Η Ζάκυνθος από τις πρώτες ημέρες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στάθηκε στο πλευρό της Φιλικής Εταιρείας στον αγώνα που έδινε κατά του οθωμανικού στρατού.
Από την Ζάκυνθο πέρασαν σχεδόν όλοι οι μεγάλοι οπλαρχηγοί της Επανάστασης, ανάμεσά τους ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Παπαφλέσσας και πολλοί άλλοι, οι οποίοι μετέφεραν στους Ζακυνθινούς το όραμα τους για ένα ελεύθερο Ελληνικό κράτος και δημιούργησαν ένα σημαντικό πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας στο νησί, αποτελούμενο από τους Διονύσιο Ρώμα, Αναστάσιο Φλαμπουριάρη, Νικόλαο Κολυβά, Αντώνιο Μαρτελάο, Διονύσιο Σολωμό και άλλους.
Επίσης στη Ζάκυνθο στις 18 Δεκεμβρίου του 1818, άρχισε η μύηση των μελών της Φιλικής Εταιρείας, με πρώτους, τους Κολοκοτρώνη και Αναγνωσταρά που γινόταν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Παράλληλα, τα Ζακυνθινά μέλη της Φιλικής Εταιρείας έδωσαν τον δικό τους αγώνα για την απελευθέρωσης της Ελλάδας καθώς προμήθευαν με όπλα, τρόφιμα και χρήματα τους αγωνιστές στην Πελοπόννησο ενώ στη Ζάκυνθο έβρισκαν καταφύγιο πολλοί τραυματίες και πρόσφυγες.
Ο ύμνος εις την Ελευθερία
Το 1823, οι Τούρκοι πολιόρκησαν για πρώτη φορά το Μεσολόγγι. Τα κανόνια βροντούσαν κι οι κανονιές ακούγονταν ως τη Ζάκυνθο και τότε συνεπαρμένος ο Διονύσιος Σολωμός άρχισε να γράφει τον Ύμνο εις την Ελευθερία. Μέσα σ’ ένα μήνα, τον Μάιο του 1823, είχε συνθέσει τις 158 στροφές του. Στην συνέχεια ο ύμνος έκανε τον γύρο της επαναστατημένης Ελλάδας και μέσα στο 1824 μεταφράστηκε στα ιταλικά και τα γαλλικά, για να δημοσιευθεί από τον Κλοντ Φοριέλ (1872 – 1844).
Στις 21 Οκτωβρίου 1825, ο «Ύμνος εις την Ελευθερία» δημοσιεύεται στο πέμπτο φύλλο της Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος. Ενθουσιασμένος ο συνθέτης Νικόλαος Μάντζαρος (1795 – 1873) μελοποίησε τις πρώτες στροφές. Στα 1864, το ελληνικό κράτος κατάργησε τον ύμνο των Βαυαρών και καθιέρωσε εθνικό ύμνο τις δύο πρώτες στροφές του ποιήματος. Όμως, ο Διονύσιος Σολωμός δεν ζούσε πια να δει τη μεγάλη τιμή που του γινόταν. Είχε πεθάνει από τον Φεβρουάριο του 1857, καθιερωμένος στη συνείδηση όλου του κόσμου ως εθνικός ποιητής της Ελλάδας.
Η «σφαγή» των Ζακυνθινών από τους Άγγλους
Το 1821 τα Επτάνησα Αγγλοκρατούνται με τους Βρετανούς να είναι εχθρικοί απέναντι στους Έλληνες επαναστάτες και βοηθούν τους Τούρκους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τη Ζάκυνθο σαν ασφαλές ορμητήριο ενώ τροφοδοτούνταν από τον Αγγλικό στρατό με τρόφιμα και όπλα.
Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1821, ο ελληνικός στόλος, υπό τον Ανδρέα Μιαούλη επιτέθηκε σε πλοίο του τουρκικού στόλου με αποτέλεσμα το τουρκικό πλοίο να πάρει φωτιά και να χάσει είκοσι από τους εξήντα άνδρες του.
Το φλεγόμενο πλοίο προσάραξε στη θέση Υψόλιθος στο Καλαμάκι Ζακύνθου όπου το περίμεναν οι Ζακυνθινοί όπου όρμησαν εναντίον του τουρκικού πληρώματος.
Οι Άγγλοι που έφθασαν στην παραλία του Καλαμακίου, δέχτηκαν και αυτοί επίθεση από τους εξαγριωμένους κατοίκους της Ζακύνθου με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο στρατιώτες και να τραυματιστεί ένας αξιωματικός.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι Βρετανοί κατακτητές να στείλουν στη Ζάκυνθο δύο φρεγάτες με πεζικό και πυροβολικό και αρχηγό τον ανθαρμοστή Άνταμ.
Αμέσως επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος στο νησί, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία, έκλεισαν οι εκκλησίες και άρχισαν οι έλεγχοι σε όλα τα σπίτια.
Ακολούθησε στρατοδικείο με τους Ζακυνθινούς φυλακισμένους κατηγορούμενους να δικάζονται για εσχάτη προδοσία. Στη δίκη καταδικάστηκαν σε θάνατο επτά άτομα. Ο ένας από τους κατηγορούμενους κατάφερε απέδρασε πηγαίνοντας στη Πελοπόννησο, τον δεύτερο που ήταν ιερέας δεν τον σκότωσαν, ενώ τους άλλους πέντε τους απαγχόνισαν, αφού τους δήμευσαν την περιουσία. Σαν να μην έφτανε αυτό οι Άγγλοι κατακτητές βύθισαν τα πτώματα των κρεμασμένων σε βραστή πίσσα, τα έκλεισαν σε σιδερένια κλουβιά και τα τοποθέτησαν σε πασσάλους πάνω στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία. Τα τέσσερα από τα πέντε πτώματα, καταφαγωμένα από τα όρνεα, έμειναν στον Προφήτη Ηλία έως το 1831, δηλαδή δέκα ολόκληρα χρόνια, ενώ το σώμα του Κλαυδιανού, που είχε τοποθετηθεί στην είσοδο του χωριού του, Φιολίτι, απομακρύνθηκε το 1836, δηλαδή 15 χρόνια αργότερα.