Η ζωή σε ένα ιδιόμορφο δυαδικό σύστημα του +1 ή του -1 (συν ένα ή πλην ένα). Αν δεν είσαι το ένα είσαι οπωσδήποτε το άλλο. Η περίπτωση να μην είσαι κανένα από τα δύο δεν είναι επιτρεπτή. Και αν δηλώσεις την αντίθεσή σου ή κάνεις την κριτική σου σε ένα από τα δύο τότε αυτόματα θεωρείσαι ότι ανήκεις στο άλλο. Τα πάντα πλέον στη χώρα μας τίθενται ως απόλυτα διλήμματα δύο μόνο αντίπαλων απόψεων. Οι απόψεις αυτές φωνάζουν: «είσαι μαζί μας ή εναντίον μας».
Δημήτρης Τσιριγώτης. Φυσικός
Υπέρ ή κατά; Αριστερός ή δεξιός; Προοδευτικός ή συντηρητικός; Μνημονιακός ή αντιμνημονιακός; Ναι ή όχι(σε δημοψήφισμα); Υπέρ της συμφωνίας των Πρεσπών ή κατά; Ρατσιστής ή αντιρατσιστής; Φασίστας ή αντιφασίστας; Εξουσιαστής ή αντιεξουσιαστής; Πατριώτης ή προδότης; Ευρώ ή δραχμή; Εθνικιστής ή διεθνιστής; Μένουμε Ευρώπη ή φεύγουμε από την Ευρώπη; Κομματικά προσδιορισμένος ή απολιτίκ; Ανοικτά σύνορα για τους πρόσφυγες ή κλειστά σύνορα; Κυριάκος ή Αλέξης; Μαζί τα φάγαμε ή τα έφαγαν μόνοι τους;
Τον Ζακ τον φάγανε ή πήγαινε γυρεύοντας; Υπέρ της αξιολόγησης στο δημόσιο ή κατά; Ο λαός φταίει που τους ψηφίζει ή ο λαός εξαπατάται από αυτούς που ψηφίζει; Ελεύθερη αγορά ή κρατικός παρεμβατισμός; Παροχές ή λιτότητα; Έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν ή μας αξίζουν καλύτεροι; Εμείς φταίμε που χρεοκοπήσαμε ή η Γερμανία; Σαν λαός πάσχουμε ή όλοι μας ζηλεύουνε γιατί είμαστε καλύτεροι; Δίνουμε τα φώτα του πολιτισμού στους ξένους ή είμαστε τα γκαρσόνια τους; Φταίνε οι ίδιοι που πνίγηκαν στη Μάνδρα και που κάηκαν στο Μάτι ή φταίει το κράτος;
+1-1 = 0
Η ζωή σε άσπρο μαύρο. Αν δεν είσαι άσπρο είσαι σίγουρα μαύρο και αντίστροφα. Λες και δεν υπάρχουν άλλα χρώματα. Καλούμαστε λοιπόν πάντα να επιλέξουμε μεταξύ δύο, τα οποία έχουνε οριστεί ως αντίθετα μεταξύ τους χωρίς απαραίτητα να είναι. Το αποτέλεσμα συνήθως είναι η άλληλο-εξουδετέρωση των δύο υποτιθέμενων αντίθετων απόψεων με μια πράξη +1-1 = 0. Και τελικά δεν αλλάζει τίποτα σε αυτό τον τόπο αφού το μόνο που κάνουμε συνεχώς είναι να τρωγόμαστε μεταξύ μας.
Και είναι λογικό και θεμιτό σε μια αντιπαράθεση απόψεων να υπάρχουν διαφωνίες. Όταν όμως το ζήτημα έχει τεθεί εκ των προτέρων σε λάθος βάση, σε μια αντιπαλότητα δύο αντίθετων απόψεων, τότε όχι μόνο δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συμφωνίας αλλά και αυτού που συνηθίζουμε να ονομάζουμε: «δημιουργικής αξιοποίησης της διαφωνίας». Δηλαδή το πριν και το μετά μιας τέτοιας αντιπαράθεσης είναι ακριβώς το ίδιο. Κανείς δεν έχει αλλάξει, έστω και λίγο, την άποψη που είχε και πριν. Εν τω μεταξύ συμβαίνει και το εξής απίθανο: αντί κάποιος που έχει επιλέξει μια από τις δύο απόψεις να υπερασπίζεται την δική του, το μόνο που κάνει είναι να κατηγορεί την άλλη άποψη σε μια λογική «εις άτοπον απαγωγής» δηλαδή της απόδειξης της ορθότητας της δικής του άποψης με βάση το γεγονός ότι η αντίθετη άποψη είναι λανθασμένη. Όμως η «εις άτοπον απαγωγή» προϋποθέτει την ύπαρξη δύο πραγματικά αντίθετων προτάσεων ενώ στην περίπτωση των διλημμάτων σαν αυτά που αναφέραμε παραπάνω η αντίθεση είναι επίπλαστη και αυθαίρετη.
