Για ανυπολόγιστη δημοσιονομική και οικονομική βλάβη που ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί, κάνει λόγο ο Ευάγγελος Βενιζέλος, σε άρθρο του στα “Νέα”, αναφερόμενος στα δύο χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ και του ΑΝΕΛ.

Ο πρώην αρχηγός του ΠΑΣΟΚ μιλάει για παρεμβάσεις στα ΜΜΕ, αμφισβήτηση της εσωτερικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και της αξιοπρέπειας των λειτουργών της και απόπειρα κατάργησης των Ανεξάρτητων Αρχών από πλευράς της κυβέρνησης, ενώ καλεί σε δημιουργία κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας όλων των δημοκρατικών δυνάμεων που αποδέχονται την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας στη βάση της μόνης συγκροτημένης και υπεύθυνης στρατηγικής.

Αναλυτικά το άρθρο του Ευ. Βενιζέλου αναφέρει τα εξής:

Η Ιστορία δεν γράφεται γραμμικά ούτε υπό κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως. Γράφεται όταν ο χρόνος παγώνει και πυκνώνει. Αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα από το 2010 και μετά. Εκεί όμως που στα τέλη του 2014 ήμασταν πολύ κοντά στην έξοδο από το Μνημόνιο και στη μετάβαση στην προληπτική πιστωτική γραμμή ως σημαντικό βήμα προς την επάνοδο στην κανονικότητα μιας ευρωπαϊκής χώρας, έγινε η επιλογή να παίξουμε ως χώρα με το σενάριο της απόλυτης καταστροφής αντιστρέφοντας τη ροή του οικονομικού και ιστορικού χρόνου. Πηγαίνοντας δυστυχώς πολλά χρόνια πίσω. Τα δυο χρόνια που πέρασαν ημερολογιακά από τις 25 Ιανουαρίου 2015 έως σήμερα γύρισαν τους δείκτες προς τα πίσω έτσι ώστε να ελπίζουμε το 2019 να διαμορφωθούν ξανά οι προϋποθέσεις του 2014.

Τι οδήγησε άραγε ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος στην επιλογή αυτή που δεν έγινε το 2012, σε πολύ δυσκολότερη φάση της δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής, αλλά έγινε με άνεση και επιμονή τον Ιανουάριο, τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 2015;

Από τότε που η κρίση έγινε κοινή συνείδηση, δηλαδή από τις αρχές του 2010, αν και βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη από το 2007, η απλή διαπίστωση ότι η κρίση έφερε το Μνημόνιο και όχι το Μνημόνιο την κρίση, αντί να επικρατήσει ως αυτονόητη, δίχασε βαθιά τον ελληνικό λαό: σε αυτούς που αποδέχονται το προφανές και αυτούς που πίστεψαν βαθιά ότι το Μνημόνιο έφερε την κρίση ή ακόμη καλύτερα ότι το Μνημόνιο και τα μέτρα δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής είναι η κρίση. Μια κρίση στην οποία οδήγησαν τη χώρα “εθελόδουλοι πολιτικοί υποτεταγμένοι στα ευρωπαϊκά συμφέροντα” που είναι αντίθετα προς τα ελληνικά, ενώ ήταν πολύ εύκολο να αποφευχθούν οι περικοπές και οι μεταρρυθμίσεις, να απαλλαγούμε μονομερώς από το βάρος του “επονείδιστου” δημοσίου χρέους για το οποίο δεν έχουμε ευθύνη ως κράτος και ως κοινωνία και να εκβιάσουμε τους πιστωτές και θεσμικούς μας εταίρους, δηλαδή τα άλλα κράτη- μέλη της ευρωζώνης με αποχώρηση από το ευρώ, απειλή που θα τους συγκλονίσει.

Αυτή λοιπόν η απλουστευτική, ριζοσπαστική και εθνικολαϊκιστική ταυτοχρόνως, υπόσχεση που συνένωνε το ετερόκλητο αντιμνημονιακό μέτωπο στον κοινό παρονομαστή ενός ακραίου ιστορικού τυχοδιωκτισμού, κατίσχυσε πριν δυο χρόνια. Μέσα όμως σε μόλις έξι μήνες η αφήγηση αυτή αντικαταστάθηκε από μια τελείως διαφορετική. Από την αφήγηση του “επώδυνου αλλά αναγκαίου και αναπόφευκτου συμβιβασμού” που οδήγησε στο Μνημόνιο τρία και από εκεί στο Μνημόνιο τρία plus, στο Μνημόνιο τέσσερα κ.ο.κ. Πρόκειται όμως απλά για συμβιβασμό λόγω αρνητικών ευρωπαϊκών συσχετισμών. Για συμβιβασμό συνεπώς προσωρινό, εν αναμονή των ευνοϊκότερων συσχετισμών που θα διαμορφωθούν στην Ευρώπη ή παρεμπιπτόντως στις ΗΠΑ, καθώς η απρόσμενη τότε εκλογή Τράμπ ενσωματώνεται τώρα στην αφήγησή τουςμε τον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ να θεωρείται ιδεολογικός και στρατηγικός συνοδοιπόρος της αντίληψης και της αισθητικής ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Εν αναμονή λοιπόν των νέων ευρωπαϊκών συσχετισμών, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αγωνίζεται να μεταβάλλει τους βαθύτερους συσχετισμούς στην αυτοσυνειδησία της κοινωνίας, μετατρέποντάς την από φιλοευρωπαϊκή, σε έντονα ευρωσκεπτικιστική και στη συνέχεια σε απεγνωσμένα αντιευρωπαϊκή. Το πλάνο Β δεν είναι πολιτικό, είναι ιδεολογικό και αυτοαναφορικό. Ωριμάζει πριν προωθηθεί. Κινείται πλέον από μόνο του.

