: Για τον πόλεμο του 1940 και το ξακουστό «όχι» του Ιωάννη Μεταξά, έχουν γραφτεί εκατοντάδες βιβλία.

Το Πρώτο Θέμα εστιάζει σε άγνωστες λεπτομέρειες του πολέμου αυτού, προερχόμενες, κυρίως, από ιταλικές πηγές.

Οι λόγοι που ώθησαν τον Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα

Οι προθέσεις του Μουσολίνι για επίθεση ενάντια στην  Ελλάδα, είχαν αρχίσει να φαίνονται ήδη από το 1936. Ποιοι λόγοι τον ώθησαν όμως να πάρει αυτή την απόφαση;

i) Παρά την αντίθετη γνώμη της στρατιωτικής ηγεσίας, ο Μουσολίνι είχε αναλάβει μια σειρά πρωτοβουλιών, οι οποίες στέφτηκαν με επιτυχία (επίθεση στην Αιθιοπία, παρέμβαση στην Ισπανία, είσοδος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Αυτές οι πετυχημένες κινήσεις, τον έκαναν να πιστεύει ότι ανάλογη τύχη θα έχει και μια επίθεση εναντίον της Ελλάδας.

ii) Η S.I.M. (Servizio Informazioni Militare – Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών) και η ιταλική πρεσβεία στην Αθήνα, είχαν ενημερώσει ότι οι Έλληνες θα μάχονταν με περηφάνια τους Ιταλούς.

Ο Μουσολίνι όμως  πίστεψε όλους αυτούς οι οποίοι του μιλούσαν για «ένα στρατιωτικό περίπατο», εναντίον ενός βαλκανικού λαού, τον οποίο αντιμετώπιζαν υποτιμητικά, αλλά και ρατσιστικά.

iii) Η στρατιωτική ηγεσία, προτίμησε να αφήσει όλες τις πρωτοβουλίες στον Μουσολίνι, ο οποίος αποτέλεσε τελικά ένα άλλοθι για τα πάντα.

1936 – 1940: Οι ιταλικές προετοιμασίες για τον πόλεμο

Ήδη από το 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς, πριν αναλάβει την ηγεσία της χώρας μας την 4ης Αυγούστου, στο Συμβούλιο της Βαλκανικής Συνεννόησης στο Βελιγράδι, υποστήριξε ότι σε περίπτωση σύγκρουσης με την Ιταλία, θα συνεργαζόταν με τις γαλλοβρετανικές δυνάμεις.

Από τον Νοέμβριο του 1937, ο Galeazzo Ciano, προετοίμαζε πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Από τις αρχές του 1939, οι ελληνοϊταλικές σχέσεις ήταν τεταμένες.

Στις 8 Ιανουαρίου 1939, ο Ciano σημειώνει:

«Σε συμφωνία με το Βελιγράδι να εξοντώσουμε την Αλβανία, πιθανώς διευκολύνοντας την πορεία των Σέρβων προς τη Θεσσαλονίκη…».
Σε συνομιλίες των Ιταλών με τη Βουλγαρία, στις 26 Ιανουαρίου 1939, έγινε συζήτηση και για την έξοδο, που πάντα αναζητούσε, η Βουλγαρία στο Αιγαίο.

Στις 7 Απριλίου 1939, η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία, γεγονός που προκάλεσε ζωηρές ανησυχίες στην Ελλάδα. Στις 9 Απριλίου, ο Έλληνας πρέσβης στο Λονδίνο είχε ζητήσει μυστικά από τις κυβερνήσεις Γαλλίας και Αγγλίας εγγυήσεις υπέρ της Ελλάδας.

Στις 13 Απρίλιου 1939, η Γαλλία και η Αγγλία ανακοίνωσαν ότι εγγυώνται την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και η ελληνική κυβέρνηση είχε αποδειχθεί αυτή την κίνηση.

Αντίθετα, ο Μουσολίνι αντέδρασε έντονα. Τα οδικά έργα στην Αλβανία, έδειχναν ξεκάθαρα ότι οι Ιταλοί προετοιμάζονταν για επίθεση στην Ελλάδα.

