Ταλαντευόμουν ημέρες αρκετές. Το εγχείρημα θα ήταν πολύ δύσκολο – πρωτόγνωρο (άρα ήταν μια πρόκληση από κάθε άποψη) αλλά και όμορφο, γιατί θα γευόμουν ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό έργο. Δεν το κρύβω ότι υπήρχε – γιατί ήδη έχω αποφασίσει – και μια μορφή ματαιοδοξίας. Πόσοι Έλληνες θα έχουν εντρυφήσει σε αυτό το εμβληματικό μυθιστόρημα; Ήδη είμαι στον τέταρτο τόμο.
Του Νίκου Τσούλια
Διάβασμα λοιπόν όχι βιβλίου αλλά βιβλίου με μορφή εγκυκλοπαίδειας, αφού για να ολοκληρώσεις το ανάγνωσμα πρέπει να διαβάσεις συνεχόμενα εφτά τόμους – πολυσέλιδων, μεγάλου μεγέθους και μικρών γραμμάτων. Σε αριθμούς το όλο έργο είναι περίπου 3.500 σελίδες και επιπλέον σημειώσεις, επίμετρα και περιλήψεις. Ναι, υπάρχουν περιλήψεις στο τέλος κάθε τόμου, για να έχεις την περίφημη για τα παλιά αναγνώσματα των σε συνέχειες δημοσιεύσεων “σύνδεση με τα προηγούμενα”. “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο” (À la recherche du temps perdu), λογοτέχνημα κλασικό, τομή στην τέχνη της γραφής. Και όταν το διαβάζεις, είναι μια κατάκτηση του πνεύματος, μια προσωπική σου επιτυχία.
Μα το διάβασμά του δύσκολο και ταυτόχρονα γοητευτικό. Παραληρηματική σε μεγάλο βαθμό η αφήγηση, χειμαρρώδης, χαοτική. Είναι στιγμές που δεν μπορείς να τον παρακολουθήσεις και χάνεσαι – μερικές φορές δεν σε πειράζει γιατί δεν χάνεις το νήμα της μυθοπλασίας αλλά συνήθως ενοχλείσαι και ξαναγυρίζεις πίσω συνήθως θυμωμένος ή με τον συγγραφέα ή με τον εαυτό σου. Μια φράση μπορεί να κρατήσει και πάνω από δύο σελίδες. Αν χαλαρώσεις για λίγο, θα ξαναανέβεις τον ανήφορο. Η προσοχή σου πρέπει να είναι τεταμένη. Να δίνεσαι ολοκληρωτικά στην εξιστόρηση.
Αλλά σε όλες αυτές τις αναγνωστικές δυσκολίες υπάρχει ξεχωριστό δέλεαρ. Συχνά – πυκνά συναντάς λογοτεχνικές κορυφώσεις, σχήματα γραφής που συναρπάζουν το πνεύμα σου, που εξιτάρουν το συναίσθημά σου. Δεν σε ενδιαφέρει το θέμα, η κοίτη της αφήγησης – χάνονται στις επινοήσεις της λογοτεχνικής γλώσσας. Ο Προυστ είναι καλλιτέχνης.
Η δυσκολία φυσικά δεν αφορά μόνο το διάβασμα. Αφορούσε τη μεταφραστική απόπειρα. Η ελληνική απόδοσή του είναι συνδεδεμένη κυρίως με τον Παύλο Ζάννα. Ξεκίνησε την μετάφραση όταν ήταν φυλακισμένος από την Χούντα στην Αίγινα, το 1968 και συνέχισε μέχρι το θάνατό του το 1989 , όπου είχε ολοκληρώσει τους τέσσερις πρώτους τόμους και ένα μέρος του πέμπτου. Μετά συνέχισε ο Παναγιώτης Πούλος.
Και να με λίγα λόγια τα ιστορικά στοιχεία του πολύτομου έργου από τη Βικιπαίδεια. “Το μυθιστόρημα άρχισε να παίρνει μορφή το 1909. Ο Προυστ συνέχισε να δουλεύει σε αυτό μέχρι τον θάνατό του το φθινόπωρο του 1922. Ο Προυστ είχε ολοκληρώσει νωρίς τη δομή, αλλά ακόμη και έπειτα την ολοκλήρωση των τόμων, συνέχισε να προσθέτει νέο υλικό και να επεξεργάζεται τον ένα τόμο μετά τον άλλο για δημοσίευση. Οι τέσσερις πρώτοι τόμοι κυκλοφόρησαν ενόσω ο συγγραφέας ήταν εν ζωή και φέρουν τους τίτλους:
- Από τη μεριά του Σουάν, σε τρία μέρη (Du côté de chez Swann, Grasset, Paris 1913)
- Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, σε δύο μέρη (À l’ombre des jeunes filles en fleurs, NRF, Paris 1918)
- Η μεριά του Γκερμάντ, σε δύο μέρη (Le Côté de Guermantes I et II, NRF, Paris 1921-1922)
- Σόδομα και Γόμορρα, σε δύο μέρη (Sodome et Gomorrhe I et II, NRF, Paris 1922-1923)
Τρεις τόμοι κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατο του συγγραφέα, υπό την επίβλεψη του αδελφού του Ρομπέρ:
- Η φυλακισμένη (La Prisonnière, NRF, Paris 1923)
- Η Αλμπερτίν αγνοούμενη (Albertine disparue, Gallimard, Paris 1925· κυκλοφόρησε επίσης με τον τίτλο La Fugitive, Gallimard – La Pléiade, Paris 1954)
- Ο ανακτημένος χρόνος (Le Temps retrouvé, NRF, Paris 1927)