Ένα βήμα επιστροφής στην κανονικότητα χαρακτήρισε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, την τροπολογία για την προστασία της πρώτης κατοικίας, τονίζοντας ότι επιμερίζεται το κόστος ανάμεσα σε κράτος, τράπεζες και δανειολήπτες,
Παράλληλα, υπεραμύνθηκε της αλλαγής για τη μείωση του ύψους των ληξιπρόθεσμων επιχειρηματικών δανείων σημειώνοντας ότι περιορίζει λίγο μόνο την περίμετρο και δεν επηρεάζει τον πολύ κόσμο αλλά είναι πολύ σημαντική γιατί μετά από αυτό θα έχουμε το πράσινο φως από τον SSM και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
«Το πρόβλημα του SSM και οποιασδήποτε στρατηγικής μείωσης των κόκκινων δανείων είναι ότι υπάρχει ρίσκο. Το καλό νέο είναι ότι το ρίσκο δεν επηρεάζει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Οι τράπεζες έχουν περάσει όλα τα «κραστ τεστ» και είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ότι ήταν. Ο SSM και η ΕΚΤ ζήτησαν να υπάρξει και εξέταση του δυσμενούς σεναρίου και να μην υπάρξει μεγάλο ρίσκο. Η νομοθετική βελτίωση, θα περιορίσει λίγο την περίμετρο για τα επιχειρησιακά δάνεια. Δεν επηρεάζει πολύ κόσμο αλλά είναι πολύ σημαντική γιατί μετά από αυτό θα έχουμε το πράσινο φως αλλάζει και παίρνουμε την έγκριση της ΕΚΤ», ανέφερε ο κ. Τσακαλώτος και πρόσθεσε:
«Αυτή η κυβέρνηση έχει κάνει τα πρώτα βήματα για να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος. Είναι μια κυβέρνηση που λέει ότι βγαίνοντας από τη κρίση πρέπει να μπορέσουν αυτοί που υπέφεραν περισσότερο να δουν το πρόσωπό τους στο καθρέφτη της ανάπτυξης. Αυτό που κάνουμε με τη νέα ρύθμιση είναι ότι έκανε ο Ρούσβελτ τη 10ετία του 1930. Προσπαθεί να μοιραστεί το κόστος ανάμεσα στις τράπεζες, στους δανειολήπτες και στο κράτος».
Ο κ. Τσακαλώτος, κατηγόρησε την Αντιπολίτευση ότι δεν βοηθά στη προσπάθεια να επανέλθει η χώρα στη κανονικότητα σημειώνοντας ότι κάθε φορά που βάζει ένα κριτήριο στη κυβέρνηση και αυτή καταφέρνει και το περνάει με επιτυχία, βρίσκει πάντα να βάλει κάτι άλλο.
Ταυτόχρονα, άφησε αιχμές για το ΚΙΝΑΛ πως προσπαθεί να χτίσει ένα αφήγημα ότι είναι αριστερότερο κόμμα από το ΣΥΡΙΖΑ σημειώνοντας χαρακτηριστικά:
«Ελπίζω στις εκλογές να έχει κάτι καλύτερο να πει γιατί η δυνατότητα τους να πείσουν είναι το ίδιο σαν να προσπαθώ να πείσω ο ίδιος τους Μανδαρίνους της Κίνας ότι εγώ είμαι πιο Κουμφουκιανός από ότι αυτοί της Κίνας.
Έμφαση έδωσε ο κ. Τσακαλώτος στο ότι η χώρα επέστρεψε στις διεθνείς αγορές με 10ετές ομόλογο, τονίζοντας ότι «αυτό είναι το κριτήριο που διδάσκουμε στους φοιτητές ότι αν οι αγορές είναι έτοιμες να αγοράσουν ομόλογα τότε έχουν εμπιστοσύνη στη χώρα».
Ακόμα, ο κ. Τσακαλώτος εμφανίστηκε θετικός στην πρόταση της ΝΔ και του αρχηγού της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για την επιβράβευση των συνεπών δανειοληπτών λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Αυτό που είπε ο κ.Μητσοτάκης να βραβεύονται οι συνεπείς δανειολήπτες, ότι υπάρχει αδικία, να συζητήσουμε τι μπορούμε να κάνουμε, το ακούω αλλά όλα τα συστήματα, έχουν μια αδικία. Το ακούω, είναι πρόβλημα, να το συζητήσουμε».
Ο κ. Τσακαλώτος μίλησε για δύο πυλώνες που έχει το νομοσχέδιο.
Τον παλιό νόμο Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας και τη νέα προσέγγιση για να βοηθήσει τις τράπεζες να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια.
Τι λένε κύκλοι του υπουργείου Οικονομίας
«Η νομοτεχνική αλλαγή σε ό,τι αφορά στον ‘νέο νόμο Κατσέλη’ αλλάζει τα όρια του υπολοίπου του επιχειρηματικού δανείου από 130000 σε 100000 ευρώ, κατά τον χρόνο της αίτησης» σημειώνουν κύκλοι του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Οι ίδιες πηγές διευκρινίζουν, ότι η νομοτεχνική αλλαγή «δεν αλλάζει τα όρια του αρχικού ύψους του επιχειρηματικού δανείου, με τα οποία, ούτως ή άλλως, δεν σχετιζόταν κανένα κριτήριο του νόμου. Επισημαίνεται δε, πως για πρώτη φορά στην Ελλάδα προβλέπεται προστασία πρώτης κατοικίας που συνδέεται με επιχειρηματικά δάνεια».
Στη σχετική νομοτεχνική αλλαγή αναφέρεται συγκεκριμένα:
Στο άρθρο 68 του σχεδίου νόμου:
α) Στο πρώτο εδάφιο της περίπτ. η΄ της παρ. 1, μετά τις λέξεις «δεν υπερβαίνει τις 130.000 ευρώ ανά πιστωτή» προστίθενται οι λέξεις «ή τις 100.000 ευρώ ανά πιστωτή, αν στις οφειλές αυτές περιλαμβάνονται επιχειρηματικά δάνεια».
β)Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτ. η΄ της παρ. 1, μετά τις λέξεις «των 130.000 ευρώ» τίθεται οι λέξεις «ή των 100.000 ευρώ, αντίστοιχα».