Αυτό άλλωστε που συντελείται τα δυο τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι η ρευστοποίηση των πάντων: των θυσιών του ελληνικού λαού χάρη στις οποίες φτάσαμε στο κεκτημένο του Δεκεμβρίου 2014, των ιστορικών, πολιτικών και αξιακών αυτονόητων που ίσχυαν μέχρι το 2015, της γλώσσας, των θεσμών, της εθνικής ισχύος και της θέσης της χώρας μέσα στους ευρωπαϊκούς και διεθνείς συσχετισμούς.

Η αντιμνημονιακή ρητορεία μετατράπηκε σε διαρκές μνημόνιο κλιμακούμενης αυστηρότητας.

Η θεωρία του “επονείδιστου χρέους” και της μονομερούς διαγραφής του μαζί με τη χυδαία συστηματική προσπάθεια απαξίωσης του κουρέματος και της αναδιάρθρωσης του χρέους που επιτεύχθηκε το 2012, μετατράπηκε σε θλιβερό γλείψιμο του PSI και του OSI που αποτυπώνεται στις αιτιολογικές εκθέσεις των προϋπολογισμών και του 2016 και του 2017 και σε παράκληση για μικρές πρόσθετες ελαφρύνσεις, πολύ μικρότερες από τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει οι εταίροι το 2012. Τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα που με καθυστέρηση δυο μηνών ενέκρινε ο ESM είναι θεωρητικά μέτρα πιθανής μακροπρόθεσμης απόδοσης το 2060, ύψους 40-45 δισ. , όταν με τα ίδια κριτήρια του 2060 η ελάφρυνση του χρέους που έγινε το 2012 ισοδυναμεί με 1 τρις 330 δισ. ευρώ!

Οι καταγγελίες για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών του 2012-13, μετατράπηκαν σε απώλεια του χαρτοφυλακίου τραπεζικών μετοχών του δημοσίου που είχε φτάσει σε χρηματιστηριακή αξία 25 δισ. ευρώ, σε νέα ανακεφαλαιοποίηση κακήν κακώς, σε εκμηδένιση της ελληνικής συμμετοχής και σε απόλυτο έλεγχο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Τα μεγάλα λόγια για τα κόκκινα δάνεια και τους πλειστηριασμούς μετατράπηκαν σε αδιέξοδο και για το τραπεζικό σύστημα και για τους δανειολήπτες και σε άρση της προστασίας ακόμη και πολλών πρώτων κατοικιών μικρής και μεσαίας αγοραίας αξίας.

Η προπαγανδιστική εκστρατεία για την δήθεν απώλεια 13 δισ. από τα ασφαλιστικά ταμεία, όταν από το 2012 και μετά το Δημόσιο επιχορήγησε τα ταμεία με 80 δις ευρώ, μετατράπηκε σε εξαέρωση των κεφαλαίων με τα οποία ταμεία, όπως το ΤΣΜΕΔΕ και το ΤΑΠΙΛΤΑΤ, μετείχαν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Αττικής.

Οι καταγγελίες για τις περικοπές των συντάξεων, μετατράπηκαν σε αλλεπάλληλα κύματα νέων περικοπών των επικουρικών και τώρα πλέον και των κύριων συντάξεων.

Η δημαγωγική ρητορεία περί ΕΝΦΙΑ και συντελεστών ΦΠΑ, μετατράπηκε σε διόγκωση και μονιμοποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης.

Το κίνημα “Δεν πληρώνω” μετατράπηκε σε απειλητικό μηχανισμό είσπραξης ληξιπρόθεσμων φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών.

Η γραμμή για τις ιδιωτικοποιήσεις μεταβάλλεται ανά εβδομάδα, πηγαίνει από την αποδοχή του Υπερταμείου στην άρνηση κάθε αλλαγής στον ενεργειακό τομέα.

