Άνοιγμα σχολείων: «Η κυβέρνηση σύρθηκε σε παράταση της ημερομηνίας ανοίγματος των σχολείων, διότι ακόμα και στη βασική συνθήκη ασφαλείας, τη μάσκα, η υπουργός Παιδείας αναγκάστηκε να κάνει στροφή» επισημαίνει χαρακτηριστικά στην «Εποχή» και τη δημοσιογράφο Ζωή Γεωργούλα η αναπληρώτρια τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, Μερόπη Τζούφη.
Άνοιγμα σχολείων
«Αφού η κ. Κεραμέως αρχικά είχε τοποθετηθεί ότι πρόκειται για προσωπικό είδος και μετά την κατακραυγή ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών καθυστερημένα να ξεκινήσει τη διαδικασία για να προμηθεύσουν τους μαθητές με μάσκες, με αυτό δηλαδή που οι ίδιοι αναδεικνύουν ως το απαραίτητο μέσο ασφαλείας στο σχολικό περιβάλλον. Με αποτέλεσμα η διαδικασία να μην έχει ακόμα ολοκληρωθεί».
Ωστόσο, ακόμα και η οπισθοφυλακή, στην προβαλλόμενη από την κυβέρνηση επιχειρηματολογία για το ασφαλές υγειονομικά άνοιγμα των σχολείων, ότι δηλαδή κάνουν ότι τους λένε οι ειδικοί, δεν ισχύει.
«Μάλιστα έχουμε ήδη ζητήσει τα γραπτά πρακτικά των συνεδριάσεων των εμπειρογνωμόνων, που ακόμα δεν μας έχουν δοθεί. Πάντως, με βάση τις δημόσιες τοποθετήσεις επιστημόνων, και του κ. Τσιόδρα, η μάσκα χρειάζεται να συνδυαστεί με άλλα δύο μέτρα ασφαλείας, με την τήρηση αποστάσεων και την υγιεινή, προσωπική και του σχολικού χώρου. Οι προϋποθέσεις ασφαλείας ορίζονται τρεις και από κοινού τηρούμενες και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας».
Αν και η πανδημία «παρείχε» στην κυβέρνηση το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για να διαχειριστεί το ζήτημα της ασφαλούς λειτουργίας των σχολείων με τον ενδεδειγμένο, κατά τον ΠΟΥ και τους έλληνες εμπειρογνώμονες, τρόπο, δεν αξιοποίησε το διάστημα του καλοκαιριού οπότε και τα σχολεία ήταν κλειστά, για να σχεδιάσει την υλοποίηση όσων τους λένε οι ειδικοί.
«Ήδη από το καλοκαίρι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ζητήσει σύγκληση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, παρουσία εμπειρογνωμόνων» υπογραμμίζει η αναπλ. τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ. «Σε αυτό συνηγόρησαν και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά η κ. Κεραμέως αρνήθηκε. Αντ’ αυτού τι έκανε; Νομοθέτησε την αύξηση των μαθητών στα Δημοτικά Σχολεία από 22 σε 25».
«Η κυβέρνηση θεώρησε ότι είχε τελειώσει με τον κορονοϊό, δεν ανέμενε το δεύτερο κύμα και δεν προνόησε». Μοιάζει απίστευτο, αλλά η Μερόπη Τζούφη επιχειρηματολογεί ως εξής:
«Η κυβέρνηση επέλεξε αρχικά ένα πολύ σκληρό lockdown, το οποίο δεν επέτασσαν τα τότε επιδημιολογικά δεδομένα. Ο δηλωμένος στόχος ήταν ο μηδενισμός του δείκτη. Προελαύνοντος και του θέρους, έκριναν ότι το ιικό φορτίο θα ελαχιστοποιούταν. Έτσι προχώρησαν σε χαλάρωση των μέτρων κατόπιν και άνοιγμα των συνόρων, με βάση και τις ευρωπαϊκές πιέσεις, θεωρώντας ότι η Ελλάδα είναι covid-free περιοχή και στοχεύοντας σε μεγιστοποίηση των εσόδων από τον τουρισμό. Την ίδια στιγμή, στη γειτονική Ιταλία η κυβέρνηση παρήγγειλε μονά θρανία, βρήκε 3.000 χιλιάδες σχολικές αίθουσες και αύξησε τον αριθμό των αναπληρωτών εκπαιδευτικών».
