Αύξηση της επισκεψιμότητας σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους ανά την επικράτεια τον Οκτώβριο και το δεκάμηνο Ιανουαρίου- Οκτωβρίου 2017, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα και περίοδο του 2016, διαπίστωσε πρόσφατα η Ελληνική Στατιστική Εταιρεία (ΕΛΣΤΑΤ). Στην κορυφή των προτιμήσεων βρέθηκαν μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι, όπως της Ακρόπολης (2.510.397 ήταν οι επισκέπτες στον Ιερό Βράχο και 1.428.037 στο Μουσείο το παραπάνω δεκάμηνο), το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (489.279 επισκέπτες για το ίδιο διάστημα), το Μουσείο Ηρακλείου (404.660 επισκέπτες) και η Κνωσός (612.119 επισκέπτες).
Πόσο αναμενόμενη ήταν αυτή η … κατάταξη; Υπάρχει κάποιο … μυστικό των παραπάνω χώρων ή μήπως ένα brand name, όπως αυτό της Ακρόπολης, φτάνει για να εξασφαλιστεί η υψηλή επισκεψιμότητα; Το ΑΠΕ-ΜΠΕ απευθύνθηκε σε δυο διαχειριστές πολιτιστικής κληρονομιάς, που είδαν τα νούμερα των επισκεπτών στους χώρους τους να ανεβαίνουν: Τη διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ), Μαρία Λαγογιάννη, και τον πρόεδρο του Μουσείου Ακρόπολης, Δημήτρη Παντερμαλή.
«Είναι δυο οι παράγοντες», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Λαγογιάννη ως προς τους λόγους που το ΕΑΜ βρίσκεται στη δεύτερη θέση της λίστας. «Ο πρώτος είναι ότι έχουμε αύξηση τουριστικού ρεύματος στην Ελλάδα. Βέβαια η αύξηση αυτή δεν βοηθάει αν ένα μουσείο δεν είναι ενεργό, αν δεν δραστηριοποιείται. Κι ερχόμαστε στον δεύτερο παράγοντα. Είναι απαραίτητο για ένα μεγάλο μουσείο, όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, να προσφέρει νέες αιτίες τόσο στους τουρίστες, όσο και στους κατοίκους της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας, να το επισκεφτούν», σημειώνει, τονίζοντας ότι «εμείς ως ΕΑΜ προσφέρουμε πολλές αφορμές και για τους Έλληνες λόγω των πολλαπλών δράσεων, αλλά έχουμε μπει και στον διεθνή χάρτη με τις περιοδικές μας εκθέσεις. Είναι γεγονός ότι οι τελευταίες αποτελούν, μαζί με τις μόνιμες εκθέσεις μας, πόλο έλξης και το διαπιστώνουμε αυτό τόσο από τα σχόλια των επισκεπτών όσο και από την αλληλογραφία που λαμβάνουμε», επισημαίνει η διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στον χώρο περιοδικών εκθέσεων του οποίου αναμένονται να εγκαινιαστούν στις 7 Μαΐου οι «Αμέτρητες Όψεις του Ωραίου».
«Τις ετοιμάζουμε εδώ κι ένα χρόνο», ενημέρωσε η κ. Λαγογιάννη για τη νέα περιοδική έκθεση που μια πρώτη γεύση της πήραν (και θα συνεχίσουν να παίρνουν ως τον Απρίλιο) οι κάτοικοι της Σπάρτης, καθώς το Μουσείο Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού της λακωνικής πρωτεύουσας είναι ο πρώτος σταθμός της ομώνυμης περιοδεύουσας έκθεσης του ΕΑΜ, ενώ θα ακολουθήσουν κι άλλα μουσεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ). «Χαιρόμαστε πάρα πολύ που αυτό το μήνυμα απλώνεται σε όλη την Ελλάδα χάρη στη βοήθεια των μουσείων ΠΙΟΠ. Είναι μια πολύ καλή συνεργασία και βλέπω ότι στη Σπάρτη τη δέχτηκαν με πολύ ενθουσιασμό. Αυτές οι συνέργιες βοηθούν πάρα πολύ», επισήμανε ως προς τις δυνατότητες που υπάρχουν για να αυξηθεί η επισκεψιμότητα ενός μουσείου.
