Η αύξηση της θερμοκρασίας οδηγεί αρκετούς αυστραλιανούς γενειοφόρους δράκους να αλλάζουν φύλο, σύμφωνα με νέα έρευνα του Πανεπιστημίου της Καμπέρα στην Αυστραλία.
Όπως αποδίδει η naftemporiki.gr, σαύρες που γεννιούνται αρσενικές καταλήγουν να ωοτοκούν ως θηλυκές, και να επωάζουν νέες σαύρες. Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι η τάση αλλαγής της διαδικασίας προσδιορισμού του φύλου των σαυρών ίσως οδηγήσει μελλοντικά στην ολική εξαφάνιση του χρωμοσώματος για το θηλυκό φύλο.
«Πρόκειται για την πρώτη φορά που αποδεικνύουμε πως η αλλαγή φύλου μπορεί να συμβεί στην άγρια φύση σε κάποιο ερπετό», δήλωσε η Κλαιρ Χόλι, επικεφαλής της μελέτης.
«Η έρευνα αποδεικνύει πως οι ακραίες κλιματικές αλλαγές επηρεάζουν θεμελιωδώς τη βιολογία των οργανισμών», πρόσθεσε.
Τα φύλα ορισμένων ερπετών, όπως οι αλιγάτορες και μερικές χελώνες, καθορίζονται από από τη θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της επώασης, και όχι από τα χρωμοσώματα του φύλου, όπως στους ανθρώπους και τα άλλα θηλαστικά. Μέχρι τώρα, το φύλο του γενειοφόρου δράκου καθοριζόταν με βάση τα χρωμοσώματα, Z και W αντί για Χ και Υ όπως στον άνθρωπο, με ΖΖ να είναι το αρσενικό και ΖW το θηλυκό.
Στο παρελθόν, οι επιστήμονες είχαν δείξει στο εργαστήριο ότι οι υψηλές θερμοκρασίες μπορούν να αλλάξουν το φυσικό φύλο με βάση το χρωμόσωμα.
Η Χόλι και οι συνεργάτες της εξέτασαν τους γενετικούς δείκτες φύλου 131 αγρίων γενειοφόρων δράκων από την επαρχία Κουίνσλαντ και διαπίστωσαν ότι 11 από αυτούς ήταν εξωτερικά θηλυκοί, και είχαν επωάσει αυγά, αλλά διέθεταν τα χρωμοσώματα ΖΖ ενός γενετικά αρσενικού δράκου.
Οι δράκοι με το ανεστραμμένο φύλο όχι μόνο επώασαν αυγά, αλλά κατά κάποιο τρόπο ήταν και πιο αποτελεσματικές μητέρες από τα γενετικά καθορισμένα θηλυκά, καθώς παρήγαγαν περισσότερα αυγά. Η ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι το φύλο των απογόνων αυτών των δράκων δεν καθοριζόταν πλέον από τα χρωμοσώματα, αλλά από τη θερμοκρασία.
«Αν η θερμοκρασία αυξηθεί λίγο ακόμα, το ποσοστό αναστροφής του φύλου θα αυξηθεί και το χρωμόσωμα W θα χαθεί από τον πληθυσμό», προειδοποίησε η Χόλι. Η αλλαγή φύλου φαίνεται να ξεκινάει από τους 32 βαθμούς Κελσίου και να συμβαίνει σε ποσοστό 100% σε θερμοκρασία 36 βαθμών, σύμφωνα με τα εργαστηριακά αποτελέσματα.
Οι ερευνητές θα συνεχίσουν τη μελέτη καθώς το δείγμα θεωρείται μικρό, αλλά προέρχεται από μια περιοχή με την ταχύτερη υπερθέρμανση του πλανήτη τα τελευταία 40 χρόνια.
«Είναι βέβαιο ότι το ίδιο φαινόμενο μπορεί να συμβεί και σε άλλα είδη ερπετών, αλλά δεν πρόκειται να συμβεί στους ανθρώπους», κατέληξε η Χόλι.