Άνοδο ή πτώση των βάσεων 2017 θα έχουμε φέτος; ρωτούν όλοι… κάθε χρόνο. Η απάντηση είναι σίγουρη: και άνοδο και πτώση. Παρά την αντίληψη που κυριαρχεί, η πραγματικότητα είναι ότι κάθε χρόνο οι βάσεις σε κάποιες σχολές ανεβαίνουν και σε κάποιες κατεβαίνουν. Η αλήθεια είναι ότι οι βάσεις κάθε χρονιάς διαμορφώνονται από τα δεδομένα της συγκεκριμένης χρονιάς και δεν έχουν καμία σχέση με τις βάσεις της προηγούμενης χρονιάς.
Οι περισσότεροι, όμως, υποψήφιοι και οι γονείς τους πιστεύουν ότι η βάση ενός τμήματος μπορεί να μεταβληθεί γύρω στα 300 μόρια, σα να συνδέονται οι βάσεις μιας χρονιάς με τις προηγούμενης. Εκπλήσσονται όταν βλέπουν μεγάλες αυξομειώσεις και το θεωρούν έκπληξη.
Στον πίνακα βλέπουμε τι συνέβη τα δύο τελευταία χρόνια. Το 2016 είχαμε νέο σύστημα εισαγωγής στις Ανώτατες Σχολές. Τα εξεταζόμενα μαθήματα έγιναν 4 ή 5 από 6 ή 7 και ο βαθμός του σχολείου σταμάτησε να μετράει στην εισαγωγή. Σε περίπου όσα τμήματα ανέβηκε η βάση σε άλλα τόσα η βάση μειώθηκε. Και αν πιστεύετε ότι αυτό συνέβη γιατί ήταν νέο το εξεταστικό σύστημα, δείτε τι συνέβη το 2015 σε σχέση με το 2014.
Η βάση αυξήθηκε σε 213 τμήματα και μειώθηκε σε 264 τμήματα, παρόλο που το σύστημα εισαγωγής παρέμεινε ίδιο. Αν προσέξουμε και τις αυξομειώσεις θα εκπλαγούμε με το μέγεθός τους. Από +5933 μόρια μέχρι -5740 μόρια το 2016 σε σχέση με το 2015 και από +8044 μέχρι -6596 μόρια το 2015 σε σχέση με το 2014.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πόσο λάθος είναι η λογική ότι αν ανέβουν π.χ. 2000 μόρια οι βάσεις θα περάσω στην τάδε σχολή, ενώ αν πέσουν π.χ. 1000 μόρια οι βάσεις θα περάσω στην δείνα σχολή.
Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί οι βάσεις λειτουργούν με τη λογική του… χρηματιστηρίου. Αν αυξηθεί η ζήτηση για ένα τμήμα θα ανέβει η βάση του σε σχέση με τα άλλα τμήματα που έχουν παρόμοια βάση την προηγούμενη χρονιά, αν μειωθεί η ζήτηση για ένα τμήμα θα πέσει η βάση του σε σχέση με τα παρόμοιας βάσης την προηγούμενη χρονιά τμήματα.
Ακριβώς όπως και στο χρηματιστήριο, η αύξηση της ζήτησης φέρνει άνοδο της τιμής και η μείωσης της ζήτησης οδηγεί σε πτώση της τιμής. Αν παρακολουθήσετε το γενικό δείκτη όταν αυτός ανεβαίνει υπάρχουν μετοχές που ανεβαίνει η τιμή τους και μετοχές που μειώνεται η τιμή τους έτσι γίνεται και με τις βάσεις. Σε χρονιές αυξητικής τάσης των βάσεων υπάρχουν σχολές των οποίων η βάση πέφτει και το αντίστροφο: σε χρονιές πτώσης των βάσεων υπάρχουν σχολές με αύξηση της βάσης τους.
Οι παράγοντες που καθορίζουν τις βάσεις είναι τρεις: οι προσφερόμενες θέσεις στις Ανώτατες Σχολές, ο αριθμός των υποψηφίων δηλαδή, οι επιδόσεις των υποψηφίων, που καθορίζονται από τη δυσκολία των θεμάτων και οι προτιμήσεις των υποψηφίων που δημιουργούν τις εκπλήξεις κάθε χρόνο.
Ο τρίτος παράγοντας οι προτιμήσεις των υποψηφίων, δηλαδή, που καθορίζει τη ζήτηση, δημιουργεί τις μεγάλες αυξομειώσεις και φέρνει τις μεγάλες ανατροπές στη διαμόρφωση των βάσεων. Αυτός ο παράγοντας είναι αυτό που ορίζουμε ως ζήτηση. Η ζήτηση αλλάζει ανάλογα με τις μόδες που επικρατούν κάθε εποχή. Οι μόδες, συνήθως, καθορίζονται από τις ελπίδες επαγγελματικών προοπτικών για τον πτυχιούχο αυτή τη στιγμή και που πολλοί πιστεύουν ότι θα έχει τις ίδιες προοπτικές και στο μέλλον. Το ότι το μέλλον μας εκπλήσσει συνεχώς όταν γίνεται παρόν δε φαίνεται να το συνειδητοποιούν.
Έτσι η διάψευση έρχεται σύντομα και ο κόσμος στρέφεται σε άλλες σπουδές που πάλι κάποιοι πιστεύουν ότι θα έχουν μέλλον, μέχρι να διαψευστεί και αυτή η ελπίδα και πάει λέγοντας. Τα κριτήρια επιλογής σπουδών δεν πρέπει να στηρίζονται στην πιθανή ζήτηση ενός πτυχίου στο μέλλον. Πολλοί κάνουν το λάθος να πιστεύουν ότι η υψηλή βάση σημαίνει ότι το τμήμα είναι καλό, συνεπώς πρέπει να το προτιμήσουν. Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, ότι η ζήτηση δεν έχει καμία σχέση με την αξία των σπουδών.
Πρόκειται για τελείως διαφορετικές έννοιες. Και επειδή οι βάσεις εκφράζουν μόνο τη ζήτηση δεν πρέπει να αποτελούν λόγο επιλογής σπουδών.