Στις δύο απόψεις τρίτη δεν χωρεί
Επίσης είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει με αυτούς που προσπαθούν να σε κατατάξουν σε μια από τις δύο απόψεις αν τυχόν κάνεις το λάθος να εκφέρεις μια τρίτη άποψη. Σου εφαρμόζουν λοιπόν ένα είδος κόφτη τρίτων απόψεων: σε κατηγορούν για ουδετερότητα, ότι δεν παίρνεις ξεκάθαρη θέση ή ότι αποφεύγεις να εκτεθείς. Η περίπτωση να είναι απλά η γνώμη σου αυτή που εκφράζεις δεν υφίσταται καν. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο βολικό για το σύστημα εξουσίας από να σε βάζει να επιλέγεις μεταξύ δύο απόψεων που τις παρουσιάζει ως αντίθετες γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η τελική συνισταμένη τους είναι μηδέν.
Στην πραγματικότητα αυτό που φοβάται είναι να διαμορφώνει ο καθένας την δική του άποψη. Αυτό για το σύστημα είναι εντελώς ανεξέλεγκτο, μη χειραγωγήσιμο και επικίνδυνο. Προτιμάει να στα δίνει όλα σε πακέτο: τις δύο επικρατούσες απόψεις και τα επιχειρήματα που χρειάζεσαι για να τις στηρίξεις. Άλλο λοιπόν είναι να διαμορφώνεις τις δικές σου απόψεις και άλλο να ψωνίζεις άποψη πακέτο με τα επιχειρήματά της από βιτρίνα. Και αν νομίζουμε ότι το σύστημα εξουσίας νιώθει άβολα με τις αντιπαραθέσεις και τις αναμπουμπούλες είμαστε γελασμένοι ειδικά όταν αυτές είναι σερβιρισμένες από το ίδιο.
Εξάλλου είναι γνωστό ότι «στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται».
Στη χώρα μας οι περισσότεροι από εμάς έχουμε άποψη για τα πάντα. Το θέμα είναι ότι η άποψη αυτή πολλές φορές δεν είναι δική μας αλλά αποτέλεσμα της ιδεοληπτικής παγίδευσης την οποία έχουμε υποστεί από μηχανισμούς εξουσίας που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν την δική μας φωνή ως δικό τους φερέφωνο. Και ενώ εμείς νιώθουμε ως ένας λαός με ελευθερία απόψεων, στην πραγματικότητα έχουμε μετατραπεί σε χειραγωγήσιμο πλήθος.
Πόσους ανθρώπους δεν ξέρουμε που άμα τους ζητήσεις την άποψή τους για ένα θέμα μπορείς να προβλέψεις εκ των προτέρων και με μαθηματική ακρίβεια την απάντησή τους; Όμως η προβλέψιμη άποψη είναι το νερό στο μύλο των μηχανισμών εξουσίας.
Η πόλωση είναι το πρώτο βήμα για την εκφόρτιση
Τελικά αν αναλύσουμε προσεχτικά τα παραπάνω διλήμματα θα διαπιστώσουμε ότι στην πραγματικότητα πάντα πίσω από όλα κονταροχτυπιούνται συμπολίτες μας με δύο συγκεκριμένες απόψεις: Αυτοί που για όλα τα δεινά επιρρίπτουν ατομική ευθύνη στον κόσμο και εκείνοι που ρίχνουν το φταίξιμο σε μηχανισμούς εξουσίας όπως το κράτος, το κεφάλαιο, τους ξένους που μας εχθρεύονται. Οι πρώτοι κατηγορούν τους δεύτερους ως «λαϊκιστές» και οι δεύτεροι τους πρώτους ως «πουλημένους». Αυτές είναι κατά βάθος οι δύο κυρίαρχες απόψεις που μονίμως αντιπαρατίθενται.
