Οι πρωταγωνιστές του παλαιού ελληνικού σινεμά, μπορεί να είχαν το όνομα, τη λάμψη, την αγάπη του κοινού, αλλά δεν είχαν όλοι πάντα την ερμηνευτική ικανότητα. Αυτή την αδυναμία, στην ερμηνεία, αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς του ελληνικού σινεμά ήρθαν να καλύψουν οι καρατερίστες, οι δεύτεροι ρόλοι, που έδιναν με την υποκριτική τους ευχέρεια την αθάνατη γοητεία στις ταινίες που συνεχίζουμε να βλέπουμε εδώ και δεκαετίες και πιθανότατα θα συνεχίσουν να βλέπουν και τα παιδιά των παιδιών μας. Είναι αυτοί που έδιναν την εποχή και τις φιγούρες της, τις εκρήξεις λάμψης και κεφιού ή τις απαραίτητες ανάσες όταν το στόρι άρχιζε να μπάζει.

Μπορεί να συνεχίζουμε να αγαπάμε τις ταινίες των δεκαετιών του ‘50 και 60’, αλλά δεν μπορούν να κρυφτούν οι αδυναμίες τόσο σε τεχνικό επίπεδο, δηλαδή σκηνοθεσία, σκηνικά, ηχοληψία κλπ (αν και αυτό βελτιώθηκε με τις παραγωγές του Φίνου), όσο και στο επίπεδο σεναρίου. Μπορεί οι παλιές ελληνικές ταινίες και ειδικά οι κωμωδίες να έχουν πολλές δυνατές ατάκες και καλούς διαλόγους, αλλά τα σενάριά τους, πέρα από κάποιες εξαιρέσεις, είναι ατελή, προχειρογραμμένα και χωρίς την απαραίτητη δομή.

Αυτοί όλοι οι ηθοποιοί, οι χρυσοί καρατερίστες του ελληνικού σινεμά, που δεν τιμήθηκαν ποτέ όσο τους άξιζε όταν βρίσκονταν στην ενεργό δράση, προσέφεραν τα μέγιστα και καλό είναι να τους θυμηθούμε καλύτερα.

Στις επόμενες γραμμές θα θυμηθούμε ακόμη 15 από τους πιο χαρακτηριστικούς καρατερίστες ηθοποιούς που ποτέ δεν έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά κατάφεραν να μείνουν για πάντα στη μνήμη μας και να τους αγαπήσουμε το ίδιο ίσως και περισσότερο από πολλούς πρωταγωνιστές, ολοκληρώνοντας το αφιέρωμα σε αυτούς.

Νικήτας Πλατής

Πραγματικό πολυεργαλείο, με μεγάλο ταλέντο, που τον βοήθησε να παίξει πολλούς ρόλους αν και περισσότερο τυποποιήθηκε σε αυτούς του νευρικού αλλά καλόκαρδου μεσήλικα. Γεννήθηκε στην Αμοργό το 1912 και πέθανε το 1984. Μάλιστα, πρωταγωνίστησε με επιτυχία και στην ταινία «Τέντι Μπόι Αγάπη Μου», στο ρόλο του απόμαχου πατέρα που θέλει να ξαναρχίσει τη ζωή του, κόντρα σε όλα τα παιδιά του. Έπαιξε, πάντα με επιτυχία, σε πάνω από 100 ταινίες, ενώ η καλύτερη ερμηνεία του ήταν σίγουρα στο «Φωνάζει ο Κλέφτης», στο ρόλο του αστυνομικού διοικητή, που ανακρίνει τον Ντίνο Ηλιόπουλο, ο οποίος κατηγορείται ως αναρχικός. Η ευκολία με την οποία με ένα βλέμμα περνούσε από τον χαρακτήρα του σκληρού αστυνομικού σε αυτόν του καλόκαρδου συμπονετικού υπηρέτη του νόμου πραγματικά εκπληκτική.

