 1859 τουλάχιστον.

Οι διαδικασίες καθιέρωσης της εορτής ως εκπαιδευτικής συνδέονται με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν σε συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου στις 9 Αυγούστου του 1841, η οποία πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον θάνατο του καθηγητή του ιδρύματος Δημήτριου Μαυροκορδάτου και δωρεάς στο Πανεπιστήμιο Αθηνών της οικίας του θανόντος από τον πατέρα του, θέλησαν να τον τιμήσουν. Τελικά προκρίθηκε η καθιέρωση μνημοσύνου υπέρ των ευεργετών του Πανεπιστημίου κατά την Εκκλησιαστική Εορτή των Τριών Ιεραρχών. Ο πρώτος Εορτασμός-μνημόσυνο πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1842.

Η πραγματική θεσμοθέτηση της εορτής όμως θα καθυστερήσει: θα πραγματοποιηθεί το 1911 όταν το ανώτατο αυτό ακαδημαϊκό ίδρυμα θα αποκτήσει τον καινούργιο οργανισμό του και μέσα σ΄ αυτόν θα προσδιορίσει και τις εορτές του.

Είναι η εποχή που το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας και των συνακόλουθων αντιδράσεων αποτελεί μείζον πολιτικό θέμα. Οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Φαναρίου, αλλά και Ελληνικού Βασιλείου και Ρωσίας είναι ψυχρές έως τεταμένες. Παράλληλα είχαν αρθρωθεί επιφυλάξεις για τον ρόλο του νεοπαγούς θεσμού του Πανεπιστημίου και το αν θα εκτόπιζε την Εκκλησία από τα εκπαιδευτικά πράγματα κι αν θα ήταν φιλικά προσκείμενος στη θρησκεία.

Όπως επισημαίνει η Έφη Γαζή, η καθιέρωση της πανεπιστημιακής αυτής εορτής στα μέσα του 19ου αιώνα εγγράφεται στο πλαίσιο της «απόσεισης των κατηγοριών περί αθεΐας» στην «προβολή και του Πανεπιστημίου ως χώρου διαφύλαξης παραδοσιακών αξιών» και στη «σύνδεσή του με την αυτοκέφαλη Εκκλησία». Από την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα «αδιάκοπη είναι η διασταύρωση της επίσημης Θρησκευτικής ζωής με την κοσμική Ελληνική ζωή». Κι αυτό αποτυπώνει μεταξύ άλλων η καθιέρωση της συγκεκριμένης εορτής.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025