Στην ερώτηση πού θα βρεθούν τα χρήματα, η απάντηση είναι «στο Ταμείο Ανάπτυξης, το οποίο αξιοποιούν άλλες γειτονικές μας χώρες, αλλά και στον προϋπολογισμό εφόσον έχουν αρθεί οι δημοσιονομικοί περιορισμοί».
«Στο ζήτημα των αναπληρωτών τα πράγματα είναι ακόμα απλούστερα. Πέρυσι χωρίς κορονοϊό είχαν προσληφθεί 42.000 αναπληρωτές, φέτος με κορονοϊό προσλήφθηκαν 21.000, που καλύπτουν το 60 με 70% των αναγκών, συν 4.500 για την ειδική αγωγή. Δεν προσλαμβάνονται περισσότεροι έγκαιρα, μάλιστα, ενώ ξέρουμε ότι έχουμε ηλικιωμένους εκπαιδευτικούς που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου η κάλυψη από αναπληρωτές είναι χαμηλότερη».
«Ενώ έχουμε νέους ανθρώπους που περιμένουν να δώσουν τη μάχη για μια δύσκολη χρονιά, τους οποίους χρειάζεται έγκαιρα να βάλουμε σε διαδικασία προσαρμογής και εκπαίδευσης για όλα τα νέα εργαλεία που τυχόν να χρειαστούν τη νέα χρονιά. Γιατί αυτή η ολιγωρία; Διότι και στην Παιδεία, όπως και στην Υγεία, θέλουν το Δημόσιο να λειτουργεί οριακά, χωρίς μόνιμους εργαζόμενους».
Αλλά και στο ζήτημα των αιθουσών, δηλαδή της τήρησης των αποστάσεων, που τα πράγματα είναι αντικειμενικά πιο δύσκολα, η κ. Κεραμέως δεν είχε έγνοια. Με μέσο όρο τους 17 μαθητές ανά τάξη δεν αναγνώριζε το υπαρκτό για όλους τους υπόλοιπους -εμπειρογνώμονες και μη- πρόβλημα.
«Μη αναγνωρίζοντάς το ως πρόβλημα, δεν αναζήτησε συνεργασία με το υπουργείο Εσωτερικών και τους Δήμους για την εξεύρεση χώρων που μπορεί να μένουν κλειστοί και σε αχρηστία για να χρησιμοποιηθούν σε αυτήν την κατεύθυνση. Δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία για μικρές παρεμβάσεις και αξιοποίηση χώρων μέσα στα υπάρχοντα σχολεία που να μπορούν να εξυπηρετήσουν στην αραίωση των μαθητών».
«Μάλιστα, μη αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, δεν συζητά και για εκ περιτροπής λειτουργία των σχολείων, μέτρο που είχε χρησιμοποιηθεί τον Ιούνιο με λιγότερα κρούσματα και με λιγότερους μαθητές να έχουν επιστρέψει στα σχολεία. Προφανώς στα μικρότερα παιδιά, η εκ περιτροπής λειτουργία δημιουργεί προβλήματα στον οικογενειακό προγραμματισμό, αλλά στα μεγαλύτερα παιδιά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Πολλώ δε μάλλον που τα μεγαλύτερα παιδιά έχουν περισσότερες πιθανότητες να μεταδώσουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες αλλά και να νοσήσουν μιμούμενα το μοντέλο των ενηλίκων».
Όλα απορρίπτονται λόγω μη αναγνώρισης του προβλήματος αλλά κυρίως διότι δεν θέλουν να επενδύσουν σε προσλήψεις, συνέργειες και υποδομές που μπορεί να μείνουν ως παρακαταθήκη στη δημόσια Παιδεία. Για όσους μιλάνε για έλλειμμα σχεδιασμού, ορίστε, σχέδιο υπάρχει.