Δημήτρης Νικολαΐδης

Κατά βάση μια ευχάριστη παρουσία σε κάθε ταινία που εμφανίστηκε, καθώς έβγαζε μια πνευματώδη και λαμπερή παρουσία. Γεννήθηκε το 1922 στη Μικρά Ασία και πέθανε στις 21 Ιανουαρίου του 1993 στην Αθήνα, ενώ είχε παντρευτεί από το 1955 την ηθοποιό και τραγουδίστρια Σούλι Σαμπάχ. Γύρισε συνολικά πάνω από 80 ταινίες, με πρώτη το δραματικό «Το Κορίτσι της Γειτονιάς» του 1954, δίπλα στην Σμαρούλα Γιούλη και τον Ορέστη Μακρή. Σκηνοθέτησε μία ταινία, ιδιαιτέρως πετυχημένη, την κωμωδία «Η Γυναίκα μου Τρελάθηκε», με την Αρώνη και τον Κωνσταντάρα, ενώ η καλύτερη ερμηνεία του, που κοντράρει στα ίσα ακόμη και τον Τάκη Μηλιάδη, είναι αυτή στο ρόλο ενός μόδιστρου στην κωμωδία «Το Δόλωμα», με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. «Χρυσό μου, εσύ θέλεις 40 χρόνια για να γίνεις ζώο…»

Νίκος Φέρμας

Καθιερώθηκε ως βαρύμαγκας, ντόμπρος, αλλά καλόκαρδος χαρακτήρας του ελληνικού σινεμά, στο οποίο εμφανίστηκε πάντα σε δεύτερους ρόλους σε δεκάδες ταινίες μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘60. Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1905 και το πραγματικό του όνομα ήταν Νίκος Χατζηανδρέου. Πέθανε στις 14 Αυγούστου του 1972 στην Αθήνα. Οι ερμηνείες του που έχουν χαραχτεί στη μνήμη πολλές. Από τη «Λόλα» και το «Ένας Ήρωας με Παντόφλες», μέχρι το ντελιριακό «Της Κακομοίρας». Ωστόσο, η ερμηνευτική του δεινότητα κάνει «μπαμ» στην ταινία «Η Καφετζού», όπου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κλέβει τις εντυπώσεις ακόμη και από τους πρωταγωνιστές. Υποδύεται τον μικροπωλητή ξηρών καρπών σε μικρά κεντράκια, αλλά παίζει και μονά ζυγά…

Γιώργος Γαβριηλίδης

Σχεδόν πάντα άψογα ντυμένος, ευγενικός, αρχοντικός, ένας από τους αγαπημένους αθηναϊκούς χαρακτήρες του ελληνικού σινεμά. Γεννήθηκε το 1908 στην Νίκαια, παντρεύτηκε την επίσης εξαιρετική κωμική καρατερίστα Μαρίκα Κρεβατά και πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1982 στην Αθήνα. Έπαιξε σε δεκάδες κωμωδίες, κυρίως ρόλους του ευκατάστατου αστού, με μεγάλη επιτυχία.

Ξεχωρίζουν οι εμφανίσεις του στις κωμωδίες «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη», στο ρόλο ενός πρώην διπλωμάτη και κυρίως στην κλασική κωμωδία «Ο Ηλίας του 16ου» κάνοντας τον σύζυγο μιας επιπόλαιας γυναίκας που τον κάνει ότι θέλει και τον βάζει σε περιπέτειες με τη μανία της στην χαρτοπαιξία. Η σκηνή που σηκώνει το χέρι του και δεν τολμά να ρίξει ένα χαστούκι στη γυναίκα του αλησμόνητη.