Η αναπτυξιακή πολιτική είναι απλώς ρητορική, η πραγματική οικονομία είναι εγκαταλελειμμένη στη μοίρα της, χωρίς τραπεζικό σύστημα, χωρίς ρευστότητα, χωρίς στοιχειώδες σχέδιο.

Η αγωνιστική διεκδίκηση μικρότερου πρωτογενούς πλεονάσματος, μετατράπηκε σε ανεπίγνωστο κομπασμό για “υπεραπόδοση” των φορολογικών εσόδων και για πρόωρη επίτευξη υψηλότερου πρωτογενούς πλεονάσματος.

Η ηρωική διαπραγμάτευση με τους κακούς μετατράπηκε σε ταπεινωτικές επιστολές συγγνώμης που υπαγορεύει ο κ. Τσίπρας και υπογράφει ο κ. Τσακαλώτος. Ο εκβιασμός του Grexit αντί να ασκηθεί από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ασκήθηκε και ασκείται από τον κ. Σόιμπλε. Η διαχείριση της σχέσης με το ΔΝΤ ( που το θέλουμε για το χρέος, αλλά δεν το θέλουμε για τα νέα μέτρα ) μετατράπηκε και αυτή σε τελεσίγραφο του Eurogroup.

Η χώρα με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κυνηγάει την ουρά της που τώρα λέγεται “αξιολόγηση”. Η 20ή Φεβρουαρίου 2017 εμφανίζεται τώρα ημερομηνία τόσο κρίσιμη όσο η 20ή Φεβρουαρίου 2015, που ήταν ο “θρίαμβος” του κ. Βαρουφάκη. Το ζήτημα είναι να μη ζήσουμε τον Ιούνιο – Ιούλιο του 2017 ως επανάληψη του Ιουνίου – Ιουλίου 2015, δηλαδή ως ιστορική φάρσα.

Η οικονομική, όχι απλώς η δημοσιονομική και χρηματοοικονομική, βλάβη είναι ήδη ανυπολόγιστη και δεν έχει δυστυχώς ολοκληρωθεί.

Στο μεταξύ συντελείται ακόμη βαθύτερη βλάβη των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου. Οι ωμές παρεμβάσεις στα ΜΜΕ, η αμφισβήτηση της εσωτερικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και της αξιοπρέπειας των λειτουργών της με ταπεινά μέσα, η απόπειρα κατάργησης των Ανεξάρτητων Αρχών είναι φαινόμενα που κατατάσσουν την Ελλάδα στην ίδια ομάδα με την Ουγγαρία και την Πολωνία. Ευτυχώς υπήρξε η αντίδραση της Ολομέλειας του ΣτΕ και προσφάτως του ΕΣ, των δικαστικών ενώσεων και της ακαδημαϊκής κοινότητας.

Την ίδια ώρα το Προσφυγικό / Μεταναστευτικό έχει εξελιχθεί όχι απλώς σε κραυγαλέο πολιτικό, οργανωτικό και ανθρωπιστικό αδιέξοδο αλλά σε τυφλή ομηρία αδύναμων ανθρώπων και της χώρας συνολικά. Χωρίς να χρειάζεται καν να αναφερθώ στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας.

Η χώρα βρίσκεται εκτός ευρωπαϊκών συσχετισμών τη στιγμή που πρέπει να επαναπροσδιοριστεί το πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η νέα ευρωατλαντική ισορροπία. Κάποιοι δυστυχώς συγχέουν, μέσα σε μια τέτοια συγκυρία, τις παλαιοπαραγοντίστικες επαφές στις ΗΠΑ με την ανάγκη ύπαρξης σχεδίου που κινητοποιεί το σύνολο των εθνικών δυνατοτήτων.

Όλα αυτά τα κάνουν ακόμη πιο γκρι η αισθητική και αξιακή όσμωση πρώην ριζοσπαστών και εθνικολαϊκιστών υπό την ηγεμονία των δεύτερων και δεν εννοώ πρωτίστως τους ΑΝΕΛ, εννοώ την κλειστή ομάδα του Μαξίμου.

Πώς χώρεσαν όλες αυτές οι παλινωδίες, οι διαψεύσεις, οι ανατροπές, οι υποχωρήσεις, τα λάθη, οι αντιφάσεις, οι ευτέλειες μέσα σε δυο μόλις χρόνια; Χώρεσαν γιατί τα χρόνια στην πραγματικότητα δεν είναι δυο αλλά πολλά περισσότερα, όσα θα χρειαστούν για την αποκατάσταση της βλάβης. Αφ’ ής στιγμής επιτευχθεί μια νέα αφετηρία με την ήττα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και των αφανών εταίρων και υποστηρικτών τους και τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας όλων των δημοκρατικών δυνάμεων που αποδέχονται την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας στη βάση της μόνης – όπως αποδείχθηκε με πολύ οδυνηρό τρόπο -, συγκροτημένης και υπεύθυνης στρατηγικής.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025