Στις 25 Μαΐου 1939, ο Ciano μετά από μακρά συνάντηση με τον Μουσολίνι, τονίζει ότι ο Ντούτσε έδειχνε ξεκάθαρα την εχθρική του διάθεση προς την Ελλάδα αλλά και προς την Γιουγκοσλαβία.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1939, ένα κοινό συμπληρωματικό ανακοινωθέν της Ρώμης και της Αθήνας, ανέφερε ότι οι σχέσεις των δύο χωρών «συνέχιζαν να είναι φιλικές και εμπνεόμενες από αμοιβαία εμπιστοσύνη».

Στις 22 Μαΐου 1940, ο Ciano επισκέφτηκε την Αλβανία: «Άφιξη στο Δυρράχιο και στα Τίρανα .Υποδοχές πολύ θερμές. Οι Αλβανοί επιθυμούν πολύ την παρέμβαση, θέλουν Κόσοβο και Τσαμουριά.  Είναι εύκολο για μας να αυξήσουμε τη δημοτικότητά μας υιοθετώντας τον αλβανικό εθνικισμό.

Στις 23 Μαΐου, ο Ciano σημειώνει: «Επίσκεψη στη Σκόδρα και Rubico, ορυχείο χαλκού πολλά υποσχόμενο… Παντού θερμή υποδοχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ιταλία έχει κατακτήσει τις λαϊκές μάζες. Ο αλβανικός λαός μας είναι ευγνώμων που του διδάξαμε να τρώει δύο φορές την ημέρα, ενώ αυτό συνέβαινε σπάνια. Ακόμα και από την εμφάνιση του κόσμου φαίνεται αυτή η μεγάλη ευημερία».

Στις 10 Ιουνίου 1940, η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Ο Μουσολίνι προειδοποιούσε τις ουδέτερες χώρες: «Εγώ δηλώνω πανηγυρικά, μόνο ό, τι η Ιταλία δεν σκοπεύει να παρασύρει στη σύγκρουση άλλους λαούς που με αυτήν συνορεύουν από ξηράς ή από θαλάσσης. Η Ελβετία, η Γιουγκοσλαβία , η Ελλάδα, η Τουρκία και η Αίγυπτος ας λάβουν υπ’ όψιν τους αυτά τα λόγια: εξαρτάται από εκείνες και μόνο από εκείνες».

Στις αρχές Ιουλίου 1940, συνελήφθη ο στρατηγός Κωνσταντίνος Πλατής, πρώτος υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, γιατί διατύπωσε την άποψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι στο πλευρό του Άξονα.

Την ίδια περίοδο, η αναμονή ενός πολέμου ήταν διάχυτη ανάμεσα στις ιταλικές δυνάμεις οι οποίες στάθμευαν στην Αλβανία.

Στις 12 Αυγούστου 1940, ο Μουσολίνι δηλώνει ότι αν παραχωρούνταν στην Ιταλία, η Κέρκυρα και η Τσαμουριά, «χωρίς να ανοίξει μύτη», δεν θα ζητούσε περισσότερα.

Στις 15 Αυγούστου 1940, το ελληνικό καταδρομικό «Έλλη» τορπιλίσθηκε στα νερά της Τήνου από το ιταλικό υποβρύχιο «Delfino»  με πλοίαρχο τον Giuseppe Aicardi. Ο τορπιλισμός λέγεται ότι έγινε κατόπιν εντολής του Cesare Maria de Vecchi. Ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Grazzi, την χαρακτήρισε πράξη «ντροπής και πειρατείας».

Από την πρώτη στιγμή η Αθήνα αναγνώρισε (από τα κατάλοιπα των δύο τορπιλών), την εθνικότητα του εχθρού, αλλά ο Μεταξάς αποφάσισε να την κρατήσει μυστική.

Την ίδια ώρα, η Ιταλία δήλωνε πλήρη άγνοια για το γεγονός.

Ο φασίστας ανώτερος σύμβουλος Nebil Dino, ήταν ο σημαντικότερος πράκτορας της ιταλοαλβανικής προπαγάνδας, προσωπικός φίλος του Τσιάνο, καταγόταν από την Τσαμουριά και πίστευε ότι η Ελλάδα θα την παραχωρούσε στην Ιταλία χωρίς να πολεμήσει.

