«Φλόμο» ή «Φλώμος» είναι η γενική ονομασία διαφόρων φυτών του γένους «βερβάσκον». Το «φλόμο» το μεταχειρίζονταν μερικοί ψαράδες για να «φλωμώσουν», να δηλητηριάσουν, δηλαδή με τις αναθυμιάσεις του, τα χταπόδια κι, έτσι, να τα πιάσουν.
Κάποτε, όπως γράφει ο χρονικογράφος Ε.Κ. Στασινόπουλος: «Οι δρόμοι της παλιάς Αθήνας ήταν στενοί και βρόμικοι από τα ακάθαρτα νερά και τα σκουπίδια. Ούτε αποχέτευση υπήρχε για τα νερά των σπιτιών, ούτε και υπηρεσία καθαριότητας. Οι νοικοκυρές πετούσαν τα σκουπίδια στο δρόμο και το νερό στο αυλάκι, που περνούσε από την πόρτα τους. Μια μεγάλη πληγή για την πόλη ήταν οι αναθυμιάσεις, που έβγαιναν από ένα δηλητηριώδες φυτό, το φλώμο, που είχε φυτρώσει παντού γύρω από την Αθήνα.
Χρειάστηκε συστηματική εργασία του πρώτου δημάρχου της Αθήνας του Πετράκη, για το κόψιμο του φλώμου και το άνοιγμα χαντακιών, για να φεύγουν τα λιμνάζοντα νερά που τον πολλαπλασιάζουν και να παύσουν να “φλωμώνουν” οι Αθηναίοι από την αποπνικτική ατμόσφαιρα, που δημιουργούσε…»
Πηγή