Ας παρατηρήσουμε τι συμβαίνει κάθε φορά που τίθεται στην ελληνική κοινωνία ένα σημαντικό γεγονός όπως π.χ μια ανθρώπινη τραγωδία. Τότε σχεδόν αυτόματα οργανώνονται αυτά τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα με μοναδικό κριτήριο την ανάδειξη των υπευθύνων της τραγωδίας. Στο ένα στρατόπεδο ανήκουν εκείνοι που ρίχνουν ατομική ευθύνη αποκλειστικά τους πληγέντες της τραγωδίας και στο άλλο ανήκουν εκείνοι που θεωρούν τους πληγέντες ως το απόλυτο θύμα της αδιαφορίας ή της βίας κάποιου φορέα εξουσίας( κράτους, κεφαλαίου, ξένων κρατών). Οι πρώτοι λοιπόν ουσιαστικά λένε: «καλά να πάθουν, αφού φταίνε οι ίδιοι» και οι δεύτεροι καταγγέλλουν την εξουσία ως αποκλειστικά υπεύθυνη. Και αρχίζει ο πόλεμος των τηλεοπτικών αντιπαραθέσεων αλλά και των ξιφομαχιών στα social media.
Και εκεί που αναθαρρείς αφού σκέφτεσαι ότι τουλάχιστον η ελληνική κοινωνία έχει αντανακλαστικά, δεν είναι αδιάφορη και ασχολείται με τα κοινά, ξαφνικά …κατάπαυση του πυρός και σιγή ασυρμάτου. Το γεγονός γίνεται παρελθόν, τα όπλα μπαίνουν στις θήκες τους και δεν ακούγεται ούτε «τουφεκιά». Το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται διαρκώς: πέφτουμε με τα μούτρα πάνω σε ένα γεγονός, το τερματίζουμε και μετά το ξεχνάμε περιμένοντας το φρέσκο πράμα να κάνει την εμφάνισή του.
Λες και το θυμικό καταλαγιάζει και η μνήμη σβήνει. Πάρτε για παράδειγμα τις φωτιές του καλοκαιριού του 2018 στο Μάτι που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία. Μην μου πείτε ότι υπάρχει κάποιος (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) που ασχολείται σήμερα με εκείνη την καταστροφή, που ενδιαφέρεται με το τι περνάνε σήμερα αυτοί που έχασαν ανθρώπους ή τα σπίτια τους;
Αναρωτιέμαι μήπως τελικά είμαστε λαός φωτοβολίδα, ανάβουμε εύκολα και σβήνουμε γρήγορα; Μήπως όλο αυτό το ενδιαφέρον που δείχνουμε στα μεγάλα γεγονότα είναι απλά ένας τρόπος εκφόρτισης; Και η εκφόρτιση, κακά τα ψέματα, για να συμβεί απαιτεί δύο αντίθετους πόλους οι οποίοι έρχονται σε επαφή. Μήπως τελικά επιζητούμε την πόλωση ως το απόλυτο κίνητρο για να ασχοληθούμε με κάτι μόνο και μόνο γιατί στην πραγματικότητα χωρίς την αδρεναλίνη ενός καυγά θα μας άφηνε παντελώς αδιάφορους;
Μήπως η επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας απέχει παρασάγγας από την ίδια την κοινωνική ευαισθησία; Κοινωνική ευαισθησία δεν είναι να ξιφουλκούμε μεταξύ μας στο όνομα της απόδοσης ευθυνών για τα δεινά που κατατρέχουν τον τόπο μας κατά καιρούς. Κοινωνική ευαισθησία είναι αυτό που επιδεικνύουν κάποιοι που τις δύσκολες ώρες σπεύδουν να βοηθήσουν όσο μπορούν, με ταπεινότητα και αυταπάρνηση. Κυρίως όμως κοινωνική ευαισθησία είναι να ενδιαφερόμαστε και να δίνουμε μάχες για την πρόληψη ή την αποφυγή επανάληψης τραγωδιών και συμφορών. Άλλο λοιπόν να είμαστε ευαίσθητοι και εντελώς άλλο να είμαστε συναισθηματικοί, ευερέθιστοι και καβγατζήδες. Και ενώ εμείς μαλώνουμε .