Στα τέλη Αυγούστου 1940, πήγε με μυστική αποστολή στην Πρέβεζα και την Αθήνα, μοίρασε χρήματα σε διάφορους Έλληνες, φιλικά προσκείμενους στην Ιταλία και υποστήριξε ότι «ο ελληνικός λαός, δεν δείχνει πρόθυμος να πολεμήσει» και ότι «η κυβέρνηση του Μεταξά μισείται από πολλούς. Τον βασιλιά ούτε τον εκτιμούν ούτε τον αγαπούν».

Στις 22 Αυγούστου 1940, οι Ιταλοί αποφάσισαν να επιτεθούν στην Ελλάδα στις 10 Οκτωβρίου 1940, για να δοθεί προτεραιότητα στον πόλεμο στη βόρεια Αφρική σε συντονισμό με τη γερμανική επίθεση εναντίον της Αγγλίας.

Παράλληλα, η Ελλάδα είχε ξεκινήσει από το 1939 μια σειρά από πολεμικές προετοιμασίες. Στα τέλη, Αυγούστου 1940, η Κυβέρνηση έβαλε στα λιμάνια δίχτυα, καθόρισε αυστηρούς κανόνες για τους αεροδιαδρόμους στις αεροπορικές υπηρεσίες εξωτερικού και κάλεσε μερικές κλάσεις στα όπλα.

Γύρω στις 10 Σεπτεμβρίου, ο Ιταλός στρατιωτικός ακόλουθος στην Αθήνα Luigi Mondini πήγε στη Ρώμη για να εκθέσει στον αρχηγό της S.I.M. στρατηγό Giacomo Carboni, τους λόγους για τους οποίους μια ενδεχόμενη επίθεση στην Ελλάδα, ήταν καθαρή τρέλα.

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1940, ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα sir Charles Michael Palairet, πληροφόρησε το Λονδίνο ότι ο υπουργός Οικονομικών Ανδρέας Αποστολίδης, ο υφυπουργός Εξωτερικών Μαυρούδης και ο αρχηγός του ΓΕΣ Αλέξανδρος Παπάγος, ήταν έτοιμοι, εάν αυτό ήταν απαραίτητο, να παραχωρήσουν την Ήπειρο στην Ιταλία.

Η αποφασιστική σύσκεψη για την κήρυξη του πολέμου, έγινε στις 15 Οκτωβρίου 1940, με συμμετοχή των Μουσολίνι, Ciano, του αρχηγού Γενικού Επιτελείου Στρατού Badoglio, του υπαρχηγού Ubaldo Soddu, του γενικού υπαρχηγού στην Αλβανία Francesco Jacomoni, του υπαρχηγού του Στρατού Mario Roatta και του Ανώτερου Διοικητή των Ενόπλων Δυνάμεων στην Αλβανία Sebastiano Visconti Prasca, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι οι στρατιώτες του ανυπομονούσαν να πολεμήσουν, σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι οποίοι δεν είχαν ούτε θωρακισμένα μέσα, ούτε αεροπλάνα για μάχη. Οι Ιταλοί είχαν, κατά τον Prasca, 70.000 ετοιμοπόλεμους στρατιώτες, ενώ οι Έλληνες μόνο 30.000. Ο Μουσολίνι ανακεφαλαίωσε το σχέδιο: επίθεση στην  Ήπειρο, πίεση προς τη Θεσσαλονίκη και μετά, προώθηση προς την Αθήνα.

Ο μόνος που μίλησε συνετά, μετά την ανάλυση του Μουσολίνι, ήταν ο Badoglio.

Στις 3 τα ξημερώματα, επιδόθηκε από τον Ιταλό πρεσβευτή στην Αθήνα. Emannuele Grazzi, πολεμικό τελεσίγραφο στον Ιωάννη Μεταξά, στο σπίτι του στην Κηφισιά, που έληγε μετά από τρεις ώρες. Οι Ιταλοί ζητούσαν να καταλάβουν «μερικά σημεία επί ελληνικού εδάφους σεβόμενοι την ελληνική κυριαρχία στο υπόλοιπο της επικράτειας». Όταν ο Μεταξάς ρώτησε ποια σημεία ήταν αυτά, ο Grazzi δεν μπόρεσε να του απαντήσει καθώς δεν είχε συνταχθεί από τους Ιταλούς «εγκέφαλους» της επίθεσης ούτε ένας πρόχειρος κατάλογος! Στον Μεταξά, απέμενε να πει μόνο «Όχι»!