Αρτέμης Μάτσας

Αν και στα παιδικά του χρόνια πραγματικά υπέφερε από τους Γερμανούς στην κατοχή, καθώς έχασε τον πατέρα του τον οποίο συνέλαβαν οι ναζί και τον έστειλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ και ο ίδιος παραλίγο να πεθάνει από τις κακουχίες, έγινε σχεδόν συνώνυμο του καταδότη, του δωσίλογου, από τις εξαιρετικές ερμηνείες του σε ταινίες με κατοχικά θέματα και την πασίγνωστη πια ατάκα «οι Γερμανοί μας αγαπούν, είναι φίλοι μας». Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930 και πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου του 2003. Επίσης, υπήρξε κριτικός και σκηνοθέτης, ενώ ο αδελφός του Νέστορας Μάτσας ήταν σκηνοθέτης και συγγραφέας. Έπαιξε σε δεκάδες ταινίες, κυρίως δράματα, πολλές φορές στο ρόλο του κακού και του σπιούνου, εν αντιθέσει με τον ευγενή και καλόκαρδο χαρακτήρα του.

Ανέστης Βλάχος

Από τους κορυφαίους «σκληρούς» και «άγριους» του ελληνικού σινεμά, που πέρασε πολλά για να καθιερωθεί στο σινεμά. Στο ξεκίνημά του είχε πολλά οικονομικά προβλήματα και εργαζόταν και στην οικοδομή. Σε ένα μεροκάματο τραυματίστηκε στο δεξί του μάτι σοβαρά. Στα γυρίσματα της ταινίας «Το κορίτσι με τα μαύρα», ο Ανέστης Βλάχος γνωρίστηκε με την Έλλη Λαμπέτη και το Δημήτρη Χορν. Οι δύο ηθοποιοί κάλυψαν όλα τα έξοδα του νοσοκομείου και της επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε. Γεννήθηκε στην Προσοτσάνη Δράμας στις 7 Φεβρουαρίου 1934 και σήμερα ζει επιτέλους ήρεμα, με τα παιδιά και τα εγγόνια του. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία για τις ερμηνείες του και την προσφορά του στο ελληνικό σινεμά. Πιθανότατα η καλύτερη εμφάνισή του ήταν στο ιδιαιτέρως καλογυρισμένο αγροτικό κοινωνικό δράμα «Ο Φόβος», κλέβοντας τη δόξα από τους Αλέξη Δαμιανό, Μαίρη Χρονοπούλου και Έλη Φωτίου.

Χρήστος Τσαγανέας

Βιβλική μορφή, που έλαμψε με την πρώτη εμφάνισή του στο κλασικό «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται». Καθιερώθηκε σε ρόλους στρυφνού ή πλούσιου που περιφρονεί τον φτωχό, πλην τίμιο υποψήφιο γαμπρό, παρότι έπαιξε σε πολλούς και διαφορετικούς ρόλους. Τεράστιας παιδείας, με αριστοκρατική καταγωγή, γεννήθηκε στη Βράιλα της Ρουμανίας, στις 2 Ιουλίου του 1906 και ήρθε στην Αθήνα για να φοιτήσει στην Ιατρική, την οποία παράτησε για τη Νομική, απ’ την οποία δεν πήρε ποτέ πτυχίο, για να ακολουθήσει την ηθοποιία. Υπήρξε σύζυγος της εξαίρετης ηθοποιού Νίτσας Τσαγανέα, ενώ συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Πέθανε στην Αθήνα το 1976, ακριβώς την ίδια ημέρα των γενεθλίων του. Εκτός από το «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» και την κωμωδία «Το Ξύλο Βγήκε Από τον Παράδεισο», στο ρόλο του Λυκειάρχη, ήταν αξεπέραστος και στην κομεντί «Μια Ζωή την Έχουμε» ως αφεντικό του Χορν. «Είμαι τράπεζα εγώ…»