Η ίδια, τέλος, προσέθεσε έναν ακόμα παράγοντα που μπορεί να δώσει ώθηση στα μουσεία, κι αυτός είναι «η προβολή από τα ΜΜΕ, κάτι που παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς δημιουργεί πολύ θετικό κλίμα για κάθε μουσείο», κατέληξε.
Ένα brand name δεν φτάνει
«Αρκεί το όνομα “Ακρόπολη” για να κάνει τη διαφορά;», ρωτήσαμε τον διευθυντή του Μουσείου Ακρόπολης, το οποίο κυριαρχεί εδώ και χρόνια στις προτιμήσεις των επισκεπτών. «Φυσικά και όχι», απάντησε ρητά. «Ποιο brand name μπορεί να σταθεί σήμερα εάν δεν προσφέρεις κάτι;», τόνισε, συμπληρώνοντας ότι το Μουσείο Ακρόπολης προσπαθεί να ανανεώνεται συνεχώς, δίνοντας το παράδειγμα της περιοδικής έκθεσης «Ελευσίνα. Τα Μεγάλα Μυστήρια», που εγκαινιάζεται αύριο Κυριακή 25 Φεβρουαρίου, ή του προγράμματος «Ψηφιακό Μουσείο», που συμβαδίζει με τις νέες ψηφιακές εφαρμογές. «Το βασικό είναι το μουσείο να παρακολουθεί τους επισκέπτες του, να είναι στραμμένο προς αυτούς, να προσπαθεί να αφουγκράζεται τις προσδοκίες του και, στον βαθμό που μπορεί, να τις ικανοποιεί. Κάτι που δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται, αλλιώς θα το έκαναν πάρα πολλοί», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Τι μπορούν όμως να κάνουν πιο απομονωμένα και παραγνωρισμένα μουσεία; «Όλα τα μουσεία της χώρας και όλοι οι αρχαιολογικοί χώροι έχουν κάτι να προσφέρουν. Οι ιστορίες που έχουν να πουν και τα αντικείμενα που έχουν να δείξουν είναι γοητευτικά και για τον Έλληνα και για τον ξένο επισκέπτη», απαντά στην ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παντερμανλής, τονίζοντας ωστόσο ότι «από εκεί και ύστερα είναι τι τρόπους επιλέγει ο καθένας για να βγει προς τα έξω. Το βασικό, πιστεύω, είναι να στραφούν τα μουσεία προς τους επισκέπτες και όχι να περιμένουν απλώς να έρθουν. Να πλησιάσουν τον επισκέπτη, να του δείξουν ότι τον προσέχουν, ότι θέλουν να του προσφέρουν κάτι. Και φυσικά η συνεχής βελτίωση», σημειώνει.
Κι εδώ, σύμφωνα με τον συνομιλητή του ΑΠΕ-ΜΠΕ, βρίσκεται η αξία της πολιτιστικής διαχείρισης στη χώρα μας. «Τα μουσεία μας έχουν πραγματικούς θησαυρούς που αλλού θα δίνανε τεράστια ποσά για να αποκτήσουν. Εμείς τα αντικείμενα που έχουν τα μουσεία τα αποκτήσαμε μέσα από τα χώματα αυτής της γης. Πρέπει, λοιπόν, όλοι όσοι τα διαχειριζόμαστε να φανούμε αντάξιοι. Γιατί δεν είναι μια συνηθισμένη ενασχόληση αυτό που κάνουμε σε αυτή τη χώρα, αλλά κάτι εντελώς ιδιαίτερο. Τα ίδια τα αρχαία μάς εκπαιδεύουν και αν δεν ‘ακούς’ αυτά που λένε, μπορεί να περάσεις μια ζωή χωρίς να πάρεις είδηση ποιος είσαι και τι υπάρχει γύρω σου. Αλλά από τη στιγμή που καταλαβαίνεις τη σημασία αυτών που διαχειρίζεσαι, δένεσαι με αυτά και τότε αρχίζεις να ψάχνεις», κατέληξε ο κ. Παντερμαλής.