Πολλοί Έλληνες στρατηγοί, πρότειναν να εγκαταλειφθεί η άμυνα της Ηπείρου και να οπισθοχωρήσουν οι ελληνικές δυνάμεις, πιο νότια και ανατολικά,

Ο μόνος που επέμενε να δοθεί μάχη στην Ήπειρο, αντιστεκόμενος σ’ αυτό το ηττοπαθές σχέδιο, ήταν ο στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, διοικητής της 8ης Μεραρχίας Πεζικού. Οι δυνάμεις Ελλήνων και Ιταλών. Η Ανώτατη Διοίκηση των Ελληνικών Στρατιωτικών Δυνάμεων, είχε ανατεθεί στον Αλέξανδρο Παπάγο. Ο Ελληνικός Στρατός, παρέτασσε 35.000 άνδρες χωρισμένους σε 59 τάγματα.

Στις 18 Οκτωβρίου 1940, η συνολική ενεργή δύναμη του Ιταλικού Στρατού στην Αλβανία, ήταν 163.000 άνδρες, 22.000 ζώα, 3.400 οχήματα κάθε τύπου και 1.500 μοτοσικλέτες.

Οι πρώτες ιταλικές περίπολοι διέσχισαν τα σύνορα στις 5.30 το πρωί. Πρώτος Ιταλός νεκρός, ήταν ο αλπινιστής Giovanni Vallar από την πόλη Chievolis di Tramonti di Sopra, ενώ πρώτος Έλληνας πεσών ήταν ο στρατιώτης Βασίλειος Τσαβαλιάρης από τα Τρίκαλα, σε υπηρεσία στο 21ο Φυλάκιο που πληγώθηκε θανάσιμα από τα ιταλικά πυρά.

Καλπάκι: Οι σκληρές μάχες στην Γκραμπάλα και την Ψηλοράχη.

Όταν ο στρατηγός Κατσιμήτρος ενημερώθηκε για την κήρυξη του πολέμου, απάντησε: «Αναφέρατε εις τον αρχιστράτηγον ότι η μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα όπως επιβάλλει η εθνική τιμή».

Όπως είχαμε αναφέρει και στο περσινό μας άρθρο, η αμυντική γραμμή Ελαίας-Καλαμά, ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς εκεί εκδηλώθηκε η κύρια ιταλική επίθεση. Το Καλπάκι, κομβικής σημασίας θέση, είχε οχυρωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Στο δεξιό μέρος του οικισμού (υψώματα Γκραμπάλα-Ψηλόραχη), είχαν κατασκευαστεί χαρακώματα γονυπετώς βάλλοντος και πρόχειρα ακάλυπτα πολυβολεία.

Από τις 2 ως τις 8 Νοεμβρίου 1940, δύο συντάγματα της ιταλικής μεραρχίας «Φεράρα», ενισχυμένα το καθένα με ένα τάγμα Αλβανών και υποστηριζόμενα από 14 πυροβολαρχίες, συνολικά δηλαδή 56 πυροβόλα, επιτίθονταν λυσσαλέα εναντίον ενός (!) ελληνικού τάγματος στην Γκραμπάλα (υψ. 1201,5 μέτρα) και την Ψηλόραχη (υψ. 1.090 μ.).

Γράφει ο Ιταλός στρατηγός Κάρλος Ρόσι: «…αφ’ ετέρου η αγρία αντίστασις την οποία προέβαλε ο εχθρός επί του υψώματος των 1.090 μ. (σημ. της Ψηλοράχης), εις το οποίον το πεζικόν δεν εδυνήθη να φθάσει…».

Στις 2 και 3 Νοεμβρίου μετά από σφοδρές μάχες στο Καλπάκι, οι Ιταλοί καταλαμβάνουν την Γκραμπάλα (2 Νοεμβρίου). Ωστόσο, μέσα σε χιονοθύελλα και ανεμοθύελλα τα ξημερώματα της 3ης Νοεμβρίου, καταφθάνουν στην περιοχή ελληνικές ενισχύσεις, με αποτέλεσμα την ανακατάληψη της Γκραμπάλας.