Στέφανος Στρατηγός

Εκμεταλλευόμενος την αρρενωπή γοητεία του, αλλά και τη σκληράδα που εξέπεμπε, έπαιξε σε πολλές ταινίες ρόλους του αδίστακτου ή του «παλιάνθρωπου», που εξέπληττε το κοινό όταν έπαιζε θετικούς χαρακτήρες. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923 και ήταν γιος των ηθοποιών Βασιλείου και Αμαλίας Στρατηγού, ενώ και οι αδελφές του Αλέκα και Στέλλα έγιναν ηθοποιοί. Ξεκίνησε από το θίασο του πατέρα του και έπαιξε και στον θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη, αλλά και σε κάποιες ταινίες του αξέχαστου πρωταγωνιστή. Επίσης, συνεργάστηκε σε πολλές ταινίες με τον Νίκο Ξανθόπουλο τη δεκαετία του ‘60. Πέθανε στις 6 Απριλίου του 2006 στον «Ερυθρό Σταυρό». Ξεχωριστή ήταν η εμφάνισή του στην ταινία «Το Αμαξάκι» δίπλα στον Ορέστη Μακρή, στον απαιτητικό ρόλο του άσωτου υιού, ενώ θα μείνει ως Ιμπραήμ Πασάς που κρεμάει τον Παπαφλέσσα στην ομώνυμη ταινία.

Γιώργος Μούτσιος

Ηθοποιός που τραγουδούσε. Ακόμη ένας ηθοποιός σημαντικής παιδείας, που είχε το τεράστιο πλεονέκτημα, αυτό του τραγουδιού, καθώς έκανε ανώτερες σπουδές φωνητικής στη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου, ενώ είχε και σημαντική συνεργασία με τη Λυρική. Έπαιξε πολλούς χαρακτήρες στο σινεμά, αλλά οι σκηνοθέτες τον προτιμούσαν ως «ιντριγκαδόρο» ή «κακό». Γεννήθηκε στην Καλαμάτα στις 31 Ιανουαρίου του 1932 και πέθανε στις 17 Ιουλίου του 2012. Στην ανόητη κωμωδία «Ο Άνθρωπος που Γύρισε από τη Ζέστη» αποδεικνύει τον επαγγελματισμό του, καθώς εμφανίζεται δίπλα στον Κωνσταντάρα, κάνοντας τον Αφρικανό και μάλιστα βαμμένος μαύρος!

Νίκος Τσαχιρίδης

Ο κασκαντέρ του ελληνικού σινεμά για πολλά χρόνια, ο βιοπαλαιστής στην οθόνη και στην πραγματική ζωή. Παιδί του ποντιακού ξεριζωμού, γεννήθηκε το 1933 στην Αθήνα και αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά για να επιβιώσει, μέχρι να τον ανακαλύψει το 1954 ο Νίκος Κούνδουρος και να του δώσει ένα ρολάκι στη «Μαγική Πόλη». Υπήρξε και ποδοσφαιριστής και αθλητικός τύπος, κυκλοφορούσε με ποδήλατο μέχρι τα γεράματά του, ενώ την τελευταία του εμφάνιση στο σινεμά την έκανε το 2003. Στις πάμπολλες εμφανίσεις του έπαιξε κυρίως ρόλους του σκληρού και του παράνομου. Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο σπίτι του στα Μελίσσια και στο τέλος έπασχε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Πέθανε το 2015.

Γιώργος Μοσχίδης

Σημαντικός ηθοποιός, θεατρικής παιδείας, που στο λεγόμενο εμπορικό σινεμά περιορίστηκε σε χαρακτήρες δεύτερων ρόλων. Έπαιξε και στο νέο ελληνικό σινεμά («Happy Day», «Ελευθέριος Βενιζέλος» κα) αλλά έκανε και πολύ τηλεόραση. Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1931, βγήκε στο σανίδι σε ηλικία 15 χρόνων, ενώ από το 1952 ήταν στον θίασο της Μαίρης Αρώνη. Στη συνέχεια εργάστηκε σε πολλούς θιάσους και στο Εθνικό και ταυτόχρονα γύρισε και αρκετές ταινίες, κυρίως για βιοποριστικούς λόγους. Έπαιξε πολλές φορές δίπλα στον Κωνσταντάρα, ενώ χαρακτηριστικός ήταν ο ρόλος του στην χαζοκωμωδία «Τι 30, τι 40, τι 50…» κάνοντας έναν γεροξεκούτη που νεανίζει…

Λυκούργος Καλλέργης

Εξαιρετικός ηθοποιός, του θεάτρου, με τεράστια παιδεία, καθώς υπήρξε και θεατρικός σκηνοθέτης, μεταφραστής, συγγραφέας. Έντονα πολιτικοποιημένος, ήταν στέλεχος και βουλευτής του ΚΚΕ.

Γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου του 1914 στην Κρήτη. Ο πατέρας του Σταύρος Καλλέργης ήταν πρωτοπόρος σοσιαλιστής και οργανωτής της πρώτης εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα. Ξεκίνησε τις θεατρικές σπουδές στη «Λαϊκή Σκηνή» του Κάρολου Κουν και ανέβηκε στη σκηνή της το 1934. Πέθανε στις 27 Αυγούστου του 2011 στην Αθήνα. Στο σινεμά έπαιξε κυρίως το ρόλο του πατέρα, όπως στη χαριτωμένη κομεντί «Ραντεβού στην Κέρκυρα», με «κόρη» την Τζένη Καρέζη, ενώ θα μείνει για πάντα στη μνήμη στο ρόλο του παπά-Γρηγόρη, στην τηλεοπτική σειρά «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται».

Βάσος Ανδρονίδης

Ακόμη ένας σημαντικός ηθοποιός, τέκνο και αυτός του Θεάτρου Τέχνης, που ερμήνευσε μεγάλη γκάμα χαρακτήρων στο ελληνικό σινεμά. Γεννήθηκε στο Κάιρο το 1930 και πέθανε στην Αθήνα στις 22 Αυγούστου του 2008. Η ερμηνεία του στο θεατρικό «Δάφνες και Πικροδάφνες» στο ιστορικό υπόγειο του Κουν αξιομνημόνευτη. Όπως και η κινηματογραφική εμφάνισή του στη δραματική κωμωδία «Θανάση Πάρε το Όπλο σου», που γύρισε μέσα στη χούντα, το 1972, ο Ντίνος Κατσουρίδης, στο ρόλο ενός άκαρδου, κακορίζικου και «της καταστάσεως», που φτάνει στα όριά του τον Βέγγο.

Νάσος Κεδράκας

Ερμήνευσε λαϊκούς τύπους, τον μικροπωλητή, τον καφετζή, τον θυρωρό, τον επαρχιώτη κλπ, καταφέρνοντας να δώσει την εποχή, το κλίμα και το ύφος της ταινίας, με τα λίγα λεπτά που έπαιζε. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1915, σπούδασε στη Νομική Αθηνών και στη Σχολή του Εθνικού και έπαιξε στο θέατρο και στο σινεμά σε αμέτρητες ταινίες, ενώ έκανε και πολύ τηλεόραση. Ο πιο σημαντικός του ρόλος στο σινεμά ήταν στην κλασική κωμωδία «Η Δε Γυνή Να Φοβείται τον Άνδρα», στο ρόλο του φίλου του Γιώργου Κωνσταντίνου. Του φαρμακοτρίφτη…

Ανδρέας Φιλιππίδης

Αρχοντικός όπως και στη ζωή, υπήρξε ένας από τους αγαπημένους του ελληνικού κοινού τόσο με τις εμφανίσεις του στο θέατρο και το σινεμά, όσο και στην τηλεόραση. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919, σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού και ήταν απόφοιτος της Νομικής Αθηνών, ενώ έκανε δύο γάμους με γνωστές ηθοποιούς, την Δέσπω Διαμαντίδου και την Λιλή Παπαγιάννη, με την οποία έζησε μαζί της μέχρι το θάνατό του. Πέθανε στις 8 Ιανουαρίου του 1989. Στο σινεμά η καλύτερη ερμηνεία του ήταν στην κωμωδία «Λούφα και Παραλλαγή», στο ρόλο του συνταγματάρχη υποδιοικητή της ΤΕΔ. «Εκάμαμεν επανάσταση…»

Στο A’ Μέρος του αφιερώματος είχαμε αναφερθεί στους ηθοποιούς:

Στον λαμπερό, γλυκύτατο Τάκη Μηλιάδη, που διέπρεψε στην κωμωδία υποδυόμενος πολλές φορές τον θηλυπρεπή, παρότι μέγας γυναικάς.

