Όλα ξεκίνησαν όταν ένας επιστάτης του αρχαιολογικού χώρου παρατήρησε, πέρσι τον Ιούλιο, ότι στα σημεία της νοτιοδυτικής «ανοιχτής» πλευράς του μνημείου, που δεν ποτίζονταν εξαιτίας ενός κοντού σωλήνα, το γρασίδι δεν μεγάλωνε με τον ίδιο ρυθμό από ό,τι στα υπόλοιπα. Τα σημάδια της ξεραμένης χλόης, που εκτείνονται στο κενό το οποίο σχηματίζεται από το ελλιπές -σήμερα- τόξο των λίθων, οδήγησαν τους αρχαιολόγους στην υπόθεση ότι πρόκειται για τα σημεία πάνω στα οποία ορθώνονταν κάποτε πέτρες. Δηλαδή, υπήρχαν οι υπόλοιποι λίθοι του μνημείου, το οποίο σχημάτιζε έναν πλήρη κύκλο.
Όπως αναφέρθηκε πρόσφατα σε δημοσίευμα του BBC, τα σημεία στο έδαφος, που πιθανόν διαταράχθηκαν από το σκάψιμο της προϊστορικής πέτρας και αποκαλύφθηκαν λόγω της ξηρασίας, έδωσαν στους αρχαιολόγους την εικόνα που τους οδήγησε στην παραπάνω ανακάλυψη. «Αν σε αυτά τα σημάδια στηρίζονταν πέτρες, τότε έχουμε έναν πλήρη κύκλο. Είναι μια πολύ σημαντική ανακάλυψη, που μας δείχνει πόσα ακόμα έχουμε να μάθουμε για το Στόουνχετζ», ανέφερε η ιστορικός Σούζαν Γκρίνεϊ στο BBC. Εξήγησε, δε, ότι αν και το γρασίδι στο μνημείο βρέχεται κατά τη διάρκεια των ξηρών καλοκαιρινών μηνών, έτυχε το λάστιχο του ποτίσματος να μη φτάνει στην άλλη πλευρά του πέτρινου κύκλου. «Αν το λάστιχο ήταν πιο μακρύ, δεν θα μπορούσαμε να δούμε τα σημάδια», κατέληξε.
Το φαινόμενο αναφέρθηκε για πρώτη φορά πριν από ένα χρόνο από τον Βρετανό αρχαιολόγο Μάικ Πιτς και περιγράφεται με λεπτομέρεια στο τρέχον τεύχος του βρετανικού αρχαιολογικού περιοδικού «Antiquity».