Το απόγευμα της 3ης Νοεμβρίου 1940, 60 ιταλικά άρματα και 80 μοτοσικλέτες κινούνται προς το Καλπάκι. Η ναρκοθέτηση της οδού απ’ την οποία διέρχονταν τα άρματα, είχε σαν αποτέλεσμα  την ανατίναξη πολλών από αυτά. Εύζωνοι από υψώματα κοντά στο Καλπάκι, με οπλοπολυβόλα και τον ατομικό οπλισμό τους, ρίχνουν ασταμάτητα προς τα άρματα και τις μοτοσικλέτες που είχαν περάσει τα ναρκοθετημένα τμήματα. Οι Ιταλοί οπισθοχωρούν προς τα Δολιανά. 9 άρματα, 30 μοτοσικλέτες και άλλο πολεμικό υλικό, περνά σε ελληνικά χέρια.

Ιταλικά άρματα και μοτοσικλέτες, κατέληξαν στον βυθό της λίμνης Ζαραβίνας, μεταξύ της θέσης Χάνι Δελβινακίου, 50 χλμ. από τα Γιάννενα και  του Καλπακίου.

Νέες μάχες σε Γκραμπάλα και Ψηλοράχη (4-8/11)

Ο φιλόδοξος στρατηγός Prasca, κομπορρημονούσε λέγοντας ότι σε 4 μέρες θα έφτανε στα Γιάννενα. Όμως μετά από 7 ημέρες, είχε καθηλωθεί στο Καλπάκι (περίπου 35 χλμ. από τα Γιάννενα). Στις 4 Νοεμβρίου 1940, διατάχθηκε νέα ιταλική επίθεση εναντίον των υψωμάτων Γκραμπάλα – Ψηλοράχη, που δεν έφερε αποτέλεσμα.

Το ίδιο έγινε στις 5 και τις 6 Νοεμβρίου. Στις 7 Νοεμβρίου, το επίλεκτο ιταλικό «τάγμα του θανάτου», καταλαμβάνει γύρω στα μεσάνυχτα την Γκραμπάλα.

Οι ελληνικές δυνάμεις ανασυντάσσονται, ενισχύονται και αντεπιτίθενται. Στις 3.00 π.μ. της 8ης Νοεμβρίου 1940, η Γκραμπάλα, ανακαταλαμβάνεται. Οι Ιταλοί που πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οι νεκροί στο πεδίο της μάχης, είχαν κονκάρδες που έγραφαν “fanti della morte” («στρατιώτες του θανάτου»).

Η επιτυχής άμυνα στο Καλπάκι, χάρη κυρίως στον στρατηγό Κατσιμήτρο, που παρά τις αντίθετες διαταγές οργάνωσε μεθοδικά την άμυνα της περιοχής από το 1939, με τη βοήθεια μάλιστα των κατοίκων των γύρω χωριών, ήταν καθοριστικής σημασίας για την απόκρουση της ιταλικής επίθεσης. Αν οι Ιταλοί περνούσαν από εκεί, σε συνδυασμό με τις αρχικές τους επιτυχίες σε Θεσπρωτία και Πίνδο, πολύ σύντομα θα έφταναν στα Γιάννενα και κατόπιν, θα ήταν πολύ εύκολη η προέλασή τους τόσο προς τη νότια Ελλάδα όσο και τη Μακεδονία…

Οι απώλειες Ελλήνων και Ιταλών από τον πόλεμο 1940-1941.

Ο Giorgio Rizzo, στο βιβλίο του «Ο ΠΙΚΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ» κάνει μια εκτίμηση για τις εκατέρωθεν απώλειες του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο Ελληνικός Στρατός είχε: 11.911 νεκρούς, 42.845 (ή 61.000 σύμφωνα με άλλη εκδοχή τραυματίες), 10.000 ή (25.000 κατά άλλη εκδοχή) νεκρούς από το ψύχος ή άνδρες με κρυοπαγήματα), 1.342 αγνοούμενους και 2.392 αιχμαλώτους.