Στον σπουδαίο ηθοποιό Παντελή Ζερβό, που με την ερμηνεία του στη «Μανταλένα» εκτός από το βραβείο δεύτερου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1960, έγινε και παπάς που όλοι θα θέλαμε στην ενορία μας.

Στον μπριλάντε Κούλη Στολίγκα, με τη χαρακτηριστική φωνή, που άμα τη εμφανίσει έδινε ένα πρωτόγνωρο κέφι.

Στον Σταύρο Ξενίδη, έναν ηθοποιό, με εξαιρετική παιδεία, που μπορούσε να ανταπεξέλθει σε οποιοδήποτε ρόλο και – στην ταινία «Η Δε Γυνή Να Φοβείται τον Άνδρα» – τα έλεγε… τσεκουράτα.

Στον Βαγγέλη Πρωτοπαππά, έναν από τους δυνατότερους καρατερίστες, που ευτύχισε να παίξει σχεδόν σε όλες τις ταινίες του Βασίλη Λογοθετίδη.

Στον Γιώργο Τσιτσόπουλο, που δικαίως είχε αυτοχαρακτηριστεί ως «ο μεγάλος δεύτερος».

Στον ρέκορντμαν συμμετοχών στο ελληνικό σινεμά Περικλή Χριστοφορίδη που ξεπέρασε τις 200 ταινίες.

Ίσως στην πιο αγαπημένη μορφή του ελληνικού σινεμά, τον Λαυρέντη Διανέλλο, με τεράστια γκάμα ρόλων, καθώς συμμετείχε σε περίπου 200 ταινίες.

Στον πληθωρικό Κώστα Δούκα, που δίπλα στον Κώστα Χατζηχρήστο στην καλύτερη κωμωδία του ελληνικού σινεμά «Της Κακομοίρας» ως ερωτοχτυπημένος μεγαλομπακάλης κατάφερε να κλέψει τη δόξα ακόμη και από τον Αυλωνίτη, ο οποίος είχε ερμηνεύσει το ρόλο στο θέατρο.

Σε έναν από τους ελάχιστους της μεγάλης παρέας που βρίσκονται ακόμη εν ζωή, τον Δημήτρη Καλλιβωκά, που θα γράψει στην κωμωδία «Μια Τρελή, Τρελή Οικογένεια» ως γόνος πλουσίων και ανταγωνιστής του Αλεξανδράκη, για τα μάτια της Τζένης Καρέζη.

Στον πιο γνωστό καρπαζοεισπράκτορα του ελληνικού σινεμά, τον Αλέκο Τζανετάκο, που έφτιαξε τον χαρακτήρα του τρελόπαιδου, του πλέι μπόι, του αθεράπευτου γλεντζέ, όπως ήταν περίπου και στη ζωή του.

Σε έναν από τους καλύτερους ανάλαφρους μάγκες του σινεμά, τον Αθηνόδωρο Προύσαλη, που και μόνο στην κωμωδία «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» ως ιδιοκτήτης του μπουζουκομάγαζου «Τα Παλουκάκια» είναι αρκετό για να καταλάβεις την ερμηνευτική του δεινότητα. «Εσύ πάψε θα σου ρίξω φλιτ…».

Στον μπρουτάλ του ελληνικού σινεμά Ζαννίνο, με την αγαπημένη του κόρη Σόφη, με την οποία έπαιξε σε αρκετές ταινίες, ενώ εμφανίστηκε και στη γνωστή αμερικανική περιπέτεια «Το Εξπρές του Μεσονυχτίου».

Στον Σπύρο Καλογήρου, έναν από τους καλύτερους σκληρούς και άγριους του ελληνικού σινεμά, που θα μείνει ως «Μαύρος» στη «Λόλα» και την αθάνατη ατάκα του «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη».

Στον Γιάννη Βογιατζή, έναν από τους ελάχιστους που ζουν ακόμη και μάλιστα παραμένει όρθιος στο σανίδι, αν και έχει φτάσει στα 93.

ΑΠΕ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025