Οι Ιταλοί είχαν 38.382 νεκρούς, 50.874 τραυματίες, 12.368 άνδρες με κρυοπαγήματα ή νεκρούς από το ψύχος, 15.000 αγνοούμενους, 52.108 νοσηλευθέντες, 26.000 αιχμαλώτους και 3.395 δηλωθέντες λιποτάκτες, από τους οποίους 3.114 ήταν Αλβανοί, 211 Ιταλοί και 70 «στρατιωτικοποιημένοι πολίτες». Οι Ιταλοί λιποτάκτες αντιμετωπίσθηκαν με επιείκεια και μόνο δύο εκτελέστηκαν. Αντίθετα, οι Αλβανοί λιποτάκτες σκοτώθηκαν από τους Ιταλούς. Ο αριθμός όμως όσων εκτελέστηκαν, δεν είναι γνωστός, καθώς πολλοί πέρασαν κρυφά στο ελληνικό «στρατόπεδο».

Το ηθικό των αντιπάλων

Πολύ σημαντικός παράγοντας για την τελική έκβαση του πολέμου, ήταν το ηθικό των αντιπάλων.
Ο ιστορικός Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής γράφει ότι οι Έλληνες στρατιώτες ήταν έτοιμοι για κάθε θυσία.
Ήταν αισιόδοξοι, επαρκώς εκπαιδευμένοι, η επιστράτευσή τους είχε οργανωθεί σωστά, είχαν προσβληθεί από τη χονδροειδή ιταλική προπαγάνδα εναντίον της Ελλάδας και των Ελλήνων, ενώ οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί είχαν την ικανότητα να λαμβάνουν τις σωστές αποφάσεις.

Παράλληλα, η βιολογική ανωτερότητα των ορεινών πληθυσμών ήταν καθοριστικής σημασίας. Πολίτες κάθε ηλικίας και φύλου στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, είχαν τεράστια συμβολή στην ελληνική επικράτηση.

Το 1980, η επίσημη άποψη του Γραφείου Ιστορικού του Ιταλικού Γενικού Επιτελείου για το ηθικού των Ιταλών στρατιωτικών, αναφέρει: «Το ό,τι τον πόλεμο δεν τον αισθάνονταν δικό τους, μπορεί να θεωρηθεί σαν δεδομένο και λόγω του αναπάντεχου του γεγονότος αλλά και λόγω της απουσίας αντιθέσεων που θα μπορούσαν να ενδυναμώσουν το συναίσθημα ή την λαϊκή φαντασία.

Πιθανώς υπήρχαν δικαιολογίες μιας κάποιας σπουδαιότητας στην Αλβανία για τους γνωστούς λόγους αλυτρωτισμού, αλλά όχι σίγουρα στην Ελλάδα, ενώ ούτε η φασιστική προπαγάνδα μπόρεσε να μας κάνει να μισήσουμε τους Έλληνες». Και καταλήγει, με αναφορά στους αξιωματικούς: «Δυστυχώς, ο αξιωματικός δεν αποδείχτηκε πάντα τεχνικά καταρτισμένος για την αποστολή του και ακόμα, στις περιπτώσεις που αποδείχτηκε πλήρως κατώτερος των περιστάσεων, η μορφή δεν πρέπει να απευθύνεται εξ ολοκλήρου σε εκείνον: πρώτος υπεύθυνος ήταν η ανεπιτυχής επιλογή».

Και όπως γράφει εύστοχα ο Ιταλός καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Udine (Ούντινε) Fulvio Salimbeni.:

Ο Δαυίδ (ενν. η Ελλάδα), πρόσφερε ένα εμβληματικό παράδειγμα ηρωικής αντίστασης στον φασιστικό ολοκληρωτισμό, όταν η υπόλοιπη Ευρώπη, τουλάχιστον μέχρι την αμέσως επόμενη επίθεση στην ΕΣΣΔ, είχε υποχωρήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτω από το βρόγχο των γερμανικών στρατευμάτων…

Πηγές: GIORGIO RIZZO, «Ο ΠΙΚΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ-Η ελληνο-ιταλική σύγκρουση (1940-41)», εκδόσεις HISTORICAL QUEST, 2014
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΠΑΝΤΑΖΗΣ, «ΤΑ ΔΥΟ ΟΧΙ-ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ-ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1940-1941